Αν σε ώρες κρίσιμων «εθνικών» ή εσωκομματικών προβλημάτων, φοριούνται επιδεικτικά τα άμφια της ενότητας, δεν παύει να κρύβεται πίσω τους το αντερί που λέγεται «Διαίρει και βασίλευε». Ολοι εξαίρουν τα αγαθά της ομόνοιας και τα ολέθρια της διχόνοιας, αλλά και όλοι ξέρουν τις ακατονόμαστες χάρες της διχοστασίας, και ουκ ολίγοι τις χαίρονται ­ είτε την έχουν προκαλέσει οι ίδιοι, είτε επωφελούνται απ’ την εισβολή της. Προπάντων, εκείνοι που, λογικά, θα είχαν λιγότερες ελπίδες να επικρατήσουν, αν δεν μαλλιοτραβιούνταν οι «επικρατέστεροι»… Παλιά αλήθεια, που την είχε πρωτοεκφέρει ο αθηναίος κωμικός ποιητής Κρατίνος, πρόδρομος του Αριστοφάνη: «Εν δε διχοστασίη και Ανδροκλέης πολεμαρχεί» ­ «οταν πέφτει διχόνοια, κυβερνά ακόμα κι ο Ανδροκλής» ­ ένας πολιτικός και δημαγωγός που, ανάμεσα στ’ άλλα, είχε κατηγορήσει τον Αλκιβιάδη πως χλεύασε τα Ελευσίνια Μυστήρια.


Αλλά ο Αλκιβιάδης μάς ξαναφέρνει στο «Διαίρει και βασίλευε», γνωστό και με την τριπλή λατινική εκδοχή του: «Divide et impera», «Divide ut imperas» (… για να βασιλέψεις), «Divide ut regnes».


Αγνωστος είναι ο γεννήτωρ του «σοφού» αυτού αξιώματος, αλλά πολύ γνωστοί οι εφαρμοστές του: Η ρωμαϊκή Σύγκλητος το ακολούθησε στην πρακτική πολιτική της ­ και, χάρη σ’ αυτό, ο μικρός εκείνος λαός της Ιταλίας κατάκτησε τον κόσμο, διαιρώντας τους αντιπάλους του και καταβάλλοντάς τους έναν-έναν… Αργότερα, το έκανε ρητά έμβλημά του ο Λουδοβίκος 11ος της Γαλλίας (1423-83), προπάντων στις δοσοληψίες του με τους «ευγενείς» ­ που, τελικά, τους εκμηδένισε ολότελα.


Αλλά καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα: Αντί για τον γάλλο βασιλιά, το αξίωμα αυτό χρεώθηκε από πολλούς στον «καταχθόνιο» Μακιαβέλλι ­ έστω κι αν ο φλωρεντίνος πολιτικός και συγγραφέας (45 χρόνια νεότερος απ’ τον Λουδοβίκο), δεν το είχε διακηρύξει ποτέ. Τόνιζε, αντίθετα, πως «Ο λαός ενωμένος είναι δυνατός, χωρισμένος είναι αδύναμος» (από εκείνον, φαίνεται, πάρθηκε το σύνθημα των διαδηλώσεων και πορειών, «Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος»…). Και μνημόνευε το χωρίο του Τίτου Λίβιου, «Ολοι μαζί ήταν γενναίοι, μα όταν άρχισε ο καθένας να σκέφτεται τον δικό του κίνδυνο, έγιναν δειλοί και πειθήνιοι»1.


Εκεί, όμως, όπου το αξίωμα θριάμβευσε ήταν η Αγγλία. Και πρώτος ανάδοχός του στάθηκε ο καρδινάλιος Γούλσυ (Wolsey), αρχιεπίσκοπος της Υόρκης και πρωτοσύμβουλος του γυναικοφάγου βασιλιά Ερρίκου 8ου. Βλέποντας πως η Ισπανία και οι γερμανοί Αψβούργοι είχαν μονιάσει και κυριαρχούσαν στην Ευρώπη παραμερίζοντας την Αγγλία, ο δαιμόνιος καρδινάλιος θυμήθηκε το «Διαίρει και βασίλευε» και, εκεί στις αρχές του 16ου αιώνα, χάλκευσε το περιβόητο από τότε δόγμα της «ισορροπίας των δυνάμεων». Ηγουν:


«Πρέπει να εμποδίζουμε κάθε ευρωπαϊκό κράτος να γίνεται πολύ δυνατό, και να φροντίζουμε να διατηρούμε δύο ομάδες κρατών περίπου ισοδύναμες, υποστηρίζοντας πότε τη μια και πότε την άλλη, και μην αφήνοντας καμιάν απ’ αυτές να υπολογίζει με βεβαιότητα στη συνεχή υποστήριξη της Αγγλίας»2. Το δόγμα αυτό ­ ποιος δεν το ξέρει; ­ στάθηκε, από τότε, ο Πολικός Αστέρας της αγγλικής πολιτικής, συμπληρωμένο μ’ ένα άλλο, εξίσου «συνετό»: «Ο πιο επίφοβος εμπορικός αντίπαλος, πρέπει να θεωρείται και ο κυριότερος πολιτικός εχθρός»…


Οπερ έδει δείξαι…


Και, εδώ, ξαναγυρίζουμε στους «προγόνους» μας: Γιατί τον άγγλο καρδινάλιο τον είχε προλάβει, 19 αιώνες πριν, ο Αλκιβιάδης:


Την ώρα της μοιραίας εκστρατείας των Αθηναίων στη Σικελία που ο ίδιος είχε υποκινήσει, εκείνος ο πιο αμφιλεγόμενος και «χαρισματικός» αρχαίος πολιτικός, κατηγορήθηκε για ιεροσυλία και, αντί να γυρίσει στην Αθήνα και ν’ απολογηθεί, κατέφυγε στους «αιώνιους» αντιπάλους της πατρίδας του, τους Σπαρτιάτες. Οπου και έγινε «λακωνικότερος των Λακώνων», δίνοντάς τους πολύτιμες πληροφορίες και συμβουλές για τον πόλεμο κατά της πατρίδας του ­ ενώ, παρεμπιπτόντως, «αποπλανούσε» στα κρυφά τη γυναίκα του βασιλιά Αγι, αφήνοντάς την και έγκυο…


Αλλά δεν άργησε να προδώσει και τους καινούργιους «φίλους» του και, δραπετεύοντας απ’ τις όχθες του Ευρώτα, βρήκε άσυλο στον πέρση σατράπη Τισαφέρνη. Με αντάλλαγμα ­ τι άλλο; ­ συμβουλές εναντίον και των δύο Ελλήνων αντιμάχων, της Σπάρτης ου μην αλλά και της Αθήνας! Συμβουλές που αποτελούν σχεδόν κατά λέξη πρόπλασμα του αξιώματος του Γούλσυ:


«Συμβούλευε ­ λέει ο Θουκυδίδης ­ τον Τισαφέρνη να μη βιαστεί να τελειώσει τον (πελοποννησιακό) πόλεμο, να μη φέρει τα φοινικικά πλοία που ετοίμαζε (για τους Σπαρτιάτες), ούτε να προσφέρει χρήματα για περισσότερους Ελληνες μισθοφόρους. Και τούτο για να μη δώσει στον έναν αντίπαλο (τη Σπάρτη) την κυριαρχία και στη στεριά και στη θάλασσα. Αλλ’ αντίθετα, ν’ αφήσει την κυριαρχία μοιρασμένη στους δυο αντιπάλους (στην Αθήνα τη θάλασσα, στη Σπάρτη την ξηρά), ώστε να μπορεί ο πέρσης βασιλιάς (ο Δαρείος Β’), όταν τον ενοχλεί ο ένας τους, να ξεσηκώνει τον άλλον εναντίον του» (… «έχειν δ’ αμφοτέρους εάν δίχα την αρχήν, και βασιλεί εξείναι αεί επί τους αυτούς λυπηρούς τους ετέρους επάγειν»).


«Αν όμως ­ συνέχιζε τη συλλογιστική του ο Αλκιβιάδης ­ ο ένας απ’ τους δυο έχει την απόλυτη κυριαρχία στην ξηρά και τη θάλασσα, τότε ο βασιλιάς δεν θα έβρισκε συμμάχους για να γκρεμίσει αυτή τη μεγάλη δύναμη, εκτός αν αποφάσιζε ν’ αναλάβει μόνος του τον αγώνα εναντίον της, με μεγάλα έξοδα και κινδύνους. Το πιο απλό ­ συμπέραινε ο συμβουλάτορας ­ το πιο οικονομικό και το πιο σίγουρο, θα ήταν ν’ αφήσει τους Ελληνες ν’ αφανίζονται αναμεταξύ τους» («Ευτελέστερον δε τάδ’ είναι βραχεί μορίω της δαπάνης και άμα της μεθ’ εαυτού ασφαλείας, αυτούς περί εαυτούς τους Ελληνας κατατρίψαι»3).


Οπως κι έγινε και γίνεται πάντα…


Δεν ξέρουμε αν ο ευρυμαθής Γούλσυ είχε ακουστά την περινούστατη αυτή κατήχηση. Πράγμα απίθανο, αφού, στον καιρό του, ο Θουκυδίδης ήταν μάλλον άγνωστος, ενώ ο Πλούταρχος, που βιογράφησε τον Αλκιβιάδη, δεν μεταφράστηκε στ’ αγγλικά παρά μισόν αιώνα μετά τον θάνατο του καρδινάλιου4.


Ετσι ή αλλιώς, τα «μεγάλα πνεύματα» συναντήθηκαν, άλλη μια φορά. Εκτός από τα μεγάλα ελληνικά πνεύματα, που δεν διδάχτηκαν τίποτα απ’ τις συνέπειες της αλκιβιάδειας συμβουλής, και της διχόνοιας γενικότερα.


Αντίθετα, ο Γούλσυ δίδαξε όχι μόνο τους συμπατριώτνες και διαδόχους του, αλλά και όλους τους μεγάλους και μικρούς όλων των χωρών και των καιρών, που εφάρμοσαν κι εφαρμόζουν το αξίωμα κατά γράμμα και κατά κόρον.


Ετσι, η «ισορροπία δυνάμεων», παράγει ατέρμονες ανισορροπίες δυνατών και αδύναμων, δικαίων και αδικιών, «κοινών» λαών και «περιούσιων» τοιούτων…


Ωστόσο, ο Γούλσυ άφησε και μιαν άλλη υποθήκη ­ αν, τουλάχιστον, πιστέψουμε τον Σαίξπηρ, που έκανε τον καρδινάλιο ένα απ’ τα κύρια πρόσωπα του τελευταίου έργου του, «Ερρίκος 8ος». Ο ελισαβετιανός δραματουργός τον ζωγραφίζει με διόλου ρόδινα χρώματα: τον δείχνει αρχομανή, διπλοπρόσωπο, μηχανορράφο, εκδικητικό, άπληστο για χρήμα και τιμές, μισόδημο και μισητό στον αγγλικό δήμο.


Πριν απ’ το τέλος του, ωστόσο, μετανιωμένος για όσα έπραξε, ο Γούλσυ θα «αποχαιρετήσει τα μεγαλεία», σ’ έναν μονόλογο που είναι και το πιο γνωστό χωρίο του έργου (παραθέτω δύο αποσπάσματα):


«.. Χαίρε! χαίρε για πάντα, μεγαλείο μου!


Ετσι είν’ του ανθρώπου ο βίος: σήμερα πετάει


τ’ αβρά φύλλα των ελπίδων, αύριο τ’ άνθη και


φορεί πυκνές τις προφαντές τιμές απάνω του·


την τρίτη μέρα πέφτει πάγος, πάγος φονικός·


κι ενώ θαρρεί, ο μωρόπιστος, πως σιγουρότατα


το μεγαλείο του ωριμάζει, του παγώνει τη ρίζα


και τότε πέφτει, όπως εγώ (…) Μάταιη επίδειξη


και δόξα αυτού του κόσμου, σε μισώ: η καρδιά μου νιώθω


ξανανοίγει. Ω, τι άθλιος που ‘ναι ο φτωχός


που κρέμεται απ’ την εύνοια των ηγεμόνων!… »5


Και ο νοών νοείτω…


1. Διατριβές πάνω στην πρώτη δεκάδα του Τίτου Λίβιου. Βιβλ. Α’, 57. – 2. Βλ. ενδεικτικά, Α. L. Morton, Α People’s History of England, Λονδίνο 1938, 1968, σελ. 177-8. – 3. Η’, 46, 2-4. Βλ. και Πλουτάρχου, Αλκιβιάδης, 25,1. Και J. De Romilly, Αλκιβιάδης, μετάφρ. Αθ-Μπ. Αθανασίου – Κ. Μηλιαρέση, Αστυ 1995, σελ. 154. – 4. Ο Γούλσυ πέθανε το 1530. Τον Πλούταρχο μετάφρασε στα γαλλικά ο Jacques Amyot το 1559 κι απ’ αυτή τη μετάφραση τον μετέφερε στα αγγλικά ο Thomas North, το 1779. – 5. Πράξη Γ’, σκηνή 2. Μετάφρ. Β. Ρώτα-Β. Δαμιανάκου, Ικαρος 1972.


Υ.Γ. Και αφού ο λόγος για τον Σαίξπηρ, ας μου επιτραπεί μια παρατήρηση-διόρθωση: Στο ένθετο του «Βήματος» για τα Βιβλία (23.3) και στο άρθρο του κ. Ν. Μπακουνάκη για το βιβλίο της Βιβιάν Φορρεστέ «Η οικονομική φρίκη» (σελ. 16), γράφεται πως η γαλλίδα συγγραφέας «κάνει αναφορά… στον Σαίξπηρ, ιδιαίτερα στην περίφημη φράση του Αριελ «η κόλαση δεν υπάρχει, όλοι οι δαίμονες είναι εδώ». Ετσι, παρουσιάζεται ο Σαίξπηρ σαν πρόδρομος της επίσης περίφημης φράσης του Σαρτρ στο «Κεκλεισμένων των θυρών»: «Η κόλαση είναι οι άλλοι».


Η σαιξπηρική φράση, όμως («Τρικυμία», Α’ Πράξη, σκηνή 2, στίχος 214), είναι διαφορετική: ο Αριελ, ιστορώντας στον Πρόσπερο το ναυάγιο του πλοίου του αδερφού του, επαναλαμβάνει την κραυγή του Φερδινάνδου, καθώς αυτός πηδούσε στη θάλασσα: «Hell is empty, and all the devils are here!», μ’ άλλα λόγια: η φρίκη της θύελλας ήταν τόση που λες και όλοι οι δαίμονες έφυγαν απ’ την κόλαση κι ήρθαν εδώ. Ετσι την μεταφράζουν και ο Β. Ρώτας («Ο Αδης άδειασε, κι είναι όλοι εδώ οι διαβόλοι») και ο Ν. Προεστόπουλος («Η κόλαση άδειασε, κι οι διαόλοι όλοι μπήκαν εδώ») και ο Τ. Ρούσσος («Η κόλαση έχει αδειάσει, κι εδώ όλοι οι σατανάδες συναχτήκαν»). Θα ήταν, άλλωστε, πολύ περίεργο ν’ αρνιόταν ο Σαίξπηρ την ύπαρξη της κόλασης, σε μια εποχή τόσο θεοσεβούμενη, όπως η δική του. Θα κινδύνευε να τον πάρουν οι επίγειοι διαβόλοι…