Εισαγόμενο ή εδώδιμο, κινηματογραφικό ή θεατρικό, το ελληνικό μιούζικαλ είναι κατ’αρχήν…. προσωποποιημένο. Για να υπάρξει, αυτό το δύσκολο, απαιτητικό και ακριβό θεατρικό καλλιτεχνικό είδος, έχει ανάγκη από πρόσωπα. Ελάχιστοι Έλληνες ηθοποιοί και σκηνοθέτες καταπιάστηκαν μαζί του, είτε μεταφέροντας και προσαρμόζοντας παραστάσεις από το εξωτερικό είτε στήνοντας θεάματα με ντόπια ­ μουσικά κυρίως ­ χαρακτηριστικά. Όλοι τους μιλούν για «περιπέτεια», την οποία δύσκολα επιχειρεί κανείς.


Τη δεκαετία του ’60 το μιούζικαλ εκφραζόταν μέσα από κινηματογραφικές ταινίες. Από τα μέσα του ’70 η σκυτάλη πέρασε στο θέατρο. Τα τελευταία χρόνια το μιούζικαλ δεν δίνει πια τακτικό «παρών». Οι παραστάσεις που ανεβαίνουν είναι μεμονωμένα θεατρικά περιστατικά.


Η Αλίκη Βουγιουκλάκη κρατούσε ασφαλώς τα πρωτεία στην παραγωγή μεγάλων μιούζικαλ στο θέατρο. Πλούσιες παραγωγές με πολυπρόσωπο θίασο, χορογραφίες, μουσική και τραγούδια δέσποζαν στο θέατρό της και στο θερινό της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Αλλωστε και η «Μελωδία της ευτυχίας» αποτέλεσε το κύκνειον άσμα της. Το είδος υπηρέτησε και η Σμαρούλα Γιούλη, εμμένοντας κυρίως στη συνεργασία με ξένους σκηνοθέτες και χορογράφους· «όχι γιατί», όπως λέει η ίδια «δεν υπάρχουν αντίστοιχοι Ελληνες, αλλά γιατί ήθελα να παρουσιάσω το αυθεντικό μιούζικαλ με εντελώς αμερικανικές προδιαγραφές». Απόπειρες σε μιούζικαλ, θεατρικά πάντα, έκαναν η Ζωή Λάσκαρη, η Μάρθα Καραγιάννη και η Νόνικα Γαληνέα. Πρόσφατα ήταν η Ελενα Ακρίτα, ενώ το καλοκαίρι του 1995 είδαμε το «West Side Story» σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, με πρωταγωνιστές ηθοποιούς και χορευτές.


Στον κινηματογράφο ο Αλέκος Σακελλάριος ­ με τη Βουγιουκλάκη πρωταγωνίστρια ­ και ο Γιάννης Δαλιανίδης με μια ομάδα ηθοποιών (Ρένα Βλαχοπούλου, Ζωή Λάσκαρη, Μάρθα Καραγιάννη, Κώστας Βουτσάς, Ανδρέας Ντούζος κ.ά.) άφησαν τα αποτυπώματά τους στο είδος. Και αν ταινίες του Α. Σακελλάριου σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Γιώργου Ζαμπέτα χαρακτηρίζονται κυρίως από τραγούδια, εκείνες του Γ. Δαλιανίδη διαθέτουν πιο ξεκάθαρα τα στοιχεία του μιούζικαλ, με τη θεματολογία της εποχής. Με το είδος καταπιάστηκαν ακόμη ο Ντίνος Δημόπουλος, ο Κώστας Καραγιάννης και ο Τάκης Βουγιουκλάκης· κυρίως όμως μιλάμε για ταινίες με μουσική, χορό και τραγούδια, όπου το στοιχείο της πρόζας κυριαρχεί.


Καθαρά εισαγόμενο είδος, το μιούζικαλ δεν άνθησε στην Ελλάδα ίσως γιατί το μουσικό θέατρο και η επιθεώρηση, που προϋπήρχαν, δεν του άφησαν πολλά περιθώρια. Σε αυτό συνέβαλε τόσο το υψηλό κόστος όσο και η έλλειψη έμψυχου υλικού. Ούτε οι θεατρικές σπουδές ούτε οι μουσικές ή οι σπουδές χορού στη χώρα μας εκπαιδεύουν καλλιτέχνες που να μπορούν να ανταποκριθούν στο τρισδιάστατο του είδους.


«Το μιούζικαλ θέλει βιρτουόζους του είδους· ανθρώπους που να κατέχουν την τεχνική του χορού, του τραγουδιού και της υποκριτικής. Δυστυχώς δεν διαθέτουμε τέτοιους. Το μιούζικαλ χρειάζεται λάμψη, ανθρώπους λαμπερούς», λέει ο χορογράφος και χορευτής Δημήτρης Παπάζογλου που συνεργάστηκε επί σειρά ετών στα μιούζικαλ της Αλίκης Βουγιουκλάκη. «Δυσκολότατο και απαιτητικό είδος» το χαρακτηρίζει και η Σμαρούλα Γιούλη, και αναφέρεται στα απαραίτητα προσόντα και στην τεχνική κατάρτιση, αλλά και στο γεγονός ότι «δεν επιτρέπει εκπτώσεις στην ποιότητα ούτε στον ρυθμό της παράστασης».


«Στην «Εβίτα»», θυμάται ο Δ. Παπάζογλου, «η Αλίκη είχε αναλάβει την υποχρέωση να ανεβάσει την παράσταση όπως ακριβώς παιζόταν στο Λονδίνο· χωρίς καμία παραλλαγή. Αυτό δεν ήταν κάτι που συνέβη με όλα τα μιούζικαλ που έκανε. Είχε ήδη δει την παράσταση στο Λονδίνο και την έκλεισε «πακέτο». Αρα και από την πλευρά των χορογραφιών έπρεπε να γίνει απλώς μεταφορά». Χωρίς αλλαγές; «Η διαφορά ήταν ότι ενώ η αγγλική χορογραφία διέθετε περισσότερη τεχνική, η δική μας έπρεπε να είναι πιο απλή, προσαρμοσμένη στους χορευτές μας». Και ο ρόλος του έλληνα χορογράφου; «Να μην καταργεί το σωστό timing της χορογραφίας και να δουλεύει με το έμψυχο υλικό που διαθέτει. Στο μιούζικαλ ο χορός δεν αποτελεί επένδυση· είναι γαντζωμένος με τη μουσική. Οπως συμβαίνει στο κλασικό μπαλέτο».


«Καμπαρέ», «Εύθυμη χήρα», «Καμπίρια», «Εβίτα», «Βίκτωρ, Βικτώρια», «Αννυ», «Μάγκες και κούκλες», «Σικάγο», «Η γυναίκα της χρονιάς», «Χέλοου Ντόλι», «Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθές», «Πέπσι», «West Side Story», «Μελωδία της ευτυχίας»: μερικές από τις μεγάλες θεατρικές και κινηματογραφικές παραγωγές που προσαρμόστηκαν και σηματοδότησαν το «μιούζικαλ α λα ελληνικά» τα τελευταία 20 χρόνια. Παλαιότερα τη θέση αυτή κατείχαν παραστάσεις του λεγόμενου μουσικού θεάτρου, της επιθεώρησης· θεάματα λαμπερά αλλά ελληνοπρεπή ­ με ούζο και μπουζούκι.


«Στο μιούζικαλ απαιτείται να είσαι πιο πολύ ηθοποιός από χορευτής ή τραγουδιστής», λέει ο Δάνης Κατρανίδης, που διέπρεψε στον ρόλο του Κονφερανσιέ δίπλα στην Αλίκη Βουγιουκλάκη στο «Καμπαρέ» αλλά και σε άλλες παραστάσεις του είδους, όπως στην «Εύθυμη χήρα» και στην «Καμπίρια», ενώ έπαιξε και μαζί με τη Σμαρούλα Γιούλη στο «Σικάγο». «Η σχολή δεν μας προετοιμάζει για το μιούζικαλ, αλλά μια καλή σχολή σού δίνει τα εφόδια», λέει και αναφέρεται στα μαθήματα κίνησης ή χορού που διδάσκουν πώς να χρησιμοποιεί το σώμα του ο ηθοποιός επί σκηνής. Ωστόσο επισημαίνει ότι σημαντικό ρόλο παίζει πάντα ο «καλός χορογράφος, εκείνος που θα βοηθήσει τον ηθοποιό να λειτουργήσει σωστά και δεν θα τον εκθέσει. Το μιούζικαλ δεν μπορεί να ανεβεί αγνοώντας τον παράγοντα ηθοποιό».