Για ισότιμο διάλογο πρόκειται με τον επιγραφόμενο και τον Χρήστο Αγγελάκο, που πήρε τη μορφή ηλεκτρονικής συνέντευξης στο ηλεκτρονικό περιοδικό lifο στις 14 του περασμένου μήνα, όπου τα διαλεγόμενα πρόσωπα εναλλάσσουν ερωτήσεις με απαντήσεις και απαντήσεις με ερωτήσεις. Το τελικό κείμενο επιγράφεται «Είμαι πια ο γιος του πατέρα μου», υπονοώντας την όψιμη ομολογία μου στα ογδόντα επτά μου χρόνια. Οπου απογράφονται σχετικά ντοκουμέντα, μεταξύ των οποίων και ο επόμενος αποχαιρετισμός του πατέρα. Δημοσιεύτηκε σε ενημερωτικό φυλλάδιο της Στιγμής τον Φεβρουάριο του 1990, μαζί με άλλα εμπιστευτικά κείμενα:
Πρόλαβε ο Ιούλιος τον Αύγουστο, αλλιώς θα είχαν συμπληρωθεί τα έξι χρόνια από την αναχώρηση της μάνας μου. Ισως γι’ αυτό κι εκείνος έφυγε βίαιος και αγριεμένος. Ομως με τα μάτια κλειστά, και το κεφάλι γέρνοντας, λίγο δεξιά, βρήκε ξανά το παλιό του σχήμα: οι γραμμές του προσώπου ανασυντάχθηκαν και η περήφανη μύτη ίσιωσε. Μια ζωή αυτοσχέδιος στοχαστής, δεν έλεγξε την αυτοκυριαρχία του: ελευθερώθηκε το τρομαγμένο ζώο. Υστερα, για λίγες ώρες μόνο η εκδίκηση πέτρωσε. Τον ασπαστήκαμε δι’ ελέου και φόβου η Μαρίκα κι εγώ.
Φράση που επαναλαμβάνεται στο επόμενο δίδυμο σημείωμα: Υστερα από έξι χρόνια το τετραπληγικό μυαλό έμαθε να δουλεύει στο κενό. Με λέξεις που τρομάζουν να γίνουν λέξεις, εκτός από ελάχιστες που τραυλίζουν. Ποιος κατηγόρησε τα φυτά πως δεν χαϊδεύονται και δεν λεν ευχαριστώ; Στο μεταξύ το σώμα του έγινε άσπρο βότσαλο. Δι’ ελέου και φόβου η Μαρίκα κι εγώ.
Ο διάλογος ξεκίνησε μ’ ένα ξεχασμένο ποίημα, που ο Χρήστος επακριβώς το χρονολόγησε και το αντιγράφει στην αρχή του κειμένου του: Αν δεν ήταν έτσι, αν δεν ήταν / αλλιώς. Αν γινόταν το μακριά / ξαφνικά, το ξαφνικά κοντά, / σχεδόν μπροστά. Ο καταρράχτης / να ακούει το πρωί, / να φωνάζει τη νύχτα. // Αν δεν ήταν έτσι, αν δεν ήταν / αλλιώς. Αν ακόμη ζούσαν / η σφιχτή γυναίκα και ο ψηλός / άντρας. Να ρωτούν συνεχώς, με / κλειστό παράπονο κι ανοιχτή / καλοσύνη, για το πότε το πώς, / για το τι. // Αν δεν ήταν έτσι, αν δεν ήταν / αλλιώς. Αν το ποτάμι, σκούρο / κόκκινο κάτω, κίτρινο πάνω, / έφτανε στην εντολή σου. Το / δάσος θα σου έδινε τότε το / θηρίο που γύρευες.
Μεσολαβούν τρία απρόβλεπτα αποσπάσματα. Στο πρώτο ο λόγος είναι για το μοίρασμα του κόσμου στο Καλό και στο Κακό, και μετά σε καλούς και κακούς. Και η απάντηση: Αλλο πράγμα το Καλό και το Κακό, καθαρά μεγέθη, υπαρκτά στον κόσμο, γύρω μας, στο κορμί και στη γλώσσα. Και άλλο πράγμα ο καλός και ο κακός, που είναι μάλλον φαντασίωση. Πότε βγαίνουν στην επιφάνεια το Καλό και το Κακό και πώς μοιράζονται, δεν ξέρω. Ισως σιγά σιγά, ίσως αργά, όταν πλησιάζει το τέλος.
Το δεύτερο παράδοξο. Εως τα εφηβικά μου χρόνια και λίγο μετά αγαπούσα τη μάνα μου. Ο πατέρας μου περίμενε στην άκρη. Τώρα αγαπώ τη σκιά του, την περίεργη μοναξιά του, την αξιοπρέπειά του, την πείνα του για τα γράμματα, με σχολική μόρφωση τρίτης Δημοτικού. Μετά άρχισε δουλειά στα καπνά. Στο μεταξύ διάβαζε ό,τι έφερνα εγώ στο κάθυγρο σπίτι της οδού Ιφικράτους 7: Σαίξπηρ, Ο’ Νιλ, Ιψεν, Σόμερσετ Μομ. Καθισμένος αργά, μέσα στη νύχτα, πάνω σ’ ένα φθαρμένο μπαούλο. Οταν είχε κάτι σοβαρό να μου πει, δεν το έλεγε. Το άφηνε στη δική μου μεριά και περίμενε. Απαρατήρητος ερχόταν πάντα στο μεγάλο Αμφιθέατρο της Σχολής, όταν μιλούσα για κάποια κρίσιμη προαγωγή, αμίλητος πάντα και χλωμός. Δεν σχολίαζε και δεν καμάρωνε. Κανείς δεν τον έπαιρνε είδηση όταν έφευγε.
Το τρίτο παράξενο. Τον τελευταίο καιρό στο τρίγωνο γραφή – ανάγνωση – παρανάγνωση ξεπήδησε και η λέξη μεταγραφή, που δεν μπορώ να εξηγήσω ακριβώς το νόημά της. Ισως αποτελεί μια εξέλιξη που συμπληρώνει το τρίγωνο σε τετράγωνο. Η παρανάγνωση έχει ένα στοιχείο πιο υποκειμενικό από τη μεταγραφή. Συνιστά, μαζί με τη γραφή, φιλικό ζευγάρι, έτοιμο για συνεύρεση. Εχω την αίσθηση ότι αυτό κάνει πονηρά ο Καβάφης στα ιστορικά και στα αλλόθεμα τα ποιήματά του. Χρησιμοποιεί τη μεταγραφή σαν έμβολο μεταποίησης της άδηλης και αδήλωτης ποίησης.
Επονται δύο σκόρπια αισθήματα με αφορμή τη «Μαύρη Γαλήνη». Φαίνεται ότι υπήρξε, και δεν ήταν καθόλου εύκολη. Την έβγαλα, όπως την έβγαλα, καταργώντας τη διάκριση μεταξύ δειλίας και γενναιότητας. Δεν ήμουν ούτε δειλός ούτε γενναίος, κι αυτό το κράτησα, απορρίπτοντας τη διάζευξη. Τι γίνεται όμως όταν δεν ακουμπάς ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Το αφήνεις να βγει μόνο του και περιμένεις, ανταλλάσσοντας λόγια με πράξη, και πράξη με λόγια.
Το βράδυ που έπαθα τη διάτρηση, οι πόνοι ήταν αβάστακτοι. Μ’ έβγαλαν έξω από το κελί, στον ελεύθερο χώρο και για μια στιγμή ένιωσα σχεδόν ευτυχία. Σε κάποια δόση με μετέφεραν στο στρατιωτικό νοσοκομείο μαύρα μεσάνυχτα, όπου βούλιαξα σε μια δεύτερη κρίση, φτάνοντας στο αμήν, όπου ένιωσα μια περίεργη γλύκα. Τελικώς λιποθύμησα, κρεμασμένος στο σώμα ενός οπλίτη που με φύλαγε. Επαθε σοκ. Κώστας λεγόταν, χρυσό παιδί, που μετά τη δικτατορία πήρε των ομματιών του και έφυγε στην Αμερική. Εμεινε όμως ο πατέρας του, που κατέθεσε στη δίκη των βασανιστών. Μιλώντας για αμήν, εννοώ μια αίσθηση απερίγραπτης ευγνωμοσύνης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ