Δύο γυναίκες ξαπλωμένες σε ένα κρεβάτι με κίτρινο πάπλωμα. Κοιμούνται όταν αρχίζει η παράσταση, αλλά σιγά-σιγά ξυπνούν. Τα φορέματά τους –αφαιρετικό vintage στυλ –κυμαίνονται σε δύο διαφορετικές αποχρώσεις του πράσινου. Σαν από όνειρο ξεκολλημένες, αρχίζουν να μιλούν εμφατικά. Από το στόμα τους βγαίνουν στίχοι του Τ.Σ. Ελιοτ. Το περίφημο «Eρωτικό τραγούδι του J. Alfred Prufrock», εκεί όπου ο αφηγητής νιώθει τη φθορά να τον κατατρώει και τον θάνατο να τον κυκλώνει, ενώ υπόσχεται ειρωνικά πως «θα υπάρξει χρόνος, θα υπάρξει χρόνος (…), χρόνος για σένα και χρόνος για μένα / και χρόνος ακόμη για εκατοντάδες αναποφάσιστες στιγμές / για εκατοντάδες θεωρήσεις κι αναθεωρήσεις / προτού σερβιριστεί το τσάι και οι φρυγανιές».
Η ιδέα της αποτυχημένης επαφής βασανίζει όχι μόνο τον Προύφροκ αλλά και τις ηρωίδες μας επί σκηνής: «Πώς θα το τολμήσω;». Βάζουν κραγιόν, στρώνουν τα ατίθασα μαλλιά τους, ανασκουμπώνονται και ξεκινούν. «Δεν υπάρχει πανάκεια για το σοκ της συνάντησης» επιμένουν. Αυτή η συνάντηση είναι πολύ σημαντική. «Για να είμ’ εγώ, πρέπει να φωτίζομαι απ’ τα μάτια των άλλων». Σαφώς. Η αναζήτηση της αληθινής ταυτότητας, η καταβύθιση στο υποσυνείδητο και η αναψηλάφηση φόβων, ονείρων, επιθυμιών αποδεικνύονται συχνά επικίνδυνο παιχνίδι. Η Αλίκη του Λιούις Κάρολ το έμαθε μια και καλή όταν διέσχισε τον καθρέφτη. Οι γυναίκες με το πράσινο φόρεμα βουτάνε κι αυτές σε άγνωστα νερά.
«Θα μας σκοτώσουν σαν τις κίσσες και θα μας κρεμάσουν στο δέντρο!» φωνάζουν. Τρέξε. Σκύψε. Πες μας αυτά που σε κάνουν χαρούμενη. «Τα γέλια όπου φαίνονται όλα τα σφραγίσματα. Οι Αρειανοί που κατεβαίνουν χωρίς διαστημόπλοιο. Οι τάρτες, οι τούρτες, τα κέικ, οι πουτίγκες, τα γαλακτομπούρεκα… Ολα τα γλυκά». Η απαρίθμηση δεν βοηθάει. Η μοναξιά επιμένει. «Ποιον δρόμο πρέπει να ακολουθήσω για να φύγω από ‘δώ;» αναρωτιούνται. Υπομονή. Η Βασίλισσα δεν έχει κέφια. Αμα την εκνευρίσετε, θα σας πάρει το κεφάλι, μικρά ανόητα κορίτσια. Κι όμως υπάρχει ένα μέρος όπου τα πράγματα είναι αυτό που φαίνονται. Το βάζο με τη μαρμελάδα, ο καφές, το ψωμί και το βούτυρο: όλα πάνω στο τραπέζι. Οχι, όχι, δεν καταλάβατε καλά: «Μαρμελάδα χθες και μαρμελάδα αύριο. Οχι μαρμελάδα σήμερα. Αυτός είναι ο κανόνας». Αλήθεια;
Οι δύο γυναίκες συμπληρώνουν η μία την άλλη. Πόλεμος και ειρήνη. Περηφάνια και προκατάληψη. Θανατηφόρα ζεύγη που δεν λένε να χωρίσουν. Η σκηνή μοιάζει σπίτι τους. Ενα κρεβάτι, μια βιβλιοθήκη, μια πολυθρόνα, ένα κόκκινο φωτιστικό. Οταν ζοριστούν, βάζουν ένα τραγούδι και χορεύουν μανιωδώς. Μετά ηρεμία –έστω για λίγο. Αυτό το ταξίδι, αυτή η αγωνία, δεν τελειώνει ποτέ. «Θα μαζέψω λουλούδια, θα τα κάνω στεφάνι και θα τα δώσω… σε ποιον θα τα δώσω;». Ονειρεύονται έναν χλωμό, μελαχρινό, ρομαντικό άνδρα. Μαζί του θα ανέβουν στις Αλπεις, θα κόψουν ένα λουλούδι και θα το βάλουν στο πέτο. «Αυτή είναι η στιγμή της έκστασης… Τώρα πέρασε». Κάθε βράδυ είμαστε ελαφρώς διαφορετικοί από αυτό που ήμασταν το πρωί. Πάντα κάποιος έρχεται ή κάποιος φεύγει έτσι ώστε το άθροισμα δεν μένει ποτέ σταθερό. «Γίνομαι και ξαναγίνομαι διαρκώς. Διαφορετικοί άνθρωποι ανασύρουν διαφορετικές λέξεις από μέσα μου» λέει ένας από τους ήρωες της Γουλφ.
Διαρκής μεταμόρφωση


Ρευστότητα, διαρκής μεταμόρφωση, επανεξέταση: αυτή είναι η αλήθεια και όχι μια συμπαγής, αυστηρά ελεγχόμενη κατάσταση. Κανένας δεν μπορεί να ορίσει απόλυτα τα σύνορά του. Είμαστε ένας ή πολλοί; αναρωτιέται η Βιρτζίνια Γουλφ στα συγκλονιστικά «Κύματά» της. Και οι εαυτοί μας που έμειναν ανολοκλήρωτοι; Ολες αυτές οι εκδοχές μας που τις φανταστήκαμε ή τις φοβηθήκαμε και τις αφήσαμε να κλαίνε στο σκοτάδι επειδή ποτέ δεν βρήκαμε το θάρρος για τη «συνάντηση», τι απογίνονται αυτές; Πού κουρνιάζουν τα βράδια; «Ολα είναι τεράστια κι εγώ πολύ μικρή» λέει η Αλίκη. Ο Λιούις Κάρολ ήξερε πόσο εύκολο είναι να χαθείς ψάχνοντας τον εαυτό σου. Πόσες συμπληγάδες πέτρες, πόσες κακιασμένες βασίλισσες να αντέξει ένας άνθρωπος;
Χαλάρωσε. Μην περιπλανιέσαι άλλο. Αυτό είναι το τέλος. Τα δόντια του Χρόνου σταμάτησαν, επιτέλους, να μασουλάνε τα κάλλη σου και να κλέβουν τα μαλλιά σου. Κοιμήσου. Θέλεις να σταματήσεις να μετράς απώλειες, δεν γίνεται όμως: το ξυπνητήρι χτυπάει. Πρέπει να σηκωθείς, να βρεις το κασκόλ σου, να προλάβεις το τρένο. Και πάλι από την αρχή…
Αξιέπαινη προσπάθεια


Είναι πραγματικά αξιέπαινη η προσπάθεια της Αγγελικής Παπαθεμελή και της Σοφίας Κορώνη να συνδυάσουν τα σκληρά παραμύθια ενηλικίωσης του Λ. Κάρολ με το ποιητικό μυθιστόρημα της Γουλφ. Αφετηρία τους, όπως σημειώνουν, στάθηκε ο Νίτσε και προορισμός τους «τα όρια της πολλαπλής πραγματικότητας και του ονείρου». Μέσα από τα κείμενα αυτά περιπλανιούνται από την παιδική ηλικία ως την ωριμότητα με όχημα μια ελεύθερη ποιητική γραφή που επιστρατεύεται συνειρμικά και επιθυμεί να αφουγκραστεί τα ύψη και τα βάθη του χωροχρόνου.
Το πρόβλημα, δυστυχώς, αποδεικνύεται η υπερβολική αγάπη για τα κείμενα και η αδυναμία… αυτοσυγκράτησης. Οι δύο δραματουργοί – σκηνοθέτριες – ηθοποιοί δεν ξέρουν πότε να σταματήσουν. Χάνονται μέσα στο υλικό τους ή μάλλον, για την ακρίβεια, αναγκάζουν εμάς να χαθούμε. Και όχι με την καλή έννοια αλλά με την έννοια της κόπωσης και της σύγχυσης που γεννιέται από την υπερπληροφόρηση, τον ανεξέλεγκτο βομβαρδισμό μας με όμορφες φράσεις και σκέψεις. Πιστεύω πως το εγχείρημα θα ωφελούνταν σημαντικά από τη μείωση της διάρκειάς του (τώρα είναι στη μία ώρα και σαράντα λεπτά).
Τέλος, παρ’ όλη την προθυμία τους, οι δύο ηθοποιοί –οι δύο Αλίκες –δεν αναπτύσσουν καλή χημεία σε υποκριτικό επίπεδο: τους λείπει ο κώδικας επικοινωνίας μεταξύ τους αλλά και με μας, το κοινό. Ακόμη και οι φωνές τους είναι τοποθετημένες λάθος. Τις παρακολουθούμε, κατανοούμε τους ευσεβείς πόθους τους, αλλά δεν μας παρασύρουν στο ταξίδι τους. Και είναι τόσο κρίμα…
Υποβλητική και ωφέλιμη η μουσική του Θάνου Ανεστόπουλου (Διάφανα Κρίνα), στον λίγο χρόνο που της αναλογεί, μας βγάζει έστω προσωρινά από το αδιέξοδο…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ