Να πω με το χέρι στην καρδιά τι ανθρώπους θέλω να βλέπω στον δρόμο. Θέλω να είναι φρεσκολουσμένοι, παρφουμαρισμένοι με κάποια επιλογή από Guerlain και να φορούν κάτι από τη συγκρατημένη κομψότητα της Ann Demeulemeester. Θέλω όταν στέκονται έξω από τα μπαρ να κρατούν σωστά το ποτήρι με το aperol spritz και να έχουν άποψη για τον Πικετί. Και εκεί που περιγράφω τον όμορφο κόσμο εμφανίζεται μια σκιά. Μας χαλάει την εικόνα γιατί ουρεί επάνω στην κολόνα. Είναι ο άστεγος της γειτονιάς μας. Φτου, να πάρει, πίνουμε και κοκτέιλ, πανάθεμά τον. Περιφέρεται με τις βρωμοκουβέρτες του.
Υπάρχει τρόπος να τον απομακρύνουμε, τουλάχιστον να μην τον βλέπουμε. Η επινόηση εξαντλείται στα παγκάκια. Στο Λονδίνο έχουν κάνει τα πάντα ώστε να μη βολεύεται κανείς για έναν ύπνο σε δημόσιο χώρο. Εβαλαν ντιζαϊνάτα καρφιά και σχεδίασαν παγκάκια των οποίων η κλίση δεν επιτρέπει κατάκλιση. Το ίδιο έγινε και στην Αθήνα, στην Κυψέλη, όπου στα παγκάκια μπήκε κάγκελο το οποίο τα χωρίζει σε τρία μέρη ώστε να μην κοιμούνται εκεί οι άστεγοι.
Στη Γαλλία το ζήτημα έχει λάβει πρόσφατα μεγάλες διαστάσεις. Πριν από τις γιορτές στην Ανγκουλέμ μπήκε περίφραξη γύρω από παγκάκια που βρίσκονταν έξω από εμπορική έκθεση. Οπως το ακούτε. Περίφραξη. Ταυτόχρονα στο Περπινιάν η δημοτική αρχή ξήλωσε παγκάκια από δημόσιους χώρους προκειμένου να εμποδίσει τους αστέγους να κοιμούνται σε αυτά. Ασφαλώς και πρόκειται για πολιτική διαμάχη που κρύβεται πίσω από μια αντιπαράθεση για την αισθητική της καθημερινής ζωής. Οι συντηρητικοί αντιλαμβάνονται τους αστέγους ως αστική μόλυνση και τους αξιολογούν ως άξιους της μοίρας τους. Οι προοδευτικοί προασπίζονται την κοινωνική πρόνοια χωρίς ηθικολογία περί ατομικής ευθύνης.
Είναι δύσκολο να σταθεί κάποιος με ειλικρίνεια απέναντι στο ζήτημα. Να παραδεχθεί ότι δεν αρέσκεται στην κατάντια ανθρώπων και ταυτόχρονα να προβάλλει τον ατομισμό που αποστρέφεται στην όψη της φτώχειας. Είναι δύσκολο να πολιτικολογήσει κάποιος αποδεχόμενος τον πιο ταπεινό, δηλαδή τον πιο λαμπερό εαυτό του. Η αποφορά του αστέγου είναι ενοχλητική αλλά ακόμη πιο ενοχλητική είναι η αδιαφορία απέναντι στην ανθρώπινη δυστυχία. Σε αυτό το σημείο πάντα εμφανίζεται ένας αντιδραστικός να πει: «Μα, καλά, σου φτάνει ένα παγκάκι ως κρατική πρόνοια για τον άστεγο; Δεν θέλεις ολοκληρωμένες δομές;».
Είναι καλύτερες οι ολοκληρωμένες δομές. Οι εστίες που παρέχουν ύπνο, φαγητό, καθαριότητα. Οσο εκλείπουν αυτές το φιλόξενο παγκάκι είναι μια κάποια λύσις. Εφαρμόστηκε στο Βανκούβερ. Τα καναδικά παγκάκια λοιπόν είναι σχεδιασμένα με τέτοιον τρόπο ώστε στη διάρκεια της ημέρας οι κάτοικοι της πόλης να κάθονται κανονικότατα και να ξεκουράζονται. Μια επιγραφή αναφέρει: «Αυτό είναι ένα παγκάκι». Τη νύχτα ο άστεγος αναδιπλώνει το παγκάκι, το κάνει καμαράκι και η επιγραφή λάμπει στο σκοτάδι: «Αυτό είναι ένα υπνοδωμάτιο».
Οι ενδιάμεσες λύσεις είναι αυτές που λείπουν από την πολιτική ζωή. Ο συντηρητικός θα πει ότι ο άστεγος έχει κάνει επιλογές που τον οδήγησαν στον δρόμο. Οσο πιο άνετη υπήρξε η ζωή του τόσο μεγαλύτερα τα σφάλματα. Ο προοδευτικός θα απαιτήσει την εξάλειψη των παραγόντων που αυξάνουν τους αστέγους, θα προτείνει προστατευτική νομοθεσία, θα αναζητήσει τη ρίζα του κακού. Οι ενδιάμεσες λύσεις απαλύνουν τον πόνο χωρίς να ξεχνούν ότι υπάρχουν και καλύτερες λύσεις.
Τα καρφιά στα παγκάκια έχουν ένθερμους υποστηρικτές. Υπάρχει ένα μυθιστόρημα ικανό να αλλάξει την οπτική τους. Εχει τίτλο «Ο ήλιος των μελλοθανάτων» του Ζαν-Κλοντ Ιζό (εκδόσεις Πόλις). Περιγράφει τους «οικονομικούς και κοινωνικούς όρους που γεννούν τη φτώχεια και την εξαθλίωση στον σύγχρονο κόσμο». Περιγράφει, δηλαδή, την ευκολία με την οποία αλλάζεις ζωή: από εκεί που φοράς τα σακάκια της Ann Demeulemeester και πίνεις ανέμελα aperol spritz βρίσκεσαι στην απέναντι πλευρά, στο κουρέλι και στη δυσωδία. Εύκολα, πολύ εύκολα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ