Τόσο πολύ δεν αγαπάµε την πόλη µας; Ή τόσο πολύ δεν πιστεύουμε και δεν εμπιστευόμαστε εκείνους που μας κυβερνούν –κατά συνέπεια, στεκόμαστε τουλάχιστον επιφυλακτικοί ακόμη και όταν καταφθάνουν δώρα φέροντας; Τα ερωτήματα προέκυψαν μετά την απένταξη (κατόπιν απαιτήσεως των Βρυξελλών) της πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου και των έργων ανάπλασης του Φαληρικού Ορμου από τη λίστα των μεγάλων έργων που θα χρηματοδοτηθούν από το νέο ΕΣΠΑ. Διαβάζοντας τις εκατοντάδες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τις οποίες οι Αθηναίοι εξέφραζαν την ανακούφισή τους που η Πανεπιστημίου θα μείνει ως έχει, σκέφτηκα ότι μια τέτοια αντίδραση στα μάτια του μέσου Ευρωπαίου (του ανθρώπου που ζει σε πόλεις φροντισμένες και φιλικές προς τους κατοίκους τους) μοιάζει δείγμα ομαδικής παράκρουσης – παράνοιας. Πιθανώς και επιβεβαίωση της κοινωνικής σήψης, της αρρώστιας ενός λαού εθισμένου στο γκρίζο.

Ανήκω όμως κι εγώ σε εκείνους που από την αρχή διαφώνησαν με το φιλόδοξο έργο και που αισθάνθηκαν ανακούφιση με τη (μέχρι στιγμής) ακύρωσή του. Οχι, δεν ασπάζομαι τη θεωρία σύμφωνα με την οποία σε περίοδο κρίσης υπάρχουν άλλες προτεραιότητες και το θέμα του καλλωπισμού της πόλης δεν μπορεί να είναι μία από αυτές. Μια όμορφη Αθήνα πρέπει να είναι καθημερινό μέλημα όλων μας. Επειτα όμως από μια σειρά τραγικών αποτυχιών, κάθε φορά που ακούω τη λέξη ανάπλαση, αντί να χαίρομαι, τρέμει το φυλλοκάρδι μου. Επειδή οι ως τώρα αναπλάσεις, αντί να βελτιώσουν την κατάσταση, να ομορφύνουν το περιβάλλον, να παρηγορήσουν αυτή την ταλαιπωρημένη πόλη, έφεραν ακόμη μεγαλύτερη ασχήμια.

Από πού να αρχίσω; Από την πλατεία Οµονοίας, που όσο πιο παλιά γυρίζουμε, μέσα από τις φωτογραφίες, τόσο πιο όμορφη τη βρίσκουμε; Και που ανάπλαση την ανάπλαση φτάσαμε στην απόλυτη υποβάθμισή της; Από την πλατεία Κολωνακίου, που κατέληξε να είναι ένα κακοφτιαγμένο και ασυντήρητο ξέφωτο ανάμεσα στις πολυκατοικίες; Από το άλσος στο Πεδίον του Αρεως, όπου πέταξαν τόσα εκατομμύρια για να το μετατρέψουν σε ένα παρατημένο χωράφι γεμάτο σκουπίδια και αγριόχορτα αλλά και σε πιάτσα διακίνησης ναρκωτικών; Είμαι σίγουρος ότι μπορεί ο καθένας να υποδείξει πολλές αναπλασμένες γωνιές στις γειτονιές όπου κινείται, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι χειρότερες από ό,τι ήταν προ αναπλάσεως.

Και όχι, το φταίξιμο δεν ανήκει (αποκλειστικά) σε εκείνους που τις σχεδίασαν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η πόλη. Την ευθύνη έχουν οι κυβερνήσεις και οι δήμαρχοι που παράγγειλαν νέα έργα όχι επειδή αγάπησαν την Αθήνα αλλά στο πλαίσιο των δημοσίων σχέσεων. Εργα που με την αποπεράτωσή τους και αφού έκοψαν την κορδέλα ή εντοίχισαν την ταμπέλα με το όνομά τους ώστε να μην ξεχάσουμε ποτέ ποιος ευθύνεται για το εκάστοτε χάλι τα παράτησαν να καταστρέφονται από τους βάνδαλους, να ρημάζουν. Οι αναπλάσεις όμως χρειάζονται μόνιμη φροντίδα, φύλαξη και συντήρηση. Αλλιώς, ιδού η Αθήνα μας: σιντριβάνια που δεν δουλεύουν ποτέ, σπασμένα μάρμαρα και παγκάκια, χορταριασμένες αλτάνες, ξεραμένο γκαζόν, ρυπαρά πεζοδρόμια, αυτοκίνητα παρκαρισμένα στους σκοτεινούς πεζόδρομους. Ετσι, σε παρόμοιο χάλι, φανταζόμουν ότι θα ήταν σε μερικά χρόνια και η πεζοδρομημένη Πανεπιστημίου όποτε έβλεπα τα φιλόδοξα σχέδια με τα γκαζόν, τα δεντράκια και το πεντακάθαρο οδόστρωμα. Δεν έχω μεγάλη ή αρρωστημένη φαντασία, έχω γνώση πλέον των καταστάσεων.

Προτιμώ λοιπόν κι εγώ τον δρόμο με τη σημερινή του μορφή φοβούμενος τα χειρότερα. «Απ’ το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα», που λέει και η παροιμία. Εκεί μας κατάντησαν: να τρέμουμε την αλλαγή και να προτιμάμε από την ελπίδα για το καλύτερο τη μιζέρια που έχουμε συνηθίσει.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ