Με το ξεκίνημα της νέας σχολικής χρονιάς ακούμε για βασικές αλλαγές στο Δημοτικό Σχολείο που αφορούν το πρόγραμμα αλλά και τη φιλοσοφία του. Ακούμε για αλλαγές στα Δημοτικά με Ενιαίο Αναμορφωμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα που ξεκίνησε το 2011 και ζωντάνεψε το σχολείο με Θεατρική Αγωγή, Εικαστικά, Φιλαναγνωσία, Αγγλικά και Πληροφορική από την Α’ τάξη Δημοτικού –τα δύο τελευταία με στόχο την πιστοποίηση στη Γ’ Γυμνασίου, με κοινωνικές, βιωματικές δράσεις, με λιγότερη ύλη και προτεραιότητα στη συνεργατική μάθηση.
Ως εκπαιδευτικός και ως παιδαγωγός με εμπειρία που απέκτησα μέσα από διάφορα θεσμικά επίπεδα στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, με όλο τον σεβασμό και την αναγνώριση της τεράστιας δυσκολίας του υπουργού Παιδείας στην Ελλάδα, νιώθω την ανάγκη να βγάλω μια κραυγή, εκφράζοντας μεγάλο αριθμό συναδέλφων μου εκπαιδευτικών.
Δεν γίνεται ο υπουργός Παιδείας να αλλάζει τα προγράμματα των σχολείων, και δη των δημοτικών, που λόγω της ηλικίας των μαθητών αποκτούν βαρύνουσα σημασία για την εξέλιξή τους, με βάση τα προσωπικά του βιώματα ή τα βιώματα του στενού περιβάλλοντος. Αυτό δεν είναι απλώς αντιεκπαιδευτικό, αλλά καταστροφικό.
Η καρδιά του σχολείου είναι τα Προγράμματα Σπουδών. Εκεί είναι η βάση κάθε αλλαγής, η αλλαγή εκπαιδευτικής κουλτούρας και η αλλαγή αυτή δεν αποτελείfasttrackπολιτική. Είναι μια μακροχρόνια και εξαιρετικά επίπονη διαδικασία που την τελική απόφαση φυσικά την παίρνει η εκλεγμένη κυβέρνηση, με όσο γίνεται μεγαλύτερες συναινέσεις. Αλλά η επεξεργασία και τα εναλλακτικά σενάρια απαιτούν την ενεργό εμπλοκή μάχιμων εκπαιδευτικών, ειδικών επιστημόνων, παιδαγωγών και κυρίως την καλά σχεδιασμένη πιλοτική εφαρμογή και τον συνεχή εμπλουτισμό στην τάξη και στο σχολείο.
Από τη δεκαετία του 1970 τα σχετικά εγχειρήματα στην Ευρώπη σφραγίστηκαν από τη φράση «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι ημεταρρύθμιση των αναλυτικών προγραμμάτων», θέτοντας έτσι στο επίκεντρο των αλλαγών τα Προγράμματα Σπουδών. Στην Ελλάδα αυτό έγινε πράξη το 2011, επί υπουργίας της κυρίας Αννας Διαμαντοπούλου, με τη σύνταξη των Νέων Προγραμμάτων Σπουδών (ΝΠΣ), τα οποία εισήγαγαν στην Ελλάδα μια παιδαγωγική αντίληψη, κυρίαρχη πια στον πολιτισμικό χώρο στον οποίο (θέλουμε να) ανήκουμε. Τα Νέα Προγράμματα Σπουδών για την υποχρεωτική εκπαίδευση συντάχτηκαν μέσα από ανοιχτές διαδικασίες με τη συμμετοχήειδικών επιστημόνων, Ελλήνων, αλλά και άλλων Ευρωπαίων(Φινλανδοί, Σκωτσέζοι, Γάλλοι), πανεπιστημιακών και δεκάδων μάχιμων εκπαιδευτικών και δαπανήθηκαν περίπου 80.000.000 ευρώ από πόρους του ΕΣΠΑ. Βασική τους φιλοσοφία είναι: «πρώτα ο μαθητής – πρωταγωνιστής ο εκπαιδευτικός». Αξονες ανάπτυξής τους είναι: η συνένωση των κατακερματισμένων γνωστικών αντικειμένων σε 8 μαθησιακά αντικείμενα, η εστίαση στο «πώς και γιατί μαθαίνω» και στη βιωματική – συνεργατική μάθηση, με το βλέμμα στον μορφωμένο πολίτη τού 21ουαιώνα.Τα ΝΠΣ έλαβαν υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (2009), σχετικές μελέτες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, τον σχεδιασμό της ΕΕ για το Σχολείο του 21ουαιώνα, τις απόψεις των επιστημονικών ενώσεων της Ελλάδας και εφαρμόστηκαν πιλοτικά, για πρώτη φορά στη χώρα μας, με στόχο τη δοκιμή στη σχολική πράξη, τις προσαρμογές και τον εμπλουτισμό. Ταυτόχρονα το 2011 ξεκίνησε και το Μείζον Πρόγραμμα της Επιμόρφωσης, προϋπολογισμού 150.000.000 ευρώ για όλους τους εκπαιδευτικούς, ώστε να αντεπεξέλθουν στις νέες αυξημένες απαιτήσεις, το οποίο όμως σταμάτησε χωρίς να απορροφηθούν τα κονδύλια του ΕΣΠΑ. Παρόμοιες προσπάθειες την ίδια εποχή ξεκίνησαν: η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Πολωνία και έχουν ήδη τα πρώτα θετικά αποτελέσματα από διεθνείς αξιολογήσεις. Ο επόμενος υπουργός Παιδείας συνέχισε, χωρίς την απαραίτητη στήριξη, την πιλοτική εφαρμογή και πριν από λίγο καιρό το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής ανέθεσε σε ομάδες εκπαιδευτικών και επιστημόνων να κάνουν τις προσαρμογές με το υπάρχον διδακτικό υλικό και πρόταση για νέο συμβατό υλικό.
Ο υπουργός Παιδείας σήμερα έχει στα χέρια του τα Νέα Προγράμματα Σπουδών (εκτός από εξαιρέσεις, όπως το Πρόγραμμα Σπουδών της Ιστορίας –ένα άλλο θέμα που απαιτεί συζήτηση και συναίνεση) και τα αποτελέσματα της πιλοτικής εφαρμογής. Με βάση αυτά θα πρέπει να οργανωθεί ένας ευρύτερος διάλογος με αρχή, μέση και τέλος με την εκπαιδευτική κοινότητα, την κοινωνία και με συζήτηση στη Βουλή που θα πάρει την τελική απόφαση για τα Προγράμματα Σπουδών και το σχολείο που θα έχουμε τα επόμενα χρόνια. Είναι πια καιρός να αποφασίσουμε τι σχολείο θέλουμε, να μην είναιη«μόνη μας συμφωνία για τα εκπαιδευτικά θέματα στη δυσφορία».
Οι εκπαιδευτικοί ζητούμε με μεγάλη αγωνία από όλο το πολιτικό σύστημα να μην «παίζει» με τα σχολεία και τους μικρούς μαθητές. Να μπει σε μια λογική συναίνεσης και μέσα από την κρίση να βγούμε με ένα σχολείο που θα ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα και στα όνειρα των νέων ανθρώπων. Τον προηγούμενο μήνα ο ιταλός πρωθυπουργός ανακοίνωσε το «Καλό Σχολείο», το οποίο είναι στην ίδια ακριβώς φιλοσοφία με το δικό μας «Νέο Σχολείο» που ξεκίνησε πριν από τέσσερα χρόνια, χωρίς ακόμα να φτάσει στην πλήρη εφαρμογή του. Μήπωςη γειτονική χώρα μάς ανοίξει τα μάτια;

Η κυρία Ελένη Μπούντα είναι δρ Διδακτικής της Ιστορίας, σχολική σύμβουλος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ