Οι πρόσφατοι πρώτοι ημιτελικοί αγώνες του Τσάμπιονς Λιγκ Ατλέτικο Μαδρίτης – Τσέλσι 0-0 και Ρεάλ – Μπάγερν 1-0 επανέφεραν στο προσκήνιο της ποδοσφαιρικής συζήτησης το… πανάρχαιο ερώτημα «ο σκοπός (της νίκης) αγιάζει τα μέσα;» και εξ αυτού το δίλημμα «ακραία αμυντική συμπεριφορά ή ποδόσφαιρο κυριαρχίας;». Στις δύο αναμετρήσεις η Τσέλσι κυρίως και δευτερευόντως η Ρεάλ επέλεξαν το πρώτο σκέλος του διλήμματος προκειμένου να φθάσουν σε ένα αποτέλεσμα που θα τους έδινε προβάδισμα πρόκρισης και θεωρητικά το πέτυχαν. Ετσι έδωσαν την αφορμή στους κυνικούς τού πάση θυσία αποτελέσματος να αποθεώσουν την επιλογή του προπονητή της Τσέλσι Ζοζέ Μουρίνιο και της Ρεάλ Κάρλο Αντσελότι και να καθαγιάσουν τακτικές που χάνονται στο βάθος του χρόνου.
Στη δεκαετία του 1930 με το περίφημο «βερού» του Καρλ Ράπαν, για να βρουν τη νέα τους έκφραση στη δεκαετία του 1960 με το περίφημο «κατενάτσιο» του Χελένιο Χερέρα και του Νερέο Ρόκο και από εκεί στις ομάδες του Τραπατόνι και του Μπεαρζότ στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Η επιτυχία μέσω της άμυνας βρήκε την αποθέωσή της στην Εθνική Ελλάδας του Οτο Ρεχάγκελ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004 αλλά και στις κατακτήσεις του Τσάμπιονς Λιγκ από την Ιντερ του Μουρίνιο το 2010 και από την Τσέλσι του Ντι Ματέο το 2012.
Και αν για τον Ρεχάγκελ η φανερή διαφορά ποιότητας του ελληνικού συγκροτήματος από τους αντιπάλους της σε τεχνικό επίπεδο τον νομιμοποιούσε να καταφύγει στην (αμυντική) τακτική για να κλείσει την ψαλίδα, ποια ήταν η «νομιμοποιητική» βάση των επιλογών του Αντσελότι και πολύ περισσότερο του Μουρίνιο; Από πού προκύπτει η ποιοτική ανωτερότητα της Μπάγερν έναντι της Ρεάλ και πολύ περισσότερο της Ατλέτικο έναντι της Τσέλσι; Μάλλον από πουθενά. Για αυτό και η προσφυγή του Μουρίνιο στο «λεωφορείο μπροστά από την εστία» και του Αντσελότι στην «επιθετική άμυνα» που θύμισε ολίγον Ρεχάγκελ προκύπτει περισσότερο από τον ποδοσφαιρικό κυνισμό τους ή και τις φοβίες τους και λιγότερο ή καθόλου από τα πραγματικά ποδοσφαιρικά δεδομένα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ