Το Βήμα, The New York Times

Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα αποφάσισε να σκληρύνει τη στάση του προς τη Ρωσία εφαρμόζοντας κυρώσεις και αυξάνοντας την υποστήριξη προς τη νέα κυβέρνηση της Ουκρανίας. Πρόκειται για ένα μεγάλο λάθος. Αυτή η αντίδραση βασίζεται στην ίδια εσφαλμένη λογική που βοήθησε να διογκωθεί η κρίση. Αντί να διευθετηθεί η αντιπαράθεση, θα οδηγήσει σε μεγαλύτερα προβλήματα. Η άποψη του Λευκού Οίκου, την οποία μοιράζεται η ελίτ της Beltway ( σσ: του περιφερειακού που «κυκλώνει» το κέντρο της Ουάσιγκτον, όπου η έδρα της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών), είναι ότι οι ΗΠΑ δεν φέρουν καμία ευθύνη για τη σημερινή κρίση.
Σύμφωνα με τους ίδιους, για όλα φταίει ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν – και τα κίνητρά του είναι παράνομα. Αυτό είναι λάθος. Ο ρόλος της Ουάσιγκτον σε αυτή την επικίνδυνη κατάσταση ήταν σημαντικός και η συμπεριφορά του Πούτιν προκαλείται από τις ίδιες γεωπολιτικές ανησυχίες που επηρεάζουν όλες τις μεγάλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ρίζα της τρέχουσας κρίσης είναι η επέκταση του ΝΑΤΟ και η δέσμευση της Ουάσινγκτον να απομακρύνει την Ουκρανία από τη τροχιά της Μόσχας και να την ενσωματώσει στη Δύση. Οι Ρώσοι δυσανασχετούν με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ αλλά την ανέχονται, έχοντας δεχθεί την εισδοχή της Πολωνίας και των βαλτικών κρατών στη συμμαχία.
Οταν όμως, το 2008, η Ατλαντική Συμμαχία ανακοίνωσε ότι η Γεωργία και η Ουκρανία «θα γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ», η Ρωσία τράβηξε την κόκκινη γραμμή. Η Γεωργία και η Ουκρανία δεν είναι απλοί γείτονες, βρίσκονται στο κατώφλι της. Η αντίδραση της Ρωσίας τον Αύγουστο εκείνςη της χρονιάς στον πόλεμο με τη Γεωργία προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την επιθυμία της Μόσχας να αποτρέψει την ένταξη της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ και στη Δύση. Η κυβέρνηση Ομπάμα έκανε μεγάλο λάθος που υποστήριξε τους διαδηλωτές στην Ουκρανία, γεγονός που οδήγησε σε κλιμάκωση της κρίσης και την ανατροπή του Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Μία φιλοδυτική κυβέρνηση ανέλαβε την εξουσία στο Κίεβο.
Ο αμερικανός πρεσβευτής στην Ουκρανία, που υποστήριζε τους διαδηλωτές, είπε ότι ήταν «μία ημέρα για τα βιβλία της Ιστορίας». Ο Πούτιν δεν έβλεπε έτσι τα πράγματα. Θεώρησε ότι αυτές οι εξελίξεις συνιστούν άμεσο κίνδυνο για τα ζωτικά στρατηγικά συμφέροντα της Ρωσίας. Ποιός τον αδικεί; Στο κάτω κάτω οι ΗΠΑ, που δεν μπορούν να αφήσουν πίσω τους τον Ψυχρό Πόλεμο, αντιμετωπίζουν τη Ρωσία ως δυνητική απειλή από τις αρχές του 1990 και έχουν αγνοήσει τις διαμαρτυρίες της για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και τις αντιδράσεις της στα σχέδια της Ουάσινγκτον για αντιπυραυλική ασπίδα στην Ανατολική Ευρώπη. Θα περίμενε κανείς από τους αμερικανούς πολιτικούς να κατανοήσουν τις ανησυχίες της Ρωσίας για την εισδοχή της Ουκρανίας στην αντίπαλη συμμαχία.
Εξάλλου είναι πιστοί στο δόγμα Μονρόε, που προειδοποιεί τις άλλες μεγάλες δυνάμεις να μείνουν μακριά από το Δυτικό Ημισφαίριο. Αλλά λίγοι αμερικανοί πολιτικοί σχεδιαστές μπορούν να μπουν στη θέση του Πούτιν. Γι’ αυτό και εξεπλάγησαν με την αποστολή επιπλέον στρατιωτικών δυνάμεων στην Κριμαία. Η αντίδραση του Πούτιν είναι κατανοητή. Αφού δεν υπάρχει παγκόσμια κυβέρνηση που να προστατεύει το ένα κράτος από το άλλο, οι μεγάλες δυνάμεις είναι πολύ ευαίσθητες στις απειλές – ειδικά κοντά στα σύνορά τους – και μερικές φορές αντιδρούν ανελέητα στους πιθανούς κινδύνους.
Το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι δευτερευούσης σημασίας όταν θίγονται ζωτικά ζητήματα ασφάλειας. Ο Ομπάμα θα έπρεπε να πάψει να συμβουλεύεται δικηγόρους και να ξεκινήσει να σκέφτεται σαν στρατηγιστής. Αν το έκανε, θα συνειδητοποιούσε ότι η τιμωρία των Ρώσων ενώ προσπαθούν να εντάξουν την Ουκρανία στο στρατόπεδο της Δύσης θα κάνει τα πράγματα χειρότερα. Η Δύση έχει ελάχιστες επιλογές για να προκαλέσει ζημιά στη Ρωσία, ενώ η Μόσχα έχει πολλά χαρτιά για να παίξει ενάντια στη Δύση και την Ουκρανία. Θα μπορούσε να εισβάλει στη χώρα ή να την προσαρτήσει την Κριμαία, να σταματήσει να συνεργάζεται με τις ΗΠΑ στο ζήτημα του Ιράν και της Συρίας, θα μπορούσε να καταστρέψει την ήδη επιβαρημένη οικονομία της Ουκρανίας και να προκαλέσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω του φυσικού αερίου.
Δεν προκαλεί έκπληξη που οι περισσότεροι Ευρωπαίοι δεν επιθυμούν την εφαρμογή σοβαρών κυρώσεων στη Ρωσία. Αλλά ακόμη και αν μπορούσαν να επιβάλουν τέτοιες κυρώσεις, ο Πούτιν δύσκολα θα έκανε πίσω. Όταν θίγονται ζωτικά συμφέροντα, τα κράτη αναπόφευκτα είναι διατεθειμένα να υποστούν μεγάλες θυσίες για να προστατεύσουν την ασφάλειά τους. Δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε ότι η Ρωσία, δεδομένης της Ιστορίας της, συνιστά εξαίρεση.
Είναι προς το συμφέρον της Ουάσινγκτον να τερματιστεί αυτή η κρίση και η Ουκρανία να παραμείνει ένα κυρίαρχο κράτος μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ. Επιπροσθέτως οι καλές σχέσεις με τη Ρωσία είναι πολύ σημαντικές, γιατί η Ουάσινγκτον χρειάζεται τη βοήθεια της Μόσχας στα ζητήματα του Ιράν, της Συρίας, του Αφγανιστάν – και τελικά της Κίνας, του μοναδικού δυνητικού αντιπάλου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
* Ο κ. John J. Mearsheimer, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, είναι συγγραφέας του βιβλίου «Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων».