1. Εδώ και μερικά χρόνια, απ’ αυτήν εδώ τη στήλη (όπου τότε μιλούσα συχνότερα…) είχα κι εγώ την ευκαιρία να υποστηρίζω ότι στην άκρια τούτη των Βαλκανίων η διάθεση για τη βία ενδημεί. Και επειδή η διάγνωση «ολίγον έγκυος» δεν είναι σοβαρή, όταν λέμε βία θα εννοούμε ό,τι εννοεί όλος ο κόσμος: Άσκηση σωματικής (ή άλλης) δύναμης, με σκοπό την επιβολή της θέλησής-μου επάνω σου. ‘Αρα, είναι το αποτέλεσμα, αλλά είναι και η πρόθεση που μετράει. Πρόθεση που εκδηλώνεται με ποικίλα μέσα, όπως: Σε απειλώ να σου προκαλέσω ένα κακό, σε εμποδίζω στην άσκηση των δικαιωμάτων-σου, σε δέρνω, σου καταστρέφω περιουσιακά-σου στοιχεία, σε τραυματίζω, σε σκοτώνω –προκειμένου να επιβάλω την άποψή-μου. Όλα τούτα είναι βία.
Αναφερόμενος λοιπόν στην παράνομη βία (θα ξανάρθουμε σε λίγο σ’ αυτήν τη διάκριση), έδινα κατά καιρούς παραδείγματα εθισμού σ’ αυτό το ενδημικό νεοελληνικό φαινόμενο: (21.07.2007) «Πώς είναι δυνατόν με τη μόνιμη βία (την εξωπέταξη και τον τραμπουκισμό κατά των Δασκάλων στις «καταλήψεις») να μπορεί να υποστηριχθεί ένα ιδεώδες». (13.04.2008) «Οι εραστές των απόλυτων πολιτικών αληθειών θα προτιμούσαν την άσκηση βίας «για το καλό μας». Βίας κρυφής ή φανερής, η οποία αναιρεί την πολιτική διεργασία, και αναβάλλει εμμόνως τον εθισμό-μας στη δημοκρατική συμβίωση. Τά ‘χουμε λουστεί και τα ξέρομε: Είτε απ’ τις αλλεπάλληλες δικτατορίες της Δεξιάς, είτε απ’ τις απόπειρες κομμουνιστικής σωτηρίας, είτε κι απ’ την έρπουσα βία του αρνητισμού των γκρουπούσκουλων». (28.12.2008) «Τα τελευταία 30 χρόνια παρακολουθήσαμε τη σταδιακή γαλούχηση των παιδιών-μας με τα δικά-μας ελαττώματα: με την ανοχή-μας σε «μικρές» μορφές βίας».
2. Αν τυχόν αυτή η περί ενδημικότητας της βίας παλιά υποψία-μας ευσταθεί, τότε δεν είναι περίεργο που κατά διαστήματα ο ιός αυτός θα βρίσκει αφορμές και ευκαιρίες για να δείχνει το φριχτό-του πρόσωπο, όλο και συχνότερα κι όλο και εντονότερα –ενώ εμείς θα εκθαμβούμεθα εκάστοτε ως παρθένοι. Υπέρ της υποψίας αυτής συνάδει (τρομάρα στο συνάσμα-του δηλαδή) και ο κατάλογος φαινομένων νεοελληνικής βίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: (ι) Ποιός άλλος ευρωπαϊκός λαός έκαμε (ενθουσιωδώς δε) εμφύλιο πόλεμο μετά το 1945; Κι αφήστε αυτά τα ανιστόρητα «καλέ, οι Εγγλέζοι μάς βάλανε» (ας μην είχαμε εμείς το απύθμενο πάθος της βίας…). (ίί) Και ποιός άλλος υπέστη δικτατορίαν στην Ευρώπη στο τέλος του 20ού αιώνα; Ναί, ξέρω, «οι Αμερικανοί τούς φέρανε» –θυμηθείτε όμως τα απέραντα μίση, την απολιτικότητα και τον κονφουζιονισμό της δεκαετίας 1960-70. (ίίί) Τριάντα χρόνια ανεχθήκαμε (ντρέπομαι να πω θρέψαμε) τη φονοκρατία των δήθεν πολιτικών νοεμβριστών και κόμπανυ –τα ξεχάσαμε; (iv) Κι άλλα τόσα χρόνια μας φούντωσε ο κουκουλισμός –άλλο δήθεν πολιτικό αποθέωμα της βίας, που δηλητηριάζει (ατιμωρητί δε) τα πολιτικά πράγματα και αποπροσανατολίζει τον Λαό μας. (v) Όπου, νά ‘σου και ο βλαχοναζισμός που, όπως αποδεικνύεται, χρόνια δούλευε συστηματικά χωρίς να τον ξεφωνίζομε.
Ο κατάλογος αυτών των αλλεπάλληλων βιαιολατρικών φαινομένων δεν είναι καθησυχαστικός –και πάντως δεν μου φαίνεται να ταιριάζει με την ελπίδα ότι θα ξερριζώσομε το κακό χτυπώντας τα συμπτώματα μόνο. Μέσα στην απαισιοδοξία-μου μάλιστα, παρατηρώ ότι (για δες σύμπτωση) η πλειονότητα των πολιτικάντηδων και των μουμουέδων που ορκίζονται σήμερα κατά της βίας, χρησιμοποιούσαν μέχρι χθες μια ρητορική και μιαν ορολογία εμφανέστατα βιαιοφιλική (για να μην πω εμφυλιοπολεμόφιλη) –απ’ την άκρα Δεξιά ως την άκρα Αριστερά…
3. Ιδού λοιπόν γιατί ξαναχρειάζεται ονομάτων επανεπίσκεψις: α) Απ’ το «πολιτικό» εύρος της προέλευσης του κακού, το καρκίνωμα δεν φαίνεται να είναι κομματικής αιτιολογίας μόνον. Ενώ β) απ’ την έκταση των σχετικών φαινομένων (από μαθητές μέχρι ξεσαλωμένους γέρους), καθώς κι απ’ την ποικιλία των περιστασιακών αφορμών (η βία στην άσφαλτο, η ομηρία εκατοντάδων χιλιάδων συμπολιτών-μου για χάρη της διαδηλωσούλας μου, η ανάλγητη εχθρότητά-μου προς τον «ξένο» ενγένει κ.ά.), το κακό μοιάζει να είναι ευθέως ηθολογικό / πολιτισμικό.
Αλλοίμονό-μας δηλαδή, αφού το Ήθος (i) συνιστά την ουσία της Συλλογικότητας (ως το τσιμέντο συνοχής της Ομάδας, προκειμένου ν’ αποχτήσει εξελικτικό πλεονέκτημα) και (ii) είναι προϋπόθεση της Δημοκρατίας. Και με τούτο το τελευταίο φθάνομε στον τελικό διπλό κόμπο:
Κόμπος πρώτος, η Δημοκρατία (παρά τις μηχανιστικές περί αυτής απόψεις) είναι ηθική συναίνεση και προσυμφωνημένες διαδικασίες (δηλαδή «νόμοι» της Ομάδας). Κι η συναίνεση ακυρώνεται απ’ το δηλητήριο της βίας: Η βία μιάς ομάδας σπρώχνει τις άλλες Ομάδες σε αντισυλλογικές πραχτικές, και ροκανίζει τις δημοκρατικές διαδικασίες. (Τ’ ακούτε δημοκράτες;).
Ωστόσο, κόμπος δεύτερος και δυσκολότερος, τι κάνω όταν κατά τη γνώμη-μου η Δημοκρατία δυσλειτουργεί ή όταν δοκιμάζω στο πετσί-μου κατάφωρη κοινωνική αδικία; Εδώ υπάρχει θεωρητικό πρόβλημα και βλέπομε την τάση του «λιγότερου κακού» να δικαιώνει τάχα την «μικρή» βία. Καλά. Άς θυμηθούμε όμως πρώτα ότι οι Επαναστάσεις δεν γίνονται τρεις φορές το χρόνο, αλλα μιά φορά στα εκατό χρόνια. Δεύτερον, οι περισσότερες απ’ αυτές κατέληξαν σε στυγνές Δικτατορίες. Και, τρίτον, το σχήμα της Δημοκρατίας είναι η μόνη εφικτή μέχρι σήμερα εμπειρική λύση για την αυτοδιόρθωσή της –τ’ άλλα όλα είναι αψίκορες (άρα ανεύθυνες) θεωρίες. Τέταρτο και τελευταίο επιχείρημά-μου κατά της αυτόκλητης «δίκαιης» βίας στην Ελλάδα είναι ότι το όνομα του αδικοχαμένου νέου στο Κερατσίνι είναι (και δικαίως) στο στόμα όλων μας τώρα, τα ονόματα όμως των τριών δολοφονημένων εργαζομένων στην Μαρφίν τα έχομε ξεχάσει.
Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.



Το άρθρο γράφτηκε μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και πριν τις συλλήψεις των μελών της Χρυσής Αυγής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ