Τον Απρίλιο του 2013 παρουσιάστηκε στο αμφιθέατρο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών το βιβλίο του Γενικού Γραμματέα της κυβέρνησης κ. Μπαλτάκου, με θέμα τη σκληραγώγηση των αρχαίων Σπαρτιατών. Το ακροατήριο του «σεμιναρίου διαπαιδαγώγησης», με εντολή της υπηρεσίας, διατάχθηκε να είναι αστυνομικοί των ομάδων ΔΙΑΣ και ΔΕΛΤΑ.
Λίγους μήνες αργότερα λοιπόν, μετά τον φόνο του Π. Φύσσα, οι εχέφρονες άνθρωποι στην Ελλάδα δεν χρειάζεται να περιμένουν τον κ. Αδ. Γεωργιάδη να τους πει, σε συνέντευξή του στο BBC, πόσο δυστυχής είναι και να αποδεχθεί ότι υπάρχουν σχέσεις μεταξύ Ελληνικής Αστυνομίας και Χρυσής Αυγής («very unhappy to say that to some point it’s true»). Ο υπουργός συνόδεψε βέβαια την ηχηρή αυτή διαπίστωση με την παραδοχή ότι «κάποιοι άνθρωποι στην αστυνομία, χωρίς να είναι ναζί, συμπαθούν το συγκεκριμένο κόμμα, επειδή δεν έχουν καταλάβει πόσο επικίνδυνο είναι» προσπαθώντας να υποβαθμίσει την απαξία της πολιτικής αυτής σχέσης διά της μείωσης της δυνατότητας καταλογισμού στους αστυνομικούς. Ουσιαστικά λέει «καλύτερα ηλίθιος και να είσαι με τη ΧΑ επειδή δεν καταλαβαίνεις ότι είναι επικίνδυνη, παρά ναζί και να είσαι με τη ΧΑ επειδή σου αρέσει η επικινδυνότητά της».
Ακόμη και αν αυτή η πρακτική προφανώς θίγει το ΙQ σημαντικού τμήματος του ένστολου πληθυσμού, την κατανοώ. Θα την κατανοούσα περισσότερο αν και ο ίδιος ο υπουργός αποδεχόταν πόσο επικίνδυνα είναι αυτά που κατά καιρούς έχει ξεστομίσει στην κυβερνητική προσπάθεια «ανακατάληψης των πόλεων από τους λαθρομετανάστες» που εντάσσεται στην ευρύτερη προσπάθεια ανακατάληψης του δεξιού άκρου του πολιτικού ορίζοντα από τη ΝΔ. Θα την κατανοούσα ακόμη περισσότερο αν η κυβέρνηση καταλάβαινε έστω και τώρα –που είναι αργά –ότι το να διδάσκεις το πώς οι ειδικές μονάδες καταστολής των αρχαίων Σπαρτιατών σκότωναν τους είλωτες είναι πολιτειακά επισφαλές.
Είναι ωστόσο εντυπωσιακό: ας σκεφτεί κανείς πώς θα αντιμετωπιζόταν από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης αν πριν από δύο βδομάδες έλεγε αυτό που είπε πριν από λίγες μέρες ο κ. Γεωργιάδης. Ακόμη και ο ελαφρύτερος υπαινιγμός σχέσεων ΕΛ.ΑΣ. με ΧΑ θα αντιμετωπιζόταν ως έγκλημα καθοσιώσεως σε βάρος του πολιτεύματος. Το κακό δηλαδή ήταν η δημόσια ομολογία του εγκλήματος και όχι το έγκλημα καθεαυτό. Ωστόσο, κακά τα ψέματα: το πράγμα στην ΕΛ.ΑΣ. είχε κακοφορμίσει από καιρό. Χρειάστηκε ο θάνατος ενός Ελληνα (του Πακιστανού πέρσι δεν αρκούσε), ενός παιδιού δηλαδή που είναι «ένας από μας», για να αρχίζει να τρέχει το πύον.
Ας μη γελιόμαστε: η ακροδεξιά διείσδυση στην Ελληνική Αστυνομία είναι κάτι συστηματικότερο και πιο εδραιωμένο από μεμονωμένα περιστατικά χαμηλόβαθμων νέων ή στρατιωτικοποιημένων αστυνομικών που εκφράζουν έτσι τη δυσαρέσκειά τους για το πολιτικό περιβάλλον της απαξίωσής τους ή τη μισθολογική τους κατρακύλα. Αυτή είναι η παραδοχή στην οποία μέχρι πρόσφατα έδειχναν να συγκλίνουν ανεπισήμως και οι ίδιες οι Αρχές. Το ανωτέρω ερμηνευτικό σχήμα, μολονότι πάσχει, είναι ορθό σε δύο πραγματολογικά δεδομένα. 1ον: ότι όντως εντός των Ελληνικών Σωμάτων Ασφαλείας παρατηρείται πλέον ένα πολιτικό και ιδεολογικό χάσμα γενεών. Οσο πιο νέοι αστυνομικοί, τόσο πιο ακροδεξιά. 2ον: το χάσμα αυτό εντείνεται και από την ίδια την ιεραρχική δομή της αστυνομίας. Οσο πιο χαμηλόβαθμοι, τόσο πιο ακροδεξιά επίσης. Οι προηγούμενες είναι παραδοχές τις οποίες ουδείς αρνείται και, σε τελευταία ανάλυση, σχεδόν κοινότοπες της έρευνας για τη διείσδυση της σύγχρονης ακροδεξιάς πολιτικής κουλτούρας γενικώς. Από και εκεί και πέρα βέβαια τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα. Οσοι έχουν τη διάθεση να προχωρήσουν πέραν του προηγούμενου κλισέ, αντιλαμβάνονται πως πλέον η κατάσταση είναι πιο σύνθετη και δύσοσμη από την απεικόνιση που αφελώς παρέχει η θεωρία του «μεμονωμένου περιστατικού». Πλέον, ο ακροδεξιός χυλός στερεοποιείται για τα καλά στα πιο στεγανά σημεία του Σώματος. Για τον λόγο αυτόν, ο κ. Γεωργιάδης μιλάει για θύλακες.
Το γεγονός ότι, σύμφωνα με εκλογικές εκτιμήσεις, περισσότεροι από το 1/3 των ελλήνων αστυνομικών ψήφισαν Χρυσή Αυγή (στις ειδικές μονάδες πλησιάζει το 1/2), δεν θα πρέπει να εκπλήσσει. Αντιθέτως, στις παρούσες συνθήκες, φοβούμαι πως η έκπληξη θα ήταν το αντίθετο. Η ιστορική κληρονομιά βαραίνει. Για τα περισσότερα χρόνια στη ζωή της υπηρεσίας αυτής, η ακροδεξιά ιδεολογία δεν ήταν παρείσφρηση. Αντίθετα, παρείσφρηση υπήρξε η δημοκρατική πολιτική κουλτούρα. Η μετάβαση στη δημοκρατία άγγιξε τις δομές της αστυνομίας, πλην όμως δεν κατάφερε να μπολιάσει βαθιά την εργασιακή νοοτροπία των μελών της. Και αυτό γιατί «εκδημοκρατισμός» δεν σήμανε κατά κύριο λόγο τη διαπαιδαγώγηση των αρχών του φιλελεύθερου και δημοκρατικού συνταγματισμού αλλά κάτι διαφορετικό: την εκμαίευση της βούλησης μη ανατροπής του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η συναίνεση αυτή ήταν φυσικά απαραίτητη για τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της Ελληνικής Αστυνομίας το 1974 και το 1981, πλην όμως όχι μακροσκοπικά ικανή να αλλάξει εκ βαθέων τη νοοτροπία της υπηρεσίας, όπως δείχνουν τα πράγματα εσχάτως.
Σήμερα τα επειγόντως ζητούμενα είναι δύο: η υπονόμευση της κουλτούρας που αποτελεί πρώτη ύλη της εδραίωσης της ακροδεξιάς ιδεολογίας στην ΕΛ.ΑΣ. και η με κάθε τρόπο παύση της συγκοινωνίας με θύλακες ακροδεξιού εξτρεμισμού εντός και εκτός του Σώματος. Το πρώτο θέλει εκπαίδευση, το δεύτερο τιμωρία.
Και τα δύο θέλουν βούληση.
Ο κ. Δημήτρης Χριστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ