Το 1979 η τότε κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή ψήφισε τον ακόμη σήμερα ισχύοντα «αντιρατσιστικό» νόμο 927/1979 «περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις». Ποινικοποιεί, στη σημερινή του μορφή, τη δημόσια προτροπή σε πράξεις ή ενέργειες που μπορεί να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπων ή ομάδας προσώπων λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής ή θρησκεύματος αλλά και την έκφραση ιδεών προσβλητικών για τα παραπάνω πρόσωπα. Τιμωρεί επίσης τη συμμετοχή σε οργανώσεις που προπαγανδίζουν φυλετικές διακρίσεις.
Το 2008, η τότε κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή υιοθέτησε τροποποίηση του αρ. 79 του Ποινικού Κώδικα, προσθέτοντας στις επιβαρυντικές περιστάσεις για την επιμέτρηση της ποινής το λεγόμενο ρατσιστικό κίνητρο τέλεσης ενός εγκλήματος, που όμως δεν αλλάζει υποχρεωτικά το πλαίσιο της ποινής και σπανίως εφαρμόζεται. Την ίδια χρονιά, η ίδια κυβέρνηση συναίνεσε στην έγκριση από το Συμβούλιο της ΕΕ της απόφασης-πλαίσιο για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, στην οποία ρητώς προβλέπονται, μεταξύ άλλων, ρυθμίσεις που δεν περιλαμβάνονται στην εθνική νομοθεσία, ιδίως οι εξής: ποινικοποίηση της άρνησης κάθε αναγνωρισμένης γενοκτονίας και εγκλημάτων πολέμου και κυρώσεις σε νομικά πρόσωπα προς όφελος των οποίων διαπράττονται ρατσιστικά αδικήματα. Τέλος, κατά την απόφαση-πλαίσιο οι ποινές πρέπει να είναι στερητικές της ελευθερίας και να είναι αρκούντως αποτελεσματικές και αποτρεπτικές. Προθεσμία ενσωμάτωσης; Νοέμβριος 2010.
Από το 2011, όταν η τότε κυβέρνηση έθεσε σε δημόσια διαβούλευση σχέδιο νόμου, που, αφενός μεν ενσωμάτωνε την απόφαση-πλαίσιο της ΕΕ, αφετέρου δε προέβλεπε σοβαρές ασφαλιστικές δικλίδες για την προστασία της ελευθερίας του λόγου, ο σχετικός δημόσιος διάλογος κινείται συχνά μεταξύ αβάσταχτης ελαφρότητας, καθαρής υποκρισίας και ρατσιστικής παρεκτροπής.
Ανησυχούν πολλοί, ορισμένοι καλόπιστα, για την ελευθερία του λόγου και τη δήθεν καθιέρωση της πολιτικής ορθότητας, σε μια χώρα που, ενώ ισχύει τόσο ευρύς αντιρατσιστικός νόμος εδώ και τρεισήμισι δεκαετίες, δεν έχει καταδικασθεί ουδέποτε κανείς από όσους συστηματικά βυσσοδομούν εναντίον αλλοδαπών, αλλόθρησκων, αλλόδοξων, ομοφυλόφιλων κ.λπ., ακόμη και σε κανάλια εθνικής εμβέλειας, ακόμη κι αν είναι δημόσια πρόσωπα ή λειτουργοί. Και τούτο ενώ, σε αντίθεση με τον ισχύοντα νόμο, προβλέπεται πλέον η ουσιαστική εγγύηση ότι μπορεί ο καθένας να δηλώνει υπερήφανα ρατσιστής, αρνητής της γενοκτονίας κ.λπ., φτάνει να μην το κάνει κατά τρόπο που να απειλεί ευθέως τη δημόσια τάξη, φτάνει να μην παρακινεί σε πογκρόμ και βεβηλώσεις νεκροταφείων και μνημείων του Ολοκαυτώματος.
Εν τω μεταξύ, αποκαλύπτεται μέρα με τη μέρα ότι τάγματα εφόδου περιπολούν τα βράδια καίγοντας μαγαζιά, εκφοβίζοντας μετανάστες, χαρακώνοντας στο πρόσωπο ανήλικους πρόσφυγες, ενώ πληθαίνουν και τα κρούσματα ανοργάνωτης βίας, που μαρτυρούν την εκτράχυνση των ανθρώπινων σχέσεων, αν όχι έναν διάχυτο εκφασισμό. Ενας νόμος που να τυποποιεί ένα αυστηρότερο πλαίσιο ποινής για τα ρατσιστικά εγκλήματα, με στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για τους θύτες και αποτελεσματική προστασία των θυμάτων και των ουσιωδών μαρτύρων, δεν είναι άραγε αναγκαίος για να αποκτήσουμε κυρώσεις «αναλογικές, αποτελεσματικές και αποτρεπτικές»;
Το ότι ο νεοναζισμός και η ρατσιστική βία δεν αντιμετωπίζονται μόνο με κυρώσεις το ξέρουμε όλοι. Οπως και ότι είναι πάντοτε λεπτές οι σταθμίσεις μεταξύ ελευθερίας του λόγου και προστασίας των δικαιωμάτων, ακόμη και των πλέον αδυνάτων, και των πλέον ευάλωτων συνανθρώπων μας. Ο νέος αντιρατσιστικός νόμος όμως πρέπει να είναι ένα πρώτο βήμα στη στοιχειώδη συνεννόηση μεταξύ των δυνάμεων που πιστεύουν στο Δημοκρατικό Κράτος Δικαίου. Αρκεί να γίνει συνείδηση ότι για να προστατεύσουμε το πολίτευμα, πρέπει να ξεκινήσουμε προστατεύοντας τη ζωή, τα δικαιώματα, την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου απέναντι στη βία. Η πάλη κατά της ανομίας, εξ ορισμού, δεν μπορεί να είναι επιλεκτική.
Ο κ. Γιάννης Φ. Ιωαννίδης είναι γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ