Η ανάγνωση, η σύγκριση, η κριτική οφείλουν να επιζήσουν στους χαλεπούς καιρούς.
Αυτό προσπαθώ και από «Το Βήμα» αναγνωρίζοντας το απαιτητικό των κειμένων μου.
Λοιπόν, «υπάρχει πολλή μπαγαποντόπλακα στη Φιτιλοαγρύπνια των αστειοχωριατοφίνεγκαν […]». Μας ταιριάζει, θαρρώ, η σαλεμένη φράση από το τελευταίο «αδιάβαστο» βιβλίο του Τζέιμς Τζόις Η αγρύπνια των Φίνεγκαν, που βάλθηκε να το «φέρει» στα ελληνικά ένας γιατρός (βλ. «Νέα Εστία», τεύχος Δεκεμβρίου). Μας ταιριάζει, γιατί υπάρχει πράγματι πλάκα. Κυρίως υπάρχει υποκρισία στους σοβαροχωριατούμενους αυτής της κατωπεσμένης χώρας –όπως θα την περιέγραφε ο Τζόις –που με τα «ελληνοφινεγκάνικά» τους (Τζόις) αφηγούνται την κρίση στη δική τους άνευρη ιδιόγλωσσα, ανάλογη με το ταμπεραμέντο τους. Αλλά τα λεξιλόγια, όταν καινοτομούν, οφείλουν να είναι διαταρακτικά, συνιστά ο Ρόρτι, «ελληνοτρίζοντα» [Creakish> (creak: τρίζω) > Greekish: ελληνικά] για όσους κατά τη σύνταξη των κειμένων τους ακολουθούν –ει δυνατόν –την τζοϊσική προσχωσιγενή λογική.
Το αστείο είναι πως οι λόγιοί μας «γυρίζοντας» σαν τη ράφτρα της γειτονιάς το ξεσκισμένο πέπλο της αλήθειας μέσα-έξω ξορκίζουν το «αρχικό λάθος» από όπου όλα προέρχονται και διά του οποίου η σκέψη σκέφτεται τα όριά της και η γλώσσα το γλωσσικό της πλέγμα: τη φαντασία. Διότι οι σπουδές, το Πρίνστον και κυρίως η ευήθεια -μοναδικός τρόπος κοινωνικής ανάδειξης –δεν αξίζουν μία χωρίς αυτό που σε αναγκάζει με τη βία να σκέφτεσαι: την απόλυτη διαφορά. Οχι την εμπειρική διαφορά ανάμεσα σε δύο αλλά τη σχάση μέσα στο ένα. «Ποιοτική διαφορά» την ονομάζει ο άλλος μεγάλος λογοτέχνης του περασμένου αιώνα που συναντήθηκε άπαξ με τον Τζόις σε ένα παρισινό δείπνο: ο Μαρσέλ Προυστ. Γράφει στον Ξανακερδισμένο χρόνο για τη διαφορά πως «εάν δεν υπήρχε η Τέχνη θα παρέμενε το αιώνιο μυστικό του καθένα μας».
Να, λοιπόν, η περίπτωση του τελευταίου βιβλίου του Τσουκαλά, μέρος μεν της ιδιόγλωσσας των θεωρητικών μας, που δεν παύουν να πυροβολούν με άσφαιρα τις Μούσες, αλλά διαφορετικό.
Σημείωνα για τον Τσουκαλά ότι στα βιβλία του μετατίθενται συνεχώς τα περιγράμματα των αναγνώσεών τους ώσπου να αγγίξουν τα νοηματικά όρια για τα οποία και μόνο μπορεί να γράψει και να σκεφθεί κανείς.
Ο Αντώνης Λιάκος στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής, με μια παρομοίωση από το λεξιλόγιο των τζαμάδων, έδειξε πως η κριτική του Τσουκαλά «λειτουργεί ως το διαμάντι που κόβει το περίβλημα όσων μας παρουσιάζονται ως ορθολογισμοί υποκρύπτοντας μια λογική η οποία σέβεται μόνο μια ηθική: εκείνη των γυμνών συναλλακτικών ηθών».
Χρησιμοποίησα κι εγώ τη μεταφορά του διαμαντιού, αλλά αυτή τη φορά από το λεξιλόγιο του διαρρήκτη. Ανοιξα φέρ’ ειπείν το άρθρο της κυρίας Κιντή στο ίδιο φύλλο του «Βήματος» και δεν βρήκα τίποτα μέσα. Ή μάλλον βρήκα κρυμμένο έναν τρόπο ανανέωσης του συστήματος με την εισαγωγή των γενικών αρχών του κράτους δικαίου. Ο ειδικός χαρακτήρας αυτής της τέχνης διακυβέρνησης θέτει προφανώς το αξιακό σύστημα «υπό την αίρεση της αγοραίας του σκοπιμότητας», όπως γράφει ο Τσουκαλάς αναλύοντας διά μακρόν τη «μετασημασιολόγηση» της ιδέας της αλληλεγγύης σε «υποκριτική ηθικολογία». Εγώ πάντως την αντιμετωπίζω στη μετασημασιολόγησή της ως εξαπάτηση. Από τον δέκατο όγδοο αιώνα είναι γνωστό σε όσους ηθικο-πολιτικολογούν και συνδέουν κοινωνία και διακυβέρνηση πως η πρώτη διαμορφώνεται από τις ανάγκες μας ενώ η δεύτερη από τις φιλοδοξίες μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ