Φοβούμαι πως στις επόμενες εκλογές το πειραματόζωο της Ευρώπης (όπως αποκαλούν την Ελλάδα) δεν θα μπορεί πλέον να πειραματίζεται. Τα αντανακλαστικά της Δεξιάς θα λειτουργήσουν και η Ντόρα με τον Μάνο θα κατεβούν μαζί, αν δεν ενταχθούν στη ΝΔ. Ο δικομματισμός θα πάρει το φιλί της ζωής αλλά με πνοή θανάτου. Το «σχήμα» όμως δεν θα πάει μακριά. Η εποχή της «βρώμικης ομηρείας» θα συνεχιστεί ως την ηρωική έξοδο (του Μεσολογγίου). Ποιος περιμένει εκεί; Η εχθρότητα και ο διχασμός. Και εφόσον ο πόλεμος αποτελεί προέκταση της πολιτικής, γιατί η ασφυκτική μας Δημοκρατία να μην ενέχει ήδη τον παράγοντα της εχθρότητας; Και γιατί οι σημερινοί συνταγματικοί ελιγμοί των αλλεπάλληλων εντολών να μην προοιωνίζονται τον διχασμό που υποβόσκει (ήδη ο Σαμαράς προαναγγέλλει κεντροδεξιό μέτωπο);
Δεν ξέρω αν η φαντασίωση του Τσίπρα είναι ο Τσε Γκεβάρα. Αυτό που θυμάμαι όμως από τον Κομαντάντε είναι η εμβληματική φράση του: «Ο αντάρτης είναι ο ιησουίτης του πολέμου». Αν μάλιστα θα έπρεπε να φαντασθώ τον Τσίπρα σαν ένα είδος Ιωάννας της Λωρραίνης, δεν θα παραξενευόμουν αν τον άκουγα προ του ιερού δικαστηρίου να αναφωνεί: «Το αν ο Θεός αγαπάει ή μισεί τους Αγγλους δεν το ξέρω. Ξέρω μόνο ότι πρέπει να εκδιωχθούν από τη Γαλλία».
Παλαιός λενινιστής και νυν αντιπρόεδρος της ευρωπαϊκής Αριστεράς, ο Αλέξης είναι προφανές πως έχει διαβάσει τόσο τον Κλαούζεβιτς όσο και τη Θεωρία του αντάρτη του Καρλ Σμιτ: μετατοπίζοντας το εννοιολογικό κέντρο βάρους από τον πόλεμο στην πολιτική, ο πόλεμος δεν είναι παρά η προέκτασή της.
Ποια είναι τα όπλα του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ; Η έννοια του πολιτικού, όπου η διάκριση μεταξύ «φίλου» και «εχθρού» επιφυλάσσει στον εαυτό της και την αντιστροφή της παγιωμένης ψυχολογικής διάστασης τού «εχθρός σημαίνει Κακό». Διότι μπορεί κάλλιστα το Κακό να μη χρειάζεται να είναι κιόλας εχθρός, όπως επίσης και το Καλό να μη γίνεται κιόλας φίλος. Σ’ αυτή την αντιστρεψιμότητα όμως εδραιώνεται η Δημοκρατία. Κανείς δεν είναι μόνο φίλος ή μόνο εχθρός. Και αυτή η συνεχής εκκρεμότητα – ευελιξία – ανεκτικότητα κάνει τη Δημοκρατία να μην έχει αδιέξοδα.
«Η τυραννία του Καλού» ή ό,τι ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος θα ονόμαζαν εφαρμογή του μνημονίου για το καλό μας έχει κόστος: μας υποχρεώνει να θεωρήσουμε την πολιτική ως τέχνη καθαρά αρνητική. Ο καλός γίνεται κακός και αντίστροφα μέσα στην περιστρεφόμενη πόρτα της όπου όλοι μπορούν να είναι όλα.
Αυτό που προσάπτω στη μνημονιακή γραμμή είναι πως η ευημερία που υπόσχεται στο τέλος του τούνελ μόνο μέσω των απρόσωπων μηχανισμών των δικαιικών συμβάσεων και της αγοράς επιτυγχάνεται. Πράγμα που σημαίνει πως ως διά μαγείας εξαφανίζονται τα απαράγραπτα δικαιώματα αλλά εμφανίζονται τα απερίγραπτα συναισθήματα όπως ο θυμός, που τον κατατάσσω μεταξύ των στοιχειωδών αρετών μιας «common decency».
Βέβαια ο τρομερός (μεταφορικά και κυριολεκτικά) λαός τούς τρόμαξε τρομάζοντας και τις αγορές. Ο Βενιζέλος το κατάλαβε. Δεν μετέτρεψε απλώς την τρίτη θέση σε πλεονέκτημα αλλά συνήνεσε στη σταδιακή αποδέσμευση από το μνημόνιο γενόμενος Κουβέλης στη θέση του Κουβέλη (ο οποίος μετακινήθηκε αριστερότερα). Ο Βενιζέλος αντιλαμβάνεται ότι ο εχθρός δεν είναι κάτι που πρέπει για οποιονδήποτε λόγο να παραμεριστεί διότι βρίσκεται πάντοτε στο ίδιο επίπεδο: στο κόκκινο των FM του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Σεφέρης, το 1946, στο δικό του ραδιόφωνο στα μεσαία, άκουγε τα γεγονότα να ανελίσσονται ραγδαίως («Κίχλη»). Ο Ελιοτ πίστευε πως «το τίποτα που λέγεται για πρώτη φορά να μη χρειάζεται να ακουστεί για δεύτερη».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ