Η έννοια είναι γνωστή στους ιατρικούς κύκλους και χρησιμοποιείται συχνά: σε πλείστες περιπτώσεις έχουμε την «κατάληξη» ενός βαρέως πάσχοντος όχι από την κύρια νόσο, αλλά από την αδυναμία των θεραπόντων να αντιμετωπίσουν την «υποκείμενη». Αυτή δηλαδή που ταλανίζει χρονίως τον ασθενή, προκαλώντας μόνιμες δυσλειτουργίες του οργανισμού του αλλά και εθίζοντάς τον, με τρόπο ύπουλο, σε έναν συμβιβασμό με την πάθησή του.

Η αντιστοιχία με την ελληνική περίπτωση είναι άμεση, ο παραλληλισμός προφανής: Ο κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας μας μπορεί να προέρχεται περισσότερο από την παντελή ανικανότητα της Διοίκησης να διαχειριστεί την κρίση παρά από τις διαρθρωτικές στρεβλώσεις της οικονομικής δομής.

Ως Διοίκηση, με την ευρύτατη σημασία του όρου, νοούμε το σύνολο των δομών που παράγουν, διαχειρίζονται και εποπτεύουν την εφαρμογή των κανόνων οι οποίοι ρυθμίζουν το οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Είναι προφανές ότι, με αυτήν την έννοια, η Διοίκηση αποτελεί κυριολεκτικώς τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, τη δομή γύρω από την οποία αρθρώνεται η παραγωγική και κοινωνική λειτουργία της χώρας. Εάν η Διοίκηση νοσεί – και δε νομίζω ότι μπορεί κανείς να αντιτάξει σοβαρό επιχείρημα στη διαπίστωση ότι αυτό συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας – τίποτε δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά και τίποτε δεν μπορεί να διορθωθεί από τα κακώς κείμενα.

Δεν είναι η ώρα να διατυπώσουμε ακαδημαϊκού τύπου ερωτήματα που θα επιχειρούν να ψηλαφίσουν τις ρίζες της διαχρονικής διοικητικής μας κακοδαιμονίας.

Η Διοίκηση απορροφά και ενσωματώνει στην κουλτούρα της, περισσότερο από κάθε άλλη δομή, τις στρεβλώσεις που η ιστορική διαδρομή επεφύλαξε σε μια συγκεκριμένη χώρα. Με αυτό το δεδομένο έχουμε μια πρώτη αφετηρία για να κατανοήσουμε τη βασική αιτία αυτής της κακοδαιμονίας: στην ιστορική μας διαδρομή οδηγηθήκαμε ως κοινωνία από τη μία βαθιά πόλωση της πολιτικής μας ζωής στην άλλη: Διχασμός, Εμφύλιος, δικτατορία και το μεταπολιτευτικό δίπολο δεξιάς – αριστεράς, για να αναφέρουμε μόνο τις σχετικά πρόσφατες. Κάθε φορά, οι νικητές της αντιπαράθεσης προωθούσαν, ως επί το πλείστον, στις βαθμίδες της ευρύτερης κρατικής ιεραρχίας στελέχη χωρίς καμιά αξιοκρατική αξιολόγηση, με ένα και μοναδικό κριτήριο: αν ο προωθούμενος είναι «δικός» μας. Και το χειρότερο είναι ότι η κοινωνία εθίστηκε στο να θεωρεί ότι αυτή η επιλογή ήταν αναμενόμενη – αν όχι και λογική – και την ανεχόταν με την προσδοκία ότι θα έρθει και η ώρα «των δικών μας παιδιών».

Η αναξιοκρατία έριξε ρίζες στην κοινωνία, απέκτησε αποδοχή και παγιώθηκε μέσα από την αντίληψη ότι ο χειρότερος «δικός μας» είναι καλύτερος από τον καλύτερο «δικό τους». Η απουσία ικανών στελεχών, ιδιαίτερα στα περισσότερο ελεγχόμενα, υψηλά κλιμάκια της ιεραρχίας, νέκρωσε τη δυνατότητα για δημιουργική σύνθεση απόψεων στο σχεδιασμό στρατηγικής και στη διαχείριση των προβλημάτων. Αυτό, με τη σειρά του, εξέθρεψε έναν ιδιότυπο αυταρχισμό κορυφής, στο πλαίσιο του οποίου, σε όλο το φάσμα των φορέων όπου το Δημόσιο «είχε το πάνω χέρι», τα Διοικητικά Συμβούλια σπανιότατα λειτουργούσαν σύμφωνα με τους όρους εντολής τους και συνηθέστατα αποτελούσαν απλά αντηχεία ομόφωνης έγκρισης των προτάσεων του «μεγάλου», εκείνου που είχε το πέρασμα στο κόμμα και τον Πρόεδρο…

Οποιος διαφωνούσε όχι μόνον έφευγε αλλά έμπαινε και στη μαύρη λίστα. Στις πλείστες των περιπτώσεων, το πρώτιστο προσόν για διορισμό σε υψηλή θέση ήταν ο υποψήφιος να είναι «σεβαστικός» , δηλαδή να μην φέρνει αντιρρήσεις στα κελεύσματα του πολιτικού του πάτρωνα, ακόμη και αν αυτά είναι παράνομα. Είναι, εξάλλου, γνωστή η προ αρκετών δεκαετιών αντίδραση παραδοσιακού παλαιοκομματικού της συντηρητικής παράταξης, ο οποίος, ως Υπουργός Δημοσίας Τάξεως, αντιμετώπισε ως εξής την επιφύλαξη του Αρχηγού της Τροχαίας να προσλάβει ορισμένους μικρόσωμους κομματάρχες του, λόγω του σχετικού περιορισμού, που επέβαλλε – για λόγους προφανείς- οι τροχονόμοι να είναι από ένα ύψος και πάνω. «Εγώ , ρε μ…., στους έστειλα για να τους ντύσεις όχι για να τους μετρήσεις»…

Ετσι, η κατάσταση αυτή έγινε ανεκτή από όλους και φτάσαμε μέχρις εδώ, με τη Διοίκηση εντελώς κατεστραμμένη, πρακτικά ανύπαρκτη. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη δυνατότητά της να ανταποκριθεί στη βασική της αποστολή που είναι να σχεδιάσει και να εφαρμόσει, στη βάση των κατευθύνσεων που η εκλεγμένη πολιτική ηγεσία παρέχει, πολιτικές για την ανάταξη της χώρας και της οικονομίας της. Πολλοί από τους πολιτικούς μας μοιάζουν να μην έχουν συνειδητοποιήσει ότι, ανεξάρτητα από τις όποιες απόψεις τους, δεν έχουν το μηχανισμό, τα όργανα για να εφαρμόσουν την επιλογή τους. Είναι τόσο απλό: θέλουν να πολεμήσουν την κρίση, έχουν – στην καλύτερη περίπτωση…- σχέδιο, αλλά δεν έχουν στρατό.

Ο στρατός – η Διοίκηση- έχει σκορπίσει μπουλουκηδόν στα βουνά και τις πεδιάδες της χώρας, χωρισμένος σε μικρά αντιμαχόμενα τμήματα που πολεμούν το ένα το άλλο και όλα μαζί πλιατσικολογούν σε βάρος του άμαχου πληθυσμού – στην καλύτερη περίπτωση απλώς τον καταδυναστεύουν… Οι ελάχιστες μονάδες που υπακούουν ακόμη στην κεντρική κυβέρνηση θεωρούν ως αποστολή τους να εισηγούνται στην εκτελεστική εξουσία νομοθετικές πρωτοβουλίες που βάζουν το λαό σε άσκοπες γραφειοκρατικές αγγαρείες, για να δικαιολογούν την ύπαρξή τους. Και ας μη διανοηθεί να απορρίψει κανείς αυτήν την περιγραφή ως υπερβολική: ένα «προσκλητήριο παθόντων» θα έφερνε στην επιφάνεια απίστευτου σαδισμού ιστορίες καθημερινής γραφειοκρατικής τρέλας.

Με την κατάσταση να έχει έτσι, μπορεί κανείς μιλήσει για οικονομική ανάπτυξη, για μίγμα πολιτικής και άλλα σοβαροφανή παρόμοια όταν η Διοίκηση έχει πάθει σηψαιμικό σοκ; Οταν το 80% της δημιουργικής επιχειρηματικής ενεργητικότητας δαπανάται στην υπερνίκηση άχρηστων γραφειοκρατικών εμποδίων; Οταν οι Υπουργοί διεκπεραιώνουν τις αρμοδιότητες των Γενικών Διευθυντών ενώ οι Γενικοί Γραμματείς εκείνες των τμηματαρχών Α’. Η αντίληψη ότι μπορούμε να έχουμε ανάπτυξη με αυτή την Διοίκηση είναι φενάκη, είναι μια επικίνδυνη αυταπάτη.

Οι επισημάνσεις αυτές δεν εγγράφονται στον κανόνα των γενικόλογων καταγγελιών, που δεν αντιστοιχούν σε προτάσεις αλλά εκτονώνονται σε ανέξοδη κριτική. Και προτάσεις για την ανάταξη της Διοίκησης υπάρχουν και η γενική μεθοδολογία είναι γνωστή σε αρκετά από τα έμπειρα στελέχη που διαθέτει η χώρα. Μια «εκ των ων ουκ άνευ» αφετηρία θα ήταν π.χ. να μελετηθεί μια αναθεώρηση όλων των διαδικασιών μέσω των οποίων τα βασικά Υπουργεία «παράγουν» διοικητικό έργο, από την έκδοση μιας Άδειας Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων μέχρι τη νηολόγηση και εποπτική διαχείριση πλόων επαγγελματικού σκάφους αναψυχής. Θα αναδεικνύονταν μέσα από αυτό το Business Process Re-engineering (BPR), πλείστες όσες αγκυλώσεις, που ταλανίζουν πολίτες και επιχειρήσεις, μπλοκάροντας την ανάπτυξη, για να τροφοδοτούν με απασχόληση τους υπεράριθμούς διορισμένους.

Το ερώτημα είναι αν αυτές τις προτάσεις τις θέλει κάποιος, αν «ακούει κανείς»; Γιατί, όλοι γνωρίζουμε ότι μια σοβαρή Διοίκηση μειώνει τα περιθώρια αυθαιρεσίας των πολιτικών ηγεσιών, κάποιοι κολλητοί τους δεν θα γίνουν τροχονόμοι, κάποιες φίλιες δυνάμεις δεν θα εξυπηρετηθούν…

Ομως, ακόμη και αν μέσα από τις τεράστιες θυσίες στις οποίες υποβαλλόμαστε, μέσα από τις εργώδεις προσπάθειες του κ Παπαδήμου και των ελάχιστων εκείνων που με φιλότιμο τον επικουρούν, καταφέρουμε, όπως θέλω να πιστεύω, να αποφύγουμε την ανεξέλεγκτη πτώχευση (ήδη διαχειριζόμαστε την ελεγχόμενη…), θα είμαστε πάλι back to square one, στο νταμάκι Νο 1. Και δε θα προχωρήσουμε ποτέ στο 2 αν δεν φτιάξουμε τη Διοίκηση. Αυτή είναι, μετά την εξασφάλιση της εθνικής μας επιβίωσης, η προτεραιότητα σήμερα.

*Ο Ν. Ζαχαριάδης είναι οικονομολόγος και μηχανικός, Αντιπρόεδρος της ATE Βαnk.