Εστω και αργά, η εμφάνιση του εγγράφου με το οποίο η Γερμανία απαιτεί την ουσιαστική κατάργηση της ύπαρξης της Ελληνικής Δημοκρατίας και τη μετατροπή της και επισήμως σε αποικία στην καρδιά της «Ενωμένης» Ευρώπης του 21ου αιώνα –το «Εγγραφο της ντροπής» όπως το χαρακτήρισε το πρωτοσέλιδο του «Βήματος της Κυριακής»-, αφύπνισε, την τελευταία στιγμή, πολλούς στην Ελλάδα. Πολλούς, που μέχρι χθες δεν ήθελαν να δουν την πραγματικότητα της επίμονης προσπάθειας του Βερολίνου να αποκτήσει, με δούρειο ίππο την Ελλάδα, την πλήρη εν λευκώ ηγεμονία του ευρωπαικού οικοδομήματος. Και μάλιστα, παρά το γεγονός ότι, το χαρτί αυτό για τον διορισμό επιτρόπου δεν έλεγε τίποτα παραπάνω από όσα με ποικίλους τρόπους έχει πολλές φορές μέχρι σήμερα απαιτήσει και επιδιώξει με κάθε τρόπο η Γερμανία. Εκμεταλλευόμενη την ελληνική κρίση, η Γερμανία όχι μόνον στραγγαλίζει την Ελλάδα, αλλά και θέτει de facto πλέον τις προυποθέσεις για την πλήρη ουσιαστική επικυριαρχία της Ευρώπης, κάτι που με μεγάλη χαρά χθες «χαιρέτησε», κι αυτό έχει τη σημασία του, ο πρόεδρος της Βουλγαρίας.

Όμως, η αδιανόητη πρόταση του Βερολίνου προκάλεσε σάλο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη: μέχρι και ο Ζαν Κλοντ Γιουγκέρ τάχθηκε εναντίον της με μια πολύ σκληρή δήλωσή του, ενώ, ο πρόεδρος των Γερμανών σοσιαλιστών έκανε λόγο για κατοχή! Κι όμως η πρόταση όχι μόνον δεν ανακλήθηκε, αλλά, αντιθέτως, από το μεσημέρι της Δευτέρας, η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά σε μια καλά και μυστικά συντονισμένη γερμανική διπλωματική επιχείρηση τύπου blitzkrieg, αιφνιδιαστικού πολέμου: Η Γερμανία, μαζί με τρεις άλλες χώρες, την Αυστρία, την Ολλανδία και το Βέλγιο φαίνεται ότι έθεσαν τελεσίγραφο προς την Ελλάδα υποχρεώνοντάς τη να απαντήσει ως αύριο για την πλήρη ή μη αποδοχή των γερμανικών όρων.

Κατόπιν αυτών των εξελίξεων, που ασφαλώς για όποιον παρακολουθεί με καθαρή ματιά τη γερμανική πολιτική δεν μπορεί παρά να ήταν προδιαγεγραμμένες, καθώς όλες οι ενέργειες του Βερολίνου τα δύο τελευταία χρόνια συστηματικά εκεί κατατείνουν, ο πρωθυπουργός και οι πολιτικοί αρχηγοί έχουν μία και μόνη επιλογή: να πουν «όχι».

Ο κ. Παπαδήμος δεν πρέπει να καθυστερήσει. Να απαντήσει αύριο, όπως απαιτήθηκε. Και να μιλήσει σε όλους τους Ευρωπαίους για τις τρομακτικές γερμανικές ευθύνες διάλυσης του ευγενέστερου οικοδομήματος που επιχειρήθηκε στο σύγχρονο κόσμο. Να πει στους ομολόγους του ότι το ελληνικό όχι δεν υπερασπίζεται μόνον την Ελλάδα, αλλά, κυρίως, την Ευρώπη.

Αυτό το «όχι» της Ελλάδας, ασφαλώς δεν είναι απλή υπόθεση, όπως ποτέ δεν είναι ένα τέτοιο «όχι». Αλλά, παρά τα όσα πολλοί πιστεύουν, αυτό θα δώσει ξανά ζωή κι ελπίδα στην καταρρέουσα χώρα. Η ηγεσία της χώρας πρέπει να απευθυνθεί στον ελληνικό λαό και να του εξηγήσει ότι κάτι τέτοιο θα σημάνει την έναρξη μιας πολύ δύσκολης εποχής. Αλλά, ταυτόχρονα, και ότι δεν είναι δυνατόν να αποδεχθεί την κατάλυση της Ελλάδας τόσο θεσμικά όσο και ουσιαστικά: έτσι κι αλλιώς, μια περίπου εξίσου δύσκολη εποχή επιφυλάσσεται για τη χώρα από τη στιγμή που δεχθεί αυτούς τους όρους, που επίσης φέρνουν μια καταστροφή κι αυτό το γνωρίζουν και το παραδέχονται ακόμα και πολλοί από τους εμπνευστές και υπερασπιστές του σχετικού προγράμματος.

Όμως, σε αυτό το ελληνικό «όχι», η Αθήνα δεν είναι «άμαχος πληθυσμός», όσο κι αν ως τέτοια συχνά παρουσιάζεται. Τόσο τα πραγματικά, όσο και τα θεσμικά της όπλα, είναι ισχυρά:

Πρώτον, μια ελληνική άρνηση, θα προκαλέσει τέτοιου μεγέθους αναστάτωση και τρόμο, στο σύστημα του εκβιασμού, που, πολύ γρήγορα, εκείνοι θα αναγκαστούν να συρθούν σε νέα διαπραγμάτευση. Βεβαίως, αυτό αποτελεί εκτίμηση και πολλοί μπορεί να αρνηθούν ότι θα επιβεβαιωθεί. Γι αυτό λοιπόν, υπάρχει και το δεύτερο, το θεσμικό πεδίο, στο οποίο η Ελλάδα είναι ισχυρή: η χώρα μπορεί και πρέπει να απειλήσει ευθέως και αποφασιστικά με το πάγωμα κάθε θεσμικής μεταβολής στην Ε.Ε., η οποία «καίει» τη Γερμανία.

Ουδείς μπορεί να στερήσει στην Ελλάδα την ιδιότητα του ισότιμου κράτους μέλους με αποφασιστική ψήφο στα θέματα των συνθηκών που απαιτούν ομοφωνία. Ουδείς μπορεί να βγάλει τη χώρα από την ευρωζώνη, ουδείς μπορεί να την εκδιώξει από την Ευρωπαική Ενωση, ουδείς μπορεί να μειώσει τη σημασία της ψήφου της με την οποία μπορεί να μπλοκάρει τα πάντα.

Είναι βέβαιο, ότι, αν η Ελλάδα αποφασίσει να δώσει τη μεγάλη της μάχη, θα βρει τεράστια αντίδραση και θα αντιμετωπίσει μέγιστες επιπτώσεις. Εξ ίσου βέβαιο όμως είναι ότι, αν δεν το πράξει, οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στο θάνατο: χάνει την ανεξαρτησία και την ελευθερία της, ενώ, ταυτόχρονα, τίποτα απολύτως δεν εγγυάται ότι αποφεύγει και την πτώχευση – το αντίθετο μάλιστα.

Ο Λουκάς Παπαδήμος και οι πολιτικοί αρχηγοί, βρίσκονται μπροστά σε μια τεράστια ευθύνη για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη. Ενωμένοι, οφείλουν να απορρίψουν το τελεσίγραφο και, ταυτόχρονα, να αναζητήσουν αμέσως συμμάχους εντός κι εκτός της ΕΕ. Εντός ΕΕ, να εξηγήσουν σε άλλες χώρες που κινδυνεύουν ότι το ίδιο θα συμβεί αύριο και με αυτές και να τις κινητοποιήσουν στον αγώνα να αποτραπεί η μετατροπή της Ευρώπης σε χώρο γερμανικής ηγεμονίας μέσα από την κρίση χρέους. Και εκτός ΕΕ, να διερευνήσουν αμέσως τις εναλλακτικές δυνατότητες που ήδη καταγράφονται στο διεθνές περιβάλλον για ενίσχυση της χώρας μέσα από άλλες συμμαχίες.

Υπό αυτούς του όρους, η Ελλάδα, δεν πρέπει να υπογράψει, γιατί θα υπογράψει την καταδίκη της, αλλά, επί της ουσίας, και τη διάλυση της κοινής Ευρώπης. Η Ελλάδα διαθέτει ισχυρότατα όπλα και ήρθε η ώρα να τα χρησιμοποιήσει.
Η κυβέρνηση οφείλει να προετοιμάσει τον ελληνικό λαό λέγοντας την αλήθεια για το τι μπορεί να επακολουθήσει και εξηγώντας, ταυτόχρονα, γιατί δεν μπορεί να παραδοθεί. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι, στη συντριπτική του πλειονότητα, ο ελληνικός λαός, θα στηρίξει μια τέτοια στάση, παρόλες τις συνέπιές της, που, έτσι κι αλλιώς, είναι πλέον προδιαγεγραμμένο ότι υπογράφοντας την παράδοση, δεν θα τις αποφύγει.