Τον τελευταίο καιρό η ανάγνωση το έχει ρίξει στη νυχτερινή αγρυπνία. Ο πειρασµός βρίσκεται πλάι στο κρεβάτι, σε τετράγωνο χαµηλό τραπέζι, καµωµένο από το επιδέξιο χέρι του Χαρατσάρη στη Θεσσαλονίκη, όπου στοιβάζονται φρέσκα βιβλία κάθε λογής. Εκεί ακούµπησε προχθές το χέρι σε λιγοσέλιδο βιβλίο, µόλις ογδόντα σελίδων, που αποδείχτηκε απρόβλεπτα χριστουγεννιάτικο. ∆ιαβάστηκε µονορρούφι µεσονυχτίς θα πω µετά το τι και το πώς. Προηγουµένως λίγα λόγια για το όνοµα της σηµερινής γιορτής, η οποία σηµάδεψε µε τον τρόπο της τα µαύρα χρόνια της Κατοχής στη γενέθλια πόλη – ιστορία πικρή, που αναβάλλεται συνεχώς η εξιστόρησή της.

∆εν είχε πάει ο νους µου ως τώρα στη γλωσσική γενεαλογία των Χριστουγέννων. Ετσι ξαφνιάστηκα ανοίγοντας πρώτα το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής» (έκδοση Ιδρύµατος Μανόλη Τριανταφυλλίδη), µετά τον τελευταίο, ένατο τόµο από το πολύτιµο πάντα «Μέγα Λεξικό» του ∆ηµητράκου. Οπου διασπάται (βίαια θα έλεγα) η γιορτινή αυτή λέξη σε δύο συνθετικά: Χριστού-γέννα. Οχι, όπως θα περίµενε κανείς: «γέννα Χριστού» ή «Γέννηση του Χριστού». Μου φάνηκε, πρέπει να πω, παράξενα αδρή, σχεδόν στυφή η λέξη «γέννα», που η καταγωγή της µάλλον αµφιβάλλεται: το Λεξικό του Τριανταφυλλίδη τη θεωρεί «µεσαιωνική», του ∆ηµητράκου «δηµοτική». Λίγα και τα παράγωγά της, στην πραγµατικότητα ένα (τριγενές και τρικατάληκτο) επίθετο: «χριστουγεννιάτικος». Ενώ περισσεύουν τα άλλα σύνθετα µε πρώτο συνθετικό το Χριστός, όπως: χριστόφορος αλλά και χριστοφόνος, χριστοειδής αλλά και χριστοκάπηλος, χριστοδίδακτος αλλά και χριστοδιώχτης – και πάει λέγοντας. Αξίζει τον κόπο κάποτε να µαζευτούν όλα αυτά και να σχολιαστούν.

Προχωρώ τώρα στο προκείµενο βιβλίο, που κυκλοφορεί από τον περασµένο µήνα στις εκδόσεις ΑΓΡΑ (παρέα µε το συγκλονιστικό πάντα «Ρέκβιεµ» της Αννας Αχµάτοβα, στην ανεπανάληπτη µετάφραση του Αρη Αλεξάνδρου). Ανήκει στον Βασίλι Γκρόσσµαν και συστεγάζει δύο συµπληρωµατικά µεταξύ τους κείµενα. Το ένα επιγράφεται: «Μαντόνα Σιξτίνα». Το άλλο: «Η αιωνία ανάπαυση». ∆υο λόγια πρώτα για τον (άγνωστό µου µέχρι στιγµής) συγγραφέα που µε καθήλωσε µε το ύφος και το ήθος του. Παραφράζω αποσπάσµατα από τον πρόλογο της Sophie Benech:

Γεννηµένος στην Ουκρανία το 1905, εγκαταστάθηκε στη Μόσχα το 1933, όπου τον περίµενε λαµπρή λογοτεχνική καριέρα µε τις ευλογίες του Γκόρκι. Ανταποκριτής στο µέτωπο στον ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, αναδείχθηκε ένας από τους πιο διάσηµους χρονικογράφους του Κόκκινου Στρατού. Υπήρξε από τους πρώτους που περιέγραψαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί. Μαζί µε τον Ερεµπουργκ συνέταξε τη «Μαύρη Βίβλο», που αναφέρεται στις σφαγές των Εβραίων στη διάρκεια του πολέµου. Στο µεγάλο µυθιστόρηµά του «Ζωή και πεπρωµένο» είχε το θάρρος να συγκρίνει το καθεστώς των ναζί µε το σταλινικό, κι αυτή η «ιδεολογική αίρεση» του κόστισε ακριβά για πολλά χρόνια δεν δηµοσίευσε τίποτα και τα χειρόγραφά του τα κατέσχε η Κα Γκε Μπε. Πέθανε το 1964 από αγιάτρευτη θλίψη για την ενδιάµεση απαγόρευση του έργου του.

Η «Μαντόνα Σιξτίνα» (κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1955) αφορά στον οµώνυµο διάσηµο πίνακα του Ραφαήλ, που είχε κι αυτός τις περιπέτειές του: οι σοβιετικές αρχές τον είχαν µεταφέρει στα χρόνια του πολέµου από τη ∆ρέσδη στη Μόσχα, κι έµεινε στο µουσείο Πούσκιν κάµποσα χρόνια, προτού επιστραφεί στην έδρα του. «Η αιωνία ανάπαυση» βρέθηκε απρόσµενα στα κατάλοιπα του συγγραφέα. Το κείµενό της περιοδεύει σε νεκροταφεία, σκηνοθετώντας µοναχικές συνοµιλίες ζώντων µε δικούς νεκρούς. Και τα δύο κείµενα, καθένα µε τον τρόπο του, αποτελούν µελέτη ζωής και θανάτου στην αντιφατική τους συνάφεια: θανάσιµη ζωή – ζωικός θάνατος. Επεται, αποσπασµατικά κατανάγκην, δείγµα γραφής του ιδιοφυούς Γκρόσσµαν από τη «Μαντόνα», για να φανεί και το µεταφραστικό κατόρθωµα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ από τα ρωσικά:

«Κι ήταν στιγµές που µου φαινόταν πως η Μαντόνα εξέφραζε όχι µόνο το ανθρώπινο στοιχείο, αλλά κι αυτό που υπάρχει στους πιο µεγάλους κύκλους της ζωής πάνω στη γη, στον κόσµο των ζώων, παντού: στα καστανά µάτια των αλόγων που θρέφουν τα µικρά τους […]. Ακόµη πιο γήινο µου φαίνεται το παιδί που κρατάει στην αγκαλιά της. Το πρόσωπό του µοιάζει πιο ώριµο από αυτό της µητέρας του, µ’ ένα βλέµµα τόσο λυπηµένο και βαρύ […]. Και τα δύο πρόσωπα είναι ήρεµα και θλιµµένα. Ισως βλέπουν τον Γολγοθά κι έναν δρόµο όλο σκόνη και πέτρες που οδηγεί σ’ έναν φριχτό, ακατέργαστο σταυρό, ο οποίος θα ακουµπήσει σ’ αυτόν τον µικρούλη ώµο του παιδιού, που τώρα ζεσταίνεται στο µητρικό στήθος […]. Και σφίγγεται η καρδιά, όχι από αγωνία ούτε από πόνο. Κάποιο καινούριο, πρωτόγνωρο συναίσθηµα […] σαν να έχει αναδυθεί από το αλάτι και την πίκρα της θάλασσας. Κι αυτή είναι ακόµη µια µοναδικότητα του πίνακα». Και του βιβλίου, προσθέτω εγώ. Καλές γιορτές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ