Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που επί πολλά χρόνια τράβηξαν – και ακόμα τραβούν – πάνω τους κεραυνούς, επειδή σταθερά κι επίμονα προειδοποιούσαν την κοινωνία για το κακό που η ίδια προετοίμαζε. Που όταν οι περισσότεροι χάιδευαν αφτιά κι έλεγαν ωραία λογάκια, εκείνοι δεν σταμάτησαν στιγμή να φωνάζουν ότι το μέγα πρόβλημα της Ελλάδας είναι το ίδιο της το κράτος ως πλατφόρμα οθωμανικού τύπου συναλλαγής, το μέγεθος, η αντιπαραγωγικότητά του, η γραφειοκρατία που δολοφονεί την ανάπτυξη, η χρήση του σαν μεγάλου εργοδότη κομματικής αργομισθίας και η συνεπακόλουθη νομή του από τον κομματικό συνδικαλισμό – ένας από αυτούς, είναι, λ.χ., ο Στέφανος Μάνος.

Ενας άλλος, που θυσίασε κατ’ ουσίαν την πολιτική του σταδιοδρομία για να βάλει κάποιο τέλος σε ένα κομμάτι τουλάχιστον από αυτό το κακό, ήταν ο αείμνηστος Αναστάσης Πεπονής. Ενας ακόμα, εκείνος όχι πολιτικός, είναι ο Γιάννης Μαρίνος, «πατέρας» του όρου «στρατός κατοχής» για τους συνδικαλιστές, με τον οποίο επί χρόνια περιγράφει το φαινόμενο.

Αναφέρομαι ειδικά στον Γιάννη Μαρίνο όχι τόσο με την τιμητική ιδιότητα του τελευταίου χρονικά «μαθητή» και συνεργάτη του στον ιστορικό «Οικονομικό Ταχυδρόμο», όσο γιατί, εκφράζοντας και ο ίδιος επί χρόνια αυτές τις απόψεις, έχω βιώσει την πρωτογενή εμπειρία του τι σημαίνει να μιλάς για όλα αυτά και, αυτόματα, να σε βρίζουν περίπου άπαντες ως «απάνθρωπο», «φασίστα» και τα λοιπά συναφή με τα οποία η «προοδευτική» Ελλάδα έλουζε συστηματικά όσους μιλούσαν, πριν ο λαϊκισμός και η υποκρισία της μας φέρει εδώ που μας έφερε… Αναφέρομαι επίσης σε όλα αυτά επειδή πρέπει κανείς να υπενθυμίσει ότι ουδείς δικαιούται να υποκρίνεται ότι δεν τα γνώριζε. Εδώ και πολλά χρόνια, οι συνέπειες ήταν αναμενόμενες.

Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα βαδίζουμε ξαφνικά στη μαζική απόλυση, όπως κι αν βαφτιστεί, περίπου 100.000 δημοσίων υπαλλήλων. Αυτό που έπρεπε να γίνει στο βάθος μιας και πλέον δεκαετίας και χωρίς τις βαριές κοινωνικές συνέπειες που σήμερα το συνοδεύουν και τις οποίες ουδείς επιθυμούσε, πρέπει τώρα να γίνει σε λίγες εβδομάδες με φοβερή σκληρότητα, επί δικαίων και αδίκων. Γιατί; Επειδή όλα αυτά τα χρόνια όχι μόνον δεν κάναμε ό,τι έπρεπε, αλλά κάναμε επίμονα το ακριβώς αντίθετο, υποκρινόμενοι ότι αυτό είναι «δημοκρατία» και «ευαισθησία» και ό,τι άλλο συναφές ψευδεπίγραφο…

Αξίζει εδώ λοιπόν να σημειωθεί κι ένα μικρό παράδειγμα το οποίο ενδεχομένως να μη θυμούνται σήμερα ούτε οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του – αλλά που, ως ο νεότερος εξ αυτών, για… διάφορους λόγους, ο υπογράφων το θυμάται πολύ καλά – και που χρονολογείται από την εποχή στην οποία ο Αλέκος Παπαδόπουλος ήταν υπουργός Εσωτερικών, στην αρχή της εκεί θητείας του, στα μέσα της δεκαετίας του ‘90.

Σε μια συνέντευξή του τότε στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο», είχε τολμήσει να πει μια πολύ μεγάλη αλήθεια: ότι πρέπει να δούμε ξανά το θέμα της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Μιλούσε για όλες τις παθογένειες του δημοσίου τομέα και κατέληγε, μεταξύ άλλων στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί άλλο να διατηρείται ένα τέτοιο σύστημα, απόλυτα άδικο άλλωστε και που ευθέως παραβιάζει και το άρθρο 4 του συντάγματος για την ισότητα των Ελλήνων.

Φτάνοντας με τη συνέντευξη στα γραφεία του περιοδικού, τα λεγόμενά του σχεδόν προκάλεσαν σοκ: ακόμα και τα διευθυντικά στελέχη δεν περίμεναν ότι κάτι τέτοιο θα τολμούσε να το πει από τη θέση που βρισκόταν, όσο κι αν ήταν γνωστό ότι δεν μάσαγε τα λόγια του. Ηταν πολύ… προχωρημένο…

Η συνέντευξη έγινε πρώτο θέμα εκείνου του φύλλου. Ομως, υπήρχε μια παράμετρος που κανείς δεν είχε υπολογίσει εκείνη τη στιγμή: ότι το φύλλο θα έβγαινε παραμονές Πρωτομαγιάς! Αποτέλεσμα; Χαμός. Την ημέρα του εορτασμού, διαδηλωτές που ανέβαιναν τη Σταδίου έζωσαν το γραφείο του Αλέκου Παπαδόπουλου, κραδαίνοντας το περιοδικό και φωνάζοντας τα μύρια όσα εναντίον και του ιδίου και του εντύπου…

Το χειρότερο όμως, ήταν ότι η ίδια η τότε «εκσυχρονιστική» κυβέρνηση Σημίτη, ενοχλημένη από τον υπουργό της και έντρομη από τις αντιδράσεις, επιχείρησε να «μαζέψει» όπως όπως την κατάσταση αντί να αξιοποιήσει το γεγονός ότι ένα κορυφαίο μέλος της έβαζε μόνο του το… κεφάλι του στον ντορβά και άνοιγε μια τέτοια συζήτηση και να λάβει έτσι την αφορμή για ένα ξεκίνημα να αλλάξει κάτι.

Γιατί ήταν μια συζήτηση που, αν είχε ανοίξει στην ώρα της και με τον τρόπο που έπρεπε, δεν θα είχαμε φτάσει στην κατάσταση που ζούμε σήμερα και που με ενάργεια την περιέγραψε προχθές ένας άλλος κορυφαίος υπουργός, πάλι του ΠΑΣΟΚ, ο Ανδρέας Λοβέρδος που είπε ότι: «Το ένα εκατομμύριο δημοσίων υπαλλήλων που ταλαιπωρούν δέκα εκατομμύρια πολίτες με την βεβαιότητα ότι ο δημόσιος τομέας είναι ισόβιος, μας έφτασαν εδώ που μας έφτασαν» και συμπλήρωσε ότι «το ισχύον Σύνταγμα αποτελεί την πρώτη ΄΄γραμμή Μαζινό΄΄ υπέρ της γραφειοκρατίας» και ότι «όποιος πιστεύει ότι μπορεί να ασκήσει πολιτικές χωρίς να νικήσει το Ελληνικό Δημόσιο, εξαπατάται». Ποιος; Ενας καθηγητής του συνταγματικού δικαίου… Και έχει απόλυτο δίκιο. Αλλά είναι πλέον αργά…

Βεβαίως, αμέσως, διάφοροι συνάδελφοί του στο υπουργικό συμβούλιο έσπευσαν να πουν ότι αυτά είναι προσωπικές του απόψεις και τον έδειξαν υποκριτικά με το δάχτυλο. Ετρεξαν να βγάλουν την ουρίτσα τους και πάλι απ’ έξω…

Όμως, αυτό ακριβώς υπήρξε – και δυστυχώς όπως προκύπτει καθημερινά παραμένει – κεντρικό γρανάζι στο μηχανισμό παραγωγής της ελληνικής τραγωδίας: ότι οι σπουδαίοι μας πολιτικοί, πάντοτε στα δύσκολα έβγαζαν την ουρίτσα τους απ’ έξω.

Και το χειρότερο; Πάντα ανταμείβονταν γι’ αυτό τόσο από τον λαό όσο και από πολλούς διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Γιατί επί χρόνια, ήταν πολύ βολικό να ξεχνά κανείς ότι πολιτικός είναι εκείνος που υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον κι όχι εκείνος που βολεύει ψηφοφόρους και χαϊδεύει αφτιά, για να φτάσουμε στο τέλος ως εδώ. Κι ακόμα, δεν έχουμε δει τίποτα…