«Γενετικές υπογραφές εξαιρετικής μακροζωίας σε ανθρώπους» έγραφε ο τίτλος άρθρου που δημοσίευσε πέρυσι τον Ιούλιο η έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση Science η οποία μάλιστα συγκάλεσε και συνέντευξη τύπου για να διαδώσει τα μηνύματά του. Ποια ήταν αυτά; Όπως υποστήριζαν οι συγγραφείς του άρθρου, ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, είχαν εντοπίσει 150 θέσεις στο ανθρώπινο γονιδίωμα οι οποίες μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν δείκτες μακροζωίας.

Οι ερευνητές κατέληξαν σε αυτούς τους δείκτες έπειτα από συγκριτική μελέτη γονιδιωμάτων υπεραιωνόβιων και μη ατόμων. Δημιούργησαν δε και ένα μαθηματικό μοντέλο βάση του οποίου ο οποιοσδήποτε από εμάς θα μπορούσε εξετάζοντας τους συγκεκριμένους δείκτες στο δικό του γονιδίωμα να πληροφορηθεί για τις πιθανότητές του να ξεπεράσει τα 100 χρόνια ζωής.

Οι πρώτες αμφιβολίες για την ορθότητα των ευρημάτων των δύο επιστημόνων εκφράστηκαν ήδη από την πρώτη εβδομάδα μετά τη δημοσίευσή του. Ένα χρόνο αργότερα, το άρθρο αποσύρθηκε: αποδείχθηκε ότι τα γονιδιώματα μελετήθηκαν με τη βοήθεια ενός μικροτσιπ το οποίο είχε την τάση να δίνει ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, το συμπέρασμα της μελέτης για την προβλεπτική αξία των γενετικών δεικτών στη μακροζωία κατέρρευσε.

Το γεγονός της απόσυρσης αυτό καθεαυτό δεν είναι απαραίτητα επιλήψιμο. Και οι επιστήμονες κάνουν λάθη και μια τίμια ομολογία λάθους είναι πάντα καλοδεχούμενη. Στην προκειμένη περίπτωση ωστόσο εγείρονται βασανιστικά ερωτήματα. Κατ αρχάς, πως είναι δυνατόν η μια από τις δύο εγκυρότερες επιστημονικές επιθεωρήσεις για τη βασική έρευνα (η άλλη είναι η Nature) να δημοσιεύει μια εργασία η οποία έχει εμφανή (για τους επιστήμονες) λάθη μεθοδολογίας; Θεωρητικά η εργασία έχει περάσει τη βάσανο της επιτροπής επιστημόνων (peer review) και έχει εγκριθεί για δημοσίευση. Πώς δεν εντοπίστηκαν αυτά τα λάθη, που αμέσως εντόπισαν ανεξάρτητοι ερευνητές που εφαρμόζουν αντίστοιχες μεθόδους στις μελέτες τους;

Μεγαλύτερη ανησυχία ωστόσο προκαλεί η διαπίστωση ότι το άρθρο αυτό προβλήθηκε έντονα (είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την συνέντευξη τύπου, η είδηση έκανε το γύρω του κόσμου), παρά το γεγονός ότι ενείχε μια εντελώς λανθασμένη θεώρηση του γήρατος και της μακροζωίας.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς επιστήμονας για να αντιληφθεί ότι ο υγιής, λεπτός και σβέλτος εκατοντάχρονος κρητικός του Ψηλορείτη δεν έχει απλώς κληρονομήσει καλά γονίδια. Διάγει επίσης και έναν τρόπο ζωής που ενισχύει ό,τι του κληροδότησαν οι πρόγονοί του. Αν στα πενήντα του ο ίδιος άνθρωπος είχε αναγκαστεί να κάνει καθιστική ζωή και να τρέφεται με παχυντικά φαγητά, είναι περισσότερο από βέβαιον ότι δεν θα είχε φτάσει ποτέ τα 100.

Παρ όλα αυτά, το άρθρο διοχετεύθηκε στα μέσα ενημέρωσης ως η βάση για τη δημιουργία ενός προϊόντος που θα λειτουργούσε ως Πυθία: θα μας έλεγε αν θα ζούσαμε τόσο ώστε να ξεπεράσουμε τον έναν αιώνα ζωής.

Η πρώιμη εμπορευματοποίηση των γενετικών πληροφοριών που μπορούμε μεν να εξαγάγουμε από την αποκωδικοποίηση των γονιδιωμάτων, αλλά που στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν γνωρίζουμε πώς να ερμηνεύσουμε, είναι ένα φαινόμενο των καιρών που έχει καταδικαστεί επανειλημμένως από τους πρωτεργάτες του πεδίου της γενωμικής βιολογίας. Είναι λοιπόν εύλογο το ερώτημα «πως υπέπεσε σε τέτοιο σφάλμα η τόσο διακεκριμένη επιστημονική επιθεώρηση;».

Προφανώς δεν μπορούμε να δώσουμε απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα. Αυτό όμως που μπορούμε να κάνουμε είναι να παραδειγματιστούμε από το σφάλμα της επιθεώρησης Science. Nα αρνηθούμε τις «υπηρεσίες» επιχειρηματιών που ενδύονται τον μανδύα της επιστήμης και προσφέρουν γενωμικές αναλύσεις σε γυμναστήρια, κέντρα αδυνατίσματος και φυσικά στο διαδίκτυο. Στην καλύτερη περίπτωση πετούμε τα χρήματά μας, στη χειρότερη όμως θέτουμε σε κίνδυνο της ζωή μας.