Oπως υποσχέθηκα την περασμένη Κυριακή, θα υποδείξω την εξέλιξη που υφίσταται το ποιητολογικό ζεύγος «Μούσα- αοιδός» από την Ιλιάδα προς την Οδύσσεια και από τα δύο ομηρικά έπη προς στα δύο ησιόδεια. Εντοπίζοντας έτσι, σε μεταφορικό επίπεδο, την υπόσταση της μεγαλογράμματης Ποίησης, όπως τη φαντάστηκε ο Εκτωρ Κακναβάτος στα Φυσιογνωμικά του. Θα είμαι, όσο γίνεται, σύντομος:

Στην Ιλιάδα η Μούσα (κατ΄ επέκταση και οι Μούσες) διεκδικεί, εκτός των άλλων αρετών της, τη θεολογική της φύση. Στο προοίμιο εξάλλου του έπους η επίκληση του ποιητή απευθύνεται σε θεά, προδηλώνοντας έτσι τη γενεαλογική υπεροχή της. Στο εσωτερικό πάντως της Ιλιάδας επώνυμος αοιδός δεν εμφανίζεται, με μία μόνο χαρακτηριστική εξαίρεση στον «Κατάλογο των Νεών» της δεύτερης ραψωδίας, όπου γίνεται λόγος για τον θρακιώτη αοιδό Θάμυρη, που με έπαρση ισχυρίστηκε ότι μπορεί να ανταγωνιστεί, κατά πρόσωπο, την αυθεντία των Μουσών. Οπότε οι Μούσες παρευθύς τον ακύρωσαν: τον τύφλωσαν και του αφαίρεσαν το χάρισμα της αοιδής. Πρόκειται για παραδειγματική αντιστροφή της σύμμαχης σχέσης Μούσας και αοιδού σε εκδικητικό ανταγωνισμό, όταν και όπου αμφισβητείται η επιβλητική της υπεροχή.

Στην Οδύσσεια το ποιητολογικό αυτό σχήμα εν μέρει παραμένει ισχυρό και εν μέρει μεταλλάσσεται. Εδώ εμφανίζονται δύο επώνυμοι αοιδοί: ο Φήμιος στην Ιθάκη και ο Δημόδοκος στη Σχερία: παραδοσιακός ο δεύτερος, πιο μοντέρνος ο πρώτος. Για τον Δημόδοκο ρητώς αναφέρεται ότι οι Μούσες τον όρισαν αοιδό, με αρνητικό τίμημα όμως την τύφλωσή του. Που πάει να πει: το ποιητικό χάρισμα ισοφαρίζεται εξαρχής με καίριο σωματικό αντιχάρισμα, αντικαθιστώντας την εξωτερική όραση με εσωτερική ενόραση· μοντέλο στο οποίο παραπέμπει και η παράδοση του τυφλού Ομήρου. Ο Φήμιος εξάλλου, αρτιμελής αοιδός, εξαναγκάζεται, όπως ισχυρίζεται, να ψυχαγωγεί τους μνηστήρες με τη μουσική του επίδοση. Μόνον όταν απειλείται η ζωή του στην εξέλιξη της Μνηστηροφονίας ομολογεί απερίφραστα την εμπνοή του θεού στην προέλευση και στην άσκηση της τέχνης του, με την πρόσθετη όμως δήλωση πως υπήρξε συνάμα αυτοδίδακτος, ικανός αοιδός να ευφραίνει με το τραγούδι θεούς και ανθρώπους κατά βούληση.

Στα ρητά αυτά στοιχεία της οδυσσειακής ποιητικής θα πρέπει να προστεθούν τρία τουλάχιστον λανθάνοντα σήματα, τα οποία, μαζί με τα δύο προηγούμενα, προβάλλονται διεξοδικότερα και σαφέστερα στην ησιόδεια ποιητική. Στα δύο διαμεσολαβεί ο Οδυσσέας, στο τρίτο η Ελένη. Το πρώτο: στο διάλειμμα της μεγάλης «Νέκυιας», επαινώντας ο Αλκίνοος την αφηγηματική μαεστρία του Οδυσσέα, τον εξισώνει με αοιδόν που ασκεί την τέχνη του επισταμένως- επίρρημα που κατοχυρώνει τη μουσική γνώση και δεξιοσύνη, ενώ συγχρόνως εξομοιώνει τον επαγγελματία αοιδό με τον ικανό αφηγητή στο πρόσωπο του Οδυσσέα.

Το δεύτερο σήμα αναγνωρίζει την αληθοφάνεια ως απόδειξη έντεχνης και παραπειστικής διήγησης, πάλι στο πρόσωπο του Οδυσσέα. Η αναγνώρισή της στην προκειμένη περίπτωση δηλώνεται από τον ίδιο τον ποιητή της Οδύσσειας, καθιστώντας έτσι τον άμεσο έπαινο του διάσημου ήρωά του έμμεσο αυτοέπαινο. Η κρίσιμη αυτή ποιητική απόφαση σφραγίζει το δεύτερο και εκτενέστερο μέρος της τρίπτυχης πλαστής διήγησης του Οδυσσέα στη δέκατη ένατη ραψωδία, που απευθύνει ο συγκεκαλυμμένος ακόμη ήρωας στην Πηνελόπη, λύνοντας έτσι τους κόμπους της απελπισίας της για την τύχη του άντρα της. Στο πρωτότυπο διατυπώνεται ως διφορούμενη πίστωση: «ίσκε, ψεύδεα λέγων πολλά ετύμοισιν ομοία». Που πάει να πει: «αράδιαζε διηγώντας ψέματα πολλά, όμοια με αληθινά». Ο πειρασμός να θεωρήσουμε στη διηγητική αληθοφάνεια τη γενικότερη μηχανή της αφηγηματικής μυθοπλασίας είναι πρόχειρος και δελεαστικός.

Το τρίτο σήμα, φορέας του οποίου είναι η Ελένη στην τέταρτη ραψωδία, αποκαλύπτει μιαν άλλη κρυφή όψη της ποιητικής τέχνης, που θα την αναδείξει και αυτή συστηματικότερα ο Ησίοδος στη Θεογονία του. Η υπόμνηση των παθών του αγνοούμενου Οδυσσέα απολήγει σε γενικό θρήνο όσων περιβάλλουν με τη συμπάθειά τους τον Τηλέμαχο στο παλάτι της Σπάρτης: θρηνεί ο ίδιος και ο συνοδός του Πεισίστρατος, γιος του Νέστορα· θρηνεί ο Μενέλαος· θρηνεί η Αργεία Ελένη. Η οποία ωστόσο, για να κατευνάσει αυτό το σύνθρηνο, χειρίζεται δύο μέσα που εξαφανίζουν και τον πιο οδυνηρό πόνο, σταματώντας τα ακατάσχετα δάκρυα: ρίχνει μες στο κρασί της συντροφιάς νηπενθές και άχολον, φάρμακον φερμένο από την Αίγυπτο. Συνάμα προτείνει αναδρομικές διηγήσεις για τα κατορθώματα του Οδυσσέα στην Τροία, που τις εγκαινιάζει η ίδια.

Πρόκειται για το δίδυμο «λήθημνήμη», που ο Ησίοδος θα το προκηρύξει σε επίσημη λειτουργία της ποίησης. Περί αυτού προσεχώς. Οπότε πάμε για σίριαλ.