«Εχω ακόμη μια βαλίτσα στο Βερολίνο» τραγουδούσε κάποτε η Μαρλένε Ντίτριχ. Εγώ έχω ακόμη τέσσερα μπιτόνια με βενζίνη στα Σκόπια. Τα αγόρασα για να πάω με ένα νοικιασμένο τζιπ από την πΓΔΜ στο Κοσσυφοπέδιο αμέσως μετά τη νατοϊκή επίθεση του 1999, όταν δεν μπορούσες να βασιστείς στα βενζινάδικα για να βρεις βενζίνη.

Το ταξίδι μού κόστιζε πολύ. Οπως οι περισσότεροι ξένοι ανταποκριτές, έτσι και εγώ χρησιμοποιούσα έναν ντόπιο δημοσιογράφο για να μου κλείνει τα ραντεβού, να κανονίζει τα ταξίδια μου και να μου δίνει πληροφορίες για την περιοχή, μαζί με έναν διερμηνέα. Κάποια εφημερίδα πλήρωνε για όλα αυτά. Εμαθα όλα τα πράγματα που μαθαίνεις μόνο αν βρίσκεσαι σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Και δεν ήμουν μόνος. Περίπου 2.700 άνθρωποι των μέσων ενημέρωσης πήγαν στο Κοσσυφοπέδιο μαζί ή αμέσως μετά τις δυνάμεις εισβολής/απελευθέρωσης: περίπου ένας δημοσιογράφος ανά 800 κατοίκους.

Υστερα από μία δεκαετία πόσοι θα πήγαιναν; Πιθανότατα αρκετοί, αν επρόκειτο για ένα τόσο σημαντικό γεγονός. Σύμφωνα όμως με τον γενικό κανόνα, όλο και λιγότεροι. Ο ξένος ανταποκριτής είναι ένα είδος υπό εξαφάνιση. Ελάχιστοι πλέον ειδησεογραφικοί οργανισμοί, όπως το ΒΒC ή οι «Νew Υork Τimes», διατηρούν ένα ολόκληρο δίκτυο από ξένους ανταποκριτές.

Δεν έχει νόημα να στενάζουμε γι΄ αυτό. Αντιθέτως, πρέπει να βρούμε με ποιον τρόπο θα διατηρήσουμε τις πραγματικές αξίες από τη δουλειά των ανταποκριτών του 20ού αιώνα και πώς θα εκμεταλλευτούμε τις νέες δυνατότητες που δεν υπήρχαν την εποχή του τηλεγράφου και του τέλεξ.

Κατά την άποψή μου, υπάρχουν τρία χαρακτηριστικά από τη δουλειά του ξένου ανταποκριτή που πρέπει να διατηρήσουμε και να εμβαθύνουμε με τους νέους τρόπους συλλογής και μετάδοσης των ειδήσεων. Αυτά είναι: η ανεξάρτητη, έντιμη και κατά το δυνατόν ακριβής και αμερόληπτη μαρτυρία των γεγονότων, η αποκωδικοποίηση και η ένταξή τους στο τοπικό πλαίσιο και η ερμηνεία του τι συμβαίνει στο συγκεκριμένο μέρος. Μαρτυρία, αποκωδικοποίηση, ερμηνεία.

Οσον αφορά τη μαρτυρία, υπάρχουν σήμερα νέοι και καταπληκτικοί τρόποι για να το κάνεις- με το βίντεο, την κάμερα του κινητού κτλ.- που δεν υπήρχαν κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Βεβαίως, η φωτογραφική μηχανή λέει συχνά ψέματα, γι΄ αυτό πρέπει πάντα να ξέρουμε ποιος βρίσκεται πίσω από αυτήν. Τόσοι όμως αυτόπτες μάρτυρες, τόσα οπτικά και ηχητικά ντοκουμέντα, τόσα blogs μπορούν να φτιάξουν ένα πολύ ωραίο κολάζ με στοιχεία από πρώτο χέρι.

Ούτε η αποκωδικοποίηση γίνεται καλύτερα από έναν ξένο. Πολλές φορές έχω παρατηρήσει πως οι ξένοι ανταποκριτές βασίζονται γι΄ αυτή την αποκωδικοποίηση σε μεσάζοντες, διερμηνείς, τοπικούς δημοσιογράφους και λίγες έγκυρες πηγές ενώ οι ίδιοι προσθέτουν απλώς λίγο χρώμα, τα απαραίτητα κλισέ («χείλος της αβύσσου», «περιστερές και ιέρακες» κτλ.) και φυσικά την υπερβολή. Για ποιον λόγο να μην αφήνουμε τους ντόπιους να μιλάνε απευθείας σε μας και να προσθέτουμε τις απόψεις των ειδικών; Αυτό απαιτεί προσεκτική επιμέλεια του κειμένου αλλά σίγουρα θα είναι φθηνότερο από τα έξοδα για τη διατήρηση ενός ανταποκριτή στο εξωτερικό.

Οσον αφορά τον ανταποκριτή τού σήμερα, που τρέχει σαν τρελός για να προλάβει τόσες προθεσμίες κάθε μέρα, για την online έκδοση, για την έντυπη, για τις εικόνες, τα ηχητικά, τα tweets και τα blogs, το πρόβλημά του είναι ότι έχει πολύ λίγο χρόνο για να ψάξει το θέμα του σε βάθος. Ούτε λόγος βέβαια για να σκεφθεί. Δεν είναι τυχαίο που μερικές από τις καλύτερες ανταποκρίσεις δημοσιεύονται σήμερα σε περιοδικά όπως το «Νew Υorker» και είναι γραμμένες από δημοσιογράφους που ασχολούνται επί μήνες με το θέμα τους.

Ετσι ερχόμαστε στην τρίτη διάσταση: την ερμηνεία. Γι΄ αυτό βοηθάει να έχεις κάποιον επί τόπου που έχει δει να συμβαίνουν πράγματα σε διαφορετικά μέρη και περιόδους και που μπορεί να κρίνει το πώς και το γιατί. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο μπορεί να συγκρίνει, να ζυγίζει, να εκτιμά και να αποκαθιστά την αίσθηση της αναλογίας και της ιστορικής σημασίας που εύκολα χάνεται αν ξοδεύεις όλον τον χρόνο σου χωμένος με τα μούτρα σε ένα θέμα. Σήμερα πέφτουμε πάνω σε υπερπληθώρα πληροφοριών, σε «ειδήσεις» με την ευρύτερη έννοια του όρου, και αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα όγκου και ποιότητας. Δουλειά των ποιοτικών εφημερίδων θα είναι να κοσκινίσουν, να διακρίνουν το ευρύτερο πλαίσιο και να προχωρήσουν την είδηση παραπέρα, όπως έκαναν εφημερίδες σαν τον «Guardian», τους «Νew Υork Τimes», τον «Μonde» και την «Εl Ρais» με τις αποκαλύψεις του WikiLeaks.

Υπάρχει όμως ο κίνδυνος να κάνουμε έναν αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ αυτού που ερμηνεύει και εκείνου που απλώς είναι μάρτυρας. Από την εμπειρία μου γνωρίζω ότι δεν συγκρίνεται η επιτόπια παρουσία. Οσα φανταστικά βιντεοκλίπ, blogs και online κείμενα κι αν έχεις, δεν συγκρίνεται το να βρίσκεσαι επί τόπου στο σημείο της δράσης. Δεν μπορείς να κάνεις τη δουλειά μόνο από την πολυθρόνα σου.

Αν με κάποιον τρόπο μπορέσουμε να διατηρήσουμε αυτά τα τρία στοιχεία στη σημερινή δημοσιογραφία που αλλάζει, ίσως τότε καταφέρουμε να έχουμε περισσότερη και καλύτερη διεθνή πληροφόρηση.

Ο κ.Τίμοθι Γκάρτον Ας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης