Δεν γνωρίζω τι ακριβώς είναι το επιτήδευμα του «κοινωνικού θεολόγου», αλλά έχω υπόψη μου ένα έγγραφο του υφυπουργού Παιδείας προς τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών από το οποίο νόμιμα συνάγεται ότι η πλειονότητα των αποφοίτων του σχετικού πανεπιστημιακού τμήματος κατά την προσεχή χρεοκοπημένη πενταετία μας (τουλάχιστον) θα παρευρίσκεται σύσσωμη σε οικογενειακά βαφτίσια και γάμους. Το μυστήριον τούτο μέγα εστί. Οι ισχυριζόμενοι ότι δεν υπάρχουν φαινόμενα νεποτισμού στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν πρέπει να είναι περισσότεροι από αυτούς που περιμένουν εξάχνωση του χρέους σε έναν χρόνο από τον Αντώνη Σαμαρά. Αλλά ο υφυπουργός είναι προσεκτικός και μιλάει για «ακραία φαινόμενα οικογενειοκρατίας» που «δεν έχουν προηγούμενο ούτε στην Ελλάδα ούτε διεθνώς». Προφανώς κάποιοι το παραξήλωσαν.

Από μια άποψη, λοιπόν, είναι ζήτημα διαβάθμισης- η απόσταση ανάμεσα στο «δωράκι» και τις «500.000», όπως εμπνευσμένα τη διατύπωσε άπαξ διά παντός ο Ανδρέας. Από μια άλλη άποψη, βέβαια, είναι ζήτημα αξιολογικής ιεράρχησης: οικογενειοκρατία έχει παρατηρηθεί και στον Αγροτικό Συνεταιρισμό Ανω Κοκκινιάς αλλά, υποθέτω, εκεί δεν επενέβη ο υφυπουργός Γεωργίας. Η πανεπιστημιακή οικογενειοκρατία προσκρούει σε μια από τις ισχυρότερες αξιοκρατικές φαντασιώσεις που κάνει ο μέσος πολίτης, για τον εαυτό του και για τα παιδιά του. Και, ναι, πρέπει να καταγγέλλεται σε ανάλογους τόνους.

Αλλά ακριβώς επειδή ο πανεπιστημιακός που «κάνει διδακτορικό με νύφες και με εγγόνια» είναι καύσιμο με πολλά οκτάνια για τη λαϊκίστικη μηχανή του καφενέ και των ΜΜΕ, πρέπει να κάνουμε και ορισμένες διακρίσεις, και πρώτα πρώτα ως προς το συγκεκριμένο πανεπιστημιακό περιβάλλον όπου εμφιλοχωρεί κατά προτίμησιν ο οικογενειοκρατικός ιός. Διότι την δόξαν της πανεπιστημιακής θέσης πολλοί εμίσησαν, αλλά το πουγκί που συνοδεύει την δόξαν ουδείς· και επειδή το πουγκί πολλών πανεπιστημιακών είναι ισχνότερο από εκείνο των μηχανοδηγών του ΟΣΕ, ενώ για άλλους είναι η χρυσοτόκος χήνα, σε ορισμένα Τμήματα, ως φαίνεται, το αίμα και η αγχιστεία συντονίζουν πιο συστηματι κά τις διαδικασίες εκλογής μελών ή την εποπτεία και χορήγηση διδακτορικών διπλωμάτων. Από την άποψη αυτή ένας πανεπιστημιακός τιτλούχος της γυναικολογίας, για παράδειγμα, έχει πολύ περισσότερους λόγους να θελήσει να είναι «στοργικός πατέρας» ή «καλός θείος» από έναν φιλόλογο. Στο κάτω κάτω, στην πρώτη περίπτωση κινδυνεύει να χηρεύσει ολόκληρο ιατρείο ή κλινική, στη δεύτερη το πολύ να μείνουν αδιάβαστα μερικά παλιά κιτάπια. Θα πείτε, ασφαλώς, ότι το επίμαχο Τμήμα είναι αυτό της Κοινωνικής Θεολογίας- ναι, αλλά υπάρχουν πάντα εξαιρέσεις, και στην περίπτωσή μας η εξαίρεση μοιάζει να έχει και κάποιο δυσερμήνευτο μεταφυσικό υπόστρωμα.

Σημαντικό είναι και το ζήτημα της στατιστικής: ποιοι, πόσοι, πού; Αλλά μέχρι να μάθουμε υπεύθυνα τα σχετικά στοιχεία, είναι συνετό να σκεφτούμε και αντίστροφα. Είναι κοινή εμπειρία και γνώση ότι, παλαιότερα και τώρα, έχουν εμφανιστεί μεγαλύτερες ή μικρότερες «δυναστείες» πανεπιστημιακών. Πείτε το, αν θέλετε, κληρονομικότητα, γονίδιο ή περιβαλλοντικό προσδιορισμό, αλλά σημαντικοί λόγιοι ή επιστήμονες οφείλουν πολλά στην οικογένεια χωρίς να οφείλουν τίποτε στην οικογενειοκρατία. Υπάρχουν δύο τρόποι να μη γίνεται «νερό το αίμα». Ο ένας αξίζει την καταγγελία, ο άλλος τον σεβασμό μας.

Δύο επιλογικές σκέψεις. Πρώτον, ορισμένα ιδιαζόντως «αιμομικτικά» κρούσματα (όπως το «μπαμπάς εποπτεύει τη διατριβή της κόρης») είναι καλά για τα μεσημεριανάδικα αλλά όχι και τόσο καλά ως αφετηρίες για την υπεύθυνη αντιμετώπιση του προβλήματος. Δεύτερον, το πανεπιστήμιο δεν είναι ο πιο πρόσφορος χώρος για να επιβεβαιώνουμε τις αξίες της οικογενειακής συνοχής. Τρίτον, ο υφυπουργός να συνεχίσει να στέλνει φετφάδες, όπου δει. Τέλος, όλοι μας να αναλογιστούμε μήπως το γνωστό και παρατεταμένα κλειστογαμικό μοντέλο στα ανώτερα διαζώματά μας διευκολύνει, έστω και λοξά, έστω και έμμεσα, τους «καλούς οικογενειάρχες»θεολόγους, γιατρούς, ακόμη και φιλολόγους.

Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.