Πρόσφατα ανακοινώθηκε η μείωση του εμπορικού ισοζυγίου (δηλαδή η διαφορά μεταξύ της αξίας των αγαθών που εισάγουμε και αυτών που εξάγουμε) κατά 30%. Η αξία των εισαγωγών μειώθηκε κατά 20% και η αντίστοιχη των εξαγωγών αυξήθηκε κατά 2,4%. Βέβαια αυτό δεν ανατρέπει τη συνολική εικόνα του εμπορικού ισοζυγίου, που αποτελεί και την πιο σημαντική συνιστώσα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Τα τελευταία 10 χρόνια η ελληνική οικονομία εισάγει αγαθά αξίας τριών ευρώ για κάθε αγαθό αξίας ενός ευρώ που καταφέρνει να εξάγει.

Αυτή η συντριπτική αναλογία (ένα προς τρία) συνοψίζει το δημιουργηθένέλλειμμα και τα αδιέξοδα της ελληνικής οικονομίας. Για να αντιληφθεί κάποιος το μέγεθος του προβλήματος, αρκεί να αναφερθεί ότι παρά τον μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά 3,5% στη διάρκεια της περιόδου 2000-2008, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε αμυδρά από 11% σε 8%.

Αναγκαία επομένως κρίνεται η ανατροπή αυτής της αναλογίας με μέτρα που να ενισχύουν τους παραγωγικούς και εξαγωγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας. Πράγματι, η ανατίμηση του ευρώ κατά 15% το τελευταίο τρίμηνο λειτουργεί ως απλή υπενθύμιση ότι δεν μπορούμε να βασιζόμαστε σε ευνοϊκές μεταβολές της ισοτιμίας του νομίσματος στην προσπάθειά μας να βελτιώσουμε το εμπορικό έλλειμμα. Εμφαση πρέπει να δοθεί σε κλάδους όπου υπάρχει ήδη αλλά και μπορεί να δημιουργηθεί συγκριτικό πλεονέκτημα. Τα ελλείμματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία είναι τελικά δύο και συσχετίζονται μεταξύ τους: Από τη μία έχουμε το έλλειμμα του προϋπολογισμού, το οποίο προσδιορίζεται από τη διαφορά μεταξύ εσόδων και εξόδων της κυβέρνησης, και από την άλλη το εμπορικό έλλειμμα, το οποίο προσδιορίζεται από τη διαφορά μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών. Από την υπόθεση των διπλών ελλειμμάτων γνωρίζουμε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα επηρεάζεται θετικά από το εμπορικό έλλειμμα και αρνητικά από τις επενδύσεις. Δηλαδή μια περαιτέρω μείωση του εμπορικού ελλείμματος (μείωση των εισαγωγών ή/και αύξηση των εξαγωγών) θα μειώσει και το δημοσιονομικό έλλειμμα. Επίσης, μια αύξηση των επενδύσεων θα έχει και αυτή θετικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι επείγει η αντιμετώπιση του εμπορικού ελλείμματος με ενίσχυση και υποστήριξη των ελληνικών προϊόντων τόσο στην εσωτερική αγορά όσο και στο εξωτερικό. Για αυτό ευθύνη φέρουν τόσο οι καταναλωτές όσο και η κυβέρνηση. Επίσης πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες για αύξηση των επενδύσεων. Οι δύο παραπάνω κινήσεις θα επηρεάσουν θετικά και το δημοσιονομικό έλλειμμα.

Ο κ. Κωνσταντίνος Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο University of Κeele και ο κ. Θεόδωρος Παναγιωτίδης είναι λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης στο Ηellenic Οbservatory της London School of Εconomics.