Ανά τον πλανήτη και ειδικότερα σε ό,τι ονομάζεται «δυτικός κόσμος» μπορούν να προσφέρουν κάποια «διέξοδο» από τη σημερινή «κρίση» οι υπάρχουσες μορφές του θρησκεύεσθαι στο πεδίο των συγκεκριμένων υποκειμένων και με οποιαδήποτε οργανωτική- θεομική μορφή; Τα επιμέρους στοιχεία αυτού του ερωτήματος προφανώς απαιτούν διεξοδική ανάλυση. Αυτός όμως στον οποίο αποδίδεται η φράση «Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού» είχε συναφώς υποδείξει ότι ο «άνθρωπος δημιουργεί τη θρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο». Ετσι δεν αρκείται στο να μετατρέψει τα θεολογικά θέματα σε εγκόσμια, αλλά προσθέτει ότι ο «άνθρωπος δεν είναι κάποιο αφηρημένο πλάσμα που κατοικεί έξω από τον κόσμο». Γιατί ο άνθρωπος «είναι ο κόσμος του ανθρώπου, το κράτος, η κοινότητα». Από εδώ αναζητά την κοινωνική καταγωγή της θρησκείας που συγκροτεί την «αντιστραμμένη συνείδηση του κόσμου» και εκφράζει την «καρδιά ενός άκαρδου κόσμου και την ψυχή των άψυχων καταστάσεων».

Αν τούτο συνεπάγεται την αξίωση να μετασχηματισθεί η «κριτική της θεολογίας σε κριτική της πολιτικής», ποια θα ήταν τα ενδεικτικά ευρήματα από την πρόσφατη εγχώρια ιστορία; Εδώ όπου η διεθνής χρηματοπιστωτική «κρίση» ανέδειξε το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας και έγινε περισσότερο έντονη η «τρομοκρατία της πτώχευσης» θα μπορούσαν να εντοπισθούν δύο περίοδοι του τρόπου παρουσίας της ελλαδικής Εκκλησίας στα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα.

Η πρώτη, πριν από λίγα μόλις χρόνια, είχε συνδεθεί με την αύξουσα επίδειξη ισχύος της Εκκλησίας, παρά την εκπεφρασμένη δήλωσή της να εγκαταλείψει τον «κόσμον της ψυχαπωλείας» γιατί τάχα το «πολίτευμά» της βρίσκεται «εν ουρανοίς». Ετσι, δεν έπαυσε ποτέ να διεκδικεί ξεχωριστό ρόλο στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Η ηγεσία της, λοιπόν, στολισμένη με πανάκριβα χρυσοποίκιλτα άμφια είχε στο στόχαστρό της τους θεσμούς της πολιτικής δημοκρατίας. Για παράδειγμα, το «Διεθνές Σύμ

Η Εκκλησία το 2000 είχε διοργανώσει πολλές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Αν και κατά την τελευταία τριετία έχουν υποχωρήσει παρόμοιες πρακτικές, ωστόσο δεν λείπουν οι «φωνές» που θέλουν να παρεμβαίνουν και στην πολιτική

φωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα» που και η χώρα μας είχε συνυπογράψει και στο οποίο το άρθρο 18 αναφέρει ότι «καμιά έννομη συνέπεια δεν παρέπεται» ακόμη και εκεί που «αναγνωρίζεται επικρατούσα θρησκεία».

Ετσι δεν ήταν παράδοξο από άμβωνος να εγερθεί το λάβαρο εναντίον της «νέας τάξης πραγμάτων του παγκοσμιοποιητικού χυλού». Η Εκκλησία κρατούσε για τον εαυτό της τον μηχανισμό συγκρότησης της «διαφορετικότητας», με αδιατίμητη παρακαταθήκη στο σημερινό χρηματιστήριο των ιδεών- δυνάμεων τα «χρωμοσώματα» του ελληνικού «Γένους» και τα «αρχέτυπα» του «πολιτισμού» του.

Κατά την τελευταία τριετία έχει υποχωρήσει αυτή η ρητορική, χωρίς ωστόσο να είχε δρομολογηθεί ο «χωρισμός» Εκκλησίας και κράτους. Τούτο ακριβώς είναι που επιτρέπει στην Εκκλησία να μην προορίζει για τον εαυτό της αυτοτελή ρόλο στην αντιμετώπιση της «κρίσης» παρά την τεράστια περιουσία που διαθέτει. Το βάρος της και το όποιο μερίδιό της στην «κρίση» δεν της ανήκει, όπως κάθε φορά «διακριτικά» υποστηρίζεται από την ηγεσία της. Και παρά τη σύμπραξή της, κατά τα τελευταία χρόνια, σε σειρά οικονομικών «σκανδάλων» επιμένει να εξέλθει αλώβητη από τη «συγκυρία». Με την ανοχή της Συμπολίτευσης και την ενθάρρυνση της Αντιπολίτευσης αναπτύσσεται μόνον μια εξαιρετικά περιορισμένη κοινωνική δραστηριότητα ως προς τα διευρυνόμενα φαινόμενα «αποξένωσης» και «περιθωριοποίησης» ντόπιων και μεταναστών. Τόσο που ο μεγάλος «απών» σ΄ αυτήν την κοινωνικά διαγραφόμενη «εσωτερική υποτίμηση» να εμφανίζεται η Εκκλησία.

Επιπλέον, μια τέτοια στάση συντελεί στη διάχυση, χωρίς εξαλλοσύνες τώρα, ενός συνθέματος μεταφυσικής και πολιτικής, με πολιορκητικό κριό και κανονιστικό πρότυπο την εξωπολιτική «καλλίπολιν». Ο,τι δηλαδή εθίζει τους νέους, αν και ολιγοχρήματους, να ταυτίζουν την αγορά με τις καφετέριες. Συνακόλουθα, αν η Εκκλησία μένει η ίδια, γιατί όλοι οι υπόλοιποι να μην είναι μεταξύ τους «το ίδιο» ή να μην «κάνουν τα ίδια»; Μέσα από την ίδια οδό ανακυκλώνεται ο «νεορατσισμός» που ό,τι απαξιώνει και ό,τι καταφάσκει συνιστά έπαινο της «διαφοράς» των «αρχέτυπων» πολιτισμικών μοτίβων, «φίλων» και «εχθρών» λαών.

Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.