Στις μέρες μας διεξάγεται μια συζήτηση για τη χρονική διάρκεια και την ένταση της οικονομικής κρίσης στην ελληνική οικονομία. Συνοψίζοντας τόσο τις τεκμηριωμένες όσο και τις αυθαίρετες προβλέψεις για τη διάρκεια της ύφεσης μπορούμε να τις ταξινομήσουμε σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αναφέρεται στη μεγάλης έντασης οικονομική συρρίκνωση και στην ακόλουθη άμεση ανάκαμψη. Αρα η μεταβολή του ΑΕΠ θα ακολουθήσει μια μορφή V. Η δεύτερη κατηγορία αφορά αυτούς που υποστηρίζουν τη χρονική παράταση της ύφεσης και την αργοπορημένη ανάκαμψη, με άλλα λόγια η αντίστοιχη μορφή της εξέλιξης του ΑΕΠ θα έχει τη μορφή U. Η τρίτη κατηγορία αφορά αυτούς που υποστηρίζουν την αλλεπάλληλη διαδοχή ύφεσης και ανάκαμψης, δηλαδή μια μορφή W. Γίνεται αντιληπτό ότι η συζήτηση αυτή εκτός από το θεωρητικό της ενδιαφέρον έχει και μια πιο ουσιαστική διάσταση μια και ο προσδιορισμός της κατηγορίας θα προσδιορίσει τα μέτρα και τη χρονική κλιμάκωση αντιμετώπισης της κρίσης.

Παρ΄ όλο που ο νομπελίστας καθηγητής Μ. Φρίντμαν συνήθιζε να λέει ότι η οικονομική πρόβλεψη δεν είναι επιστήμη αλλά τέχνη, νομίζω ότι η εξέταση ορισμένων πρόδρομων δεικτών της ελληνικής οικονομίας μπορεί να μας δώσει μια εικόνα για τα μελλούμενα, ιδιαίτερα στον πραγματικό τομέα της οικονομίας. Και αυτό γιατί η πορεία αυτών των δεικτών μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις στην παραγωγή, στην αγορά εργασίας, στην εξωστρέφεια του παραγωγικού τομέα της οικονομίας.

Η μείωση των παραγγελιών στη βιομηχανία είναι βέβαιο ότι προηγείται μιας ακόλουθης μείωσης της βιομηχανικής παραγωγής με άμεσα αποτελέσματα στην αγορά εργασίας. Επιπρόσθετα μεγάλο μέρος του ρυθμού ανάπτυξης των τελευταίων οφείλεται, μεταξύ των άλλων, στην ισχυρή πιστωτική επέκταση από τις τράπεζες. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται δυνατή η χρηματοδότηση της στεγαστικής και καταναλωτικής πίστης με αποτέλεσμα την τόνωση της ενεργούς ζήτησης.

Αρα ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης μπορεί να μας οδηγήσει σε χρήσιμα συμπεράσματα για την ενεργό ζήτηση. Το 2009 ο στόχος για τη νομισματική επέκταση ανήλθε 10% (ως πέρσι ο αντίστοιχος ρυθμός αύξησης των καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων κυμαινόταν στο 12% περίπου). Αργότερα, κατά τη διάρκεια του 2009 ο ενδιάμεσος στόχος προσδιορίστηκε στο 6% και τελικά βλέπουμε να καταλήγουμε στο 3%. Επομένως μπορούμε με ασφάλεια να προβλέψουμε την περιορισμένη αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών αλλά και τη μείωση της κερδοφορίας του τραπεζικού κλάδου. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι σε πολλούς τομείς η διαδικασία εξυγίανσης βασικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας δεν πραγματοποιήθηκε, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των προβλημάτων να συνεχίζουν να υφίστανται. Αντίθετα, τον τελευταίο καιρό παρατηρούμε μια σταδιακή μείωση των τιμών των κατοικιών και των ακινήτων. Τα δημοσιονομικά προβλήματα του Δημοσίου θα κάνουν προβληματική την περαιτέρω χρηματοδότηση πακέτων στήριξης της οικονομίας. Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε τις ταμειακές δυσχέρειες του ελληνικού Δημοσίου.

Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η σημερινή κατάσταση της οικονομίας εμπεριέχει και τα ενισχυτικά αποτελέσματα των δράσεων στήριξης που ελήφθησαν από την πλευρά της πολιτείας. Ετσι λοιπόν τα παραπάνω δείχνουν ότι το πιο πιθανό σενάριο είναι αυτό της αργοπορημένης ανάκαμψης-μορφής U για την ελληνική οικονομία. Εκτός και αν ο Μ. Φρίντμαν είχε δίκιο και απρόσμενες αλλά και απροσδιόριστες προς το παρόν εξελίξεις ανατρέψουν το άσχημο σενάριο. Ο κ. Διονύσης Χιόνης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.