Η πολιτική του προέδρου Τζορτζ Μπους του νεότερου στη Μέση Ανατολή αδιαμφισβήτητα κατάφερε να επιτύχει ένα πράγμα: να αποσταθεροποιήσει πλήρως την περιοχή. Τα αποτελέσματα δεν είναι αυτά που οι Ηνωμένες Πολιτείες ήλπιζαν να επιτύχουν. Μια δημοκρατική, φιλοδυτική Μέση Ανατολή δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα.

Ωστόσο τα πράγματα εξελίσσονται. Η ιστορική αποτυχία που ονομάστηκε «πόλεμος στο Ιράκ», ο αφανισμός του κοσμικού αραβικού εθνικισμού και η διαρκής άνοδος της τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου έχουν επιφέρει βαθιές αλλαγές. Από τη Δαμασκό ως το Ντουμπάι, από το Τελ Αβίβ ως την Τεχεράνη, μια νέα Μέση Ανατολή κάνει την εμφάνισή της.

Η παλαιά Μέση Ανατολή προέκυψε από τα σύνορα και τις πολιτικές ταυτότητες που δημιουργήθηκαν από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1918. Η κινητήρια ιδεολογική της δύναμη ήταν ένας ευρωπαϊκής έμπνευσης κοσμικός εθνικισμός, που αγωνιζόταν για πολιτικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό μέσω της άνωθεν κυβερνητικής δράσης. Αυτή η μορφή εθνικισμού, ο λεγόμενος «αραβικός σοσιαλισμός», έφθασε στο αποκορύφωμά του κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν μπορούσε να στηριχθεί στη σοβιετική στρατιωτική, πολιτική και οικονομική ισχύ.

Το τέλος του ήρθε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, καθώς «απολιθώθηκε» σε αυταρχικά, διεφθαρμένα και ανεπαρκή στρατιωτικά καθεστώτα και δικτατορίες. Τότε πυροδοτήθηκε μια βαθιά στρατιωτική κρίση σε πολλά αραβικά κράτη: χωρίς τη σοβιετική υποστήριξη τα εθνικιστικά καθεστώτα αδυνατούσαν να συμβαδίσουν με τον στρατιωτικό εκσυγχρονισμό. Απώλεσαν την εσωτερική τους νομιμοποίηση, δημιουργώντας ένα κενό το οποίο τώρα κατά μεγάλο μέρος έχει γεμίσει από «μη κρατικώς δρώντες», δηλαδή ομάδες που δρουν εκτός της κρατικής εξουσίας.

Επίσης το πολιτικό Ισλάμ αντικατέστησε τα κοσμικά καθεστώτα, καθώς επιδέξια συγχώνευσε τα κοινωνικά ζητήματα με τον επαναστατικό, αντιδυτικό εθνικισμό. Σήμερα η παλαιά Μέση Ανατολή εντοπίζεται στη Συρία, στην Αίγυπτο, στην Υεμένη, στην Τυνησία, στην Αλγερία και στο τμήμα της Παλαιστίνης που ελέγχεται από τη Φατάχ. Η νέα Μέση Ανατολή περιλαμβάνει το Ντουμπάι, τα Εμιράτα του Κόλπου, το Ισραήλ, καθώς και τη Χεζμπολάχ, τη Χαμάς και την ισλαμική τρομοκρατία, ενώ παράλληλα (και εν μέρει) το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, η Ιορδανία και το Μαρόκο προσπαθούν να συνδεθούν με αυτή τη νέα Μέση Ανατολή.

Προφανώς η λέξη «νέα» δεν σημαίνει απαραιτήτως και καλύτερηαπλώς διαφορετική και πιο σύγχρονη. Ο εκσυγχρονισμός δεν συνεπάγεται επίλυση των συγκρούσεων που ταλανίζουν την περιοχή. Αντίθετα, οι ίδιες συγκρούσεις έχουν και αυτές «εκσυγχρονιστεί», γεγονός που μπορεί να τις καταστήσει ακόμη πιο επικίνδυνες από ό, τι κατά το παρελθόν. Μια διάσταση τέτοιου εκσυγχρονισμού εντοπίζεται στη σύγκρουση του Ισραήλ με τη Χαμάς το 2006 στον Λίβανο, όπου ο πόλεμος τεθωρακισμένων «αντικαταστάθηκε» από τις ρουκέτες και τους πυραύλους Κατιούσα. Παράλληλα, «μη κρατικώς δρώντες», όπως η Χεζμπολάχ, η Χαμάς και η Αλ Κάιντα, έχουν αντικαταστήσει τους παραδοσιακούς στρατούς, ενώ οι βομβιστές αυτοκτονίας έχουν αντικαταστήσει τους αντάρτες και τα Καλάζνικοφ.

Ισως η πιο σημαντική αλλαγή είναι η μετατόπιση του πολιτικού και στρατιωτικού κέντρου βάρους της περιοχής. Ενώ το Ισραήλ, η Παλαιστίνη και ο Λίβανος αποτελούν τις πιο «θερμές» περιοχές της παλαιάς Μέσης Ανατολής, πλέον το κέντρο της περιφερειακής ισχύος και πολιτικής βρίσκεται στον Περσικό Κόλπο. Η κυρίαρχη σύγκρουση δεν είναι η αραβοϊσραηλινή αντιπαράθεση, αλλά η απειλή της σύγκρουσης μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας για την υπο-περιφερειακή υπεροχή και μεταξύ Ιράν και Ηνωμένων Πολιτειών για την περιφερειακή ηγεμονία. Είναι σχεδόν αδύνατον να εφαρμοσθεί οποιαδήποτε λύση για την αραβοϊσραηλινή αντιπαράθεση χωρίς το Ιράν και τους δύο τοπικούς του συμμάχους: τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο και τη Χαμάς στην Παλαιστίνη.

Κατά κάποιον τρόπο, ο πόλεμος στο Ιράκ αποτελεί τη στρατηγική και στρατιωτική γέφυρα μεταξύ της παλαιάς και της νέας Μέσης Ανατολής. Η εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών έχει επιφέρει τουλάχιστον τέσσερις αλλαγές στην περιοχή:

Ηλθαν στην επιφάνεια οι ηγεμονικές φιλοδοξίες του Ιράκ και η χώρα κατέκτησε μια σημαντική στρατηγική θέση, κάτι που δεν θα είχε καταφέρει από μόνη της.

Ο εκδημοκρατισμός του Ιράκ έδωσε δύναμη στην πλειοψηφούσα σιιτική κοινότητα, δίνοντας γεωπολιτική διάσταση στη σύγκρουση σιιτών και σουνιτών. Η άνοδος του Ιράν συνιστά μια υπαρξιακή απειλή για τη Σαουδική Αραβία, όπου το πλούσιο σε πετρέλαιο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας κατοικείται από σιίτες.

Αν το Ιράν αναδειχθεί πυρηνική δύναμη, το δίλημμα ασφάλειας για τους Σαουδάραβες θα κλιμακωθεί. Η αξία της συμβατικής ισχύος στη Μέση Ανατολή θα μειωθεί, οδηγώντας σε πυρηνικές κούρσες εξοπλισμών στην περιοχή.

Ολα αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε διάλυση του δυτικού συστήματος κρατών στη Μέση Ανατολή. Πρώτη υποψήφια χώρα είναι φυσικά το Ιράκ. Το αν το Ιράκ θα καταφέρει να διατηρήσει την ακεραιότητά του παρά τις εθνοτικές και θρησκευτικές συγκρούσεις, που φέρνουν αντιμέτωπους τους Κούρδους με τους Αραβες και τους σουνίτες με τους σιίτες, είναι το βασικότερο ερώτημα σχετικά με το μέλλον της Μέσης Ανατολής. Και αυτό επειδή η συγκράτηση των συνεπειών από τη διάλυση του Ιράκ θα είναι δύσκολη υπόθεση- στην πραγματικότητα θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρη «βαλκανοποίηση» της περιοχής.

Ακόμη ένα καίριο ερώτημα είναι το αν το πολιτικό Ισλάμ θα κινηθεί προς τη δημοκρατία ή θα παραμείνει παγιδευμένο στο παρελθόν. Το μέτωπο αυτής της μάχης σήμερα δεν εντοπίζεται στη Μέση Ανατολή αλλά στην Τουρκία. Τα αποτελέσματά της θα επηρεάσουν ολόκληρη την περιοχή.

Με την ανάδυση της νέας Μέσης Ανατολής μπορεί να παρουσιασθεί η ευκαιρία για την εγκαθίδρυση μιας περιφερειακής τάξης που θα αντανακλά τα νόμιμα συμφέροντα όλων των «παικτών» της περιοχής, θα εξασφαλίζει την ασφάλεια των συνόρων και θα αντικαταστήσει τις ηγεμονικές βλέψεις με τη διαφάνεια και την ακεραιότητα. Αν δεν γίνει αυτό, η νέα Μέση Ανατολή θα είναι πολύ πιο επικίνδυνη από την παλαιά.

Ο κ. Γιόσκα Φίσερ, υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης από το 1998 ως το 2005, ηγείτο του Κόμματος των Πρασίνων επί σχεδόν 20 χρόνια.