H εκλογή του Γιώργου Παπανδρέου στην προεδρία του ΠαΣοΚ έγινε με τρόπο τόσο ομαλό που δημιούργησε την εντύπωση ότι οι «εκσυγχρονιστές» του Κώστα Σημίτη και οι ιδέες τους θα συνέχιζαν να έχουν την πολιτική και ιδεολογική πρωτοκαθεδρία – υπό την καθοδήγηση τώρα ενός νέου προσώπου. H εντύπωση αυτή αποδείχθηκε τελικά εσφαλμένη. Το ΠαΣοΚ σήμερα ψάχνει να βρει ένα εντελώς καινούργιο στίγμα, και οι παλιές βεβαιότητες και οι φυσιογνωμίες που τις εκπροσωπούσαν έχουν παραμεριστεί. Ανεξάρτητα από τις βραχυπρόθεσμες συνέπειές της στην εικόνα του ΠαΣοΚ, η αναζήτηση αυτή είναι αναγκαία και ελπιδοφόρα. H συζήτηση που έχει αρχίσει είναι μια μοναδική ευκαιρία να εξεταστεί σοβαρά το περιεχόμενο της Αριστεράς στην Ελλάδα. Μια τέτοια συζήτηση είναι απόλυτα αναγκαία, κατά τη γνώμη μου, ώστε να εντοπιστούν παρωχημένα δόγματα και προκαταλήψεις που συχνά παγιδεύουν τον δημόσιο λόγο.


Πουθενά δεν χρειάζεται περισσότερο μια δημόσια και ειλικρινής συζήτηση απ’ όσο στην εξωτερική πολιτική και στα λεγόμενα «εθνικά θέματα». Για πολλά χρόνια η ίδια η έκφραση «εθνικά θέματα» δημιουργούσε την εντύπωση ότι πρόκειται για ζητήματα ιδιαίτερα. Για κάποιους λόγους δεν ήταν θέματα καθημερινής πολιτικής αλλά θέματα τόσο εξαιρετικά ευαίσθητα και θεμελιώδη που απαιτούσαν διαφορετικούς κανόνες. Για τέτοια θέματα, για παράδειγμα, συνεδρίαζε το «συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών», ένα άτυπο όργανο που υποβιβάζει τη Βουλή και τον δημόσιο χαρακτήρα της πολιτικής συζήτησης και μειώνει την ευθύνη της κυβέρνησης και των πολιτικών αρχηγών (που μετερχόμενοι το όχημα του συμβουλίου των αρχηγών μπορούν να σπρώχνουν ο ένας την ευθύνη στον άλλον).


Και είναι αλήθεια ότι για πολλά χρόνια και με ευθύνη όλων των κομμάτων οι σχέσεις της Ελλάδας με τους γείτονές της παρουσιάζονταν ως εξαιρετικά κρίσιμα θέματα, θέματα ζωής και θανάτου, ή ειρήνης και πολέμου, από τα οποία εξηρτάτο η ίδια η σύσταση και επιβίωση του έθνους. Αν αυτό ήταν υπερβολή τη δεκαετία του ’80, είναι σίγουρα λάθος σήμερα. Ούτε η σχέση μας με την Τουρκία ούτε φυσικά οι σχέσεις μας με την Αλβανία και την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας απειλούν την Ελλάδα ή το έθνος. Το ίδιο ισχύει και για το Κυπριακό όπου το δημοψήφισμα για το σχέδιο του ΟΗΕ ξεκίνησε μια γνήσια συζήτηση για τα οφέλη της ομοσπονδίας σε σχέση με την παρούσα κατάσταση. Κανένα από αυτά τα θέματα δεν είναι σήμερα πιο «εθνικό» από το δημόσιο σύστημα υγείας ή την ανεργία, τη διαφθορά, την τρομοκρατία ή την επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων. Και σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει λόγος να αλλάζουμε τους κανόνες της πολιτικής για τα θέματα αυτά. Είναι εύλογο να υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ παρατάξεων και πολιτικών για την ορθότερη επίλυση όσων προβλημάτων παραμένουν, για παράδειγμα για τα ζητήματα της υφαλοκρηπίδας, του εναέριου χώρου, της ονομασίας της πΓΔΜ κτλ. Για όλα αυτά τα θέματα θα υπάρχουν εύλογες διαφωνίες, όπως υπάρχουν εύλογες διαφωνίες και για την ανεργία, την παραγωγικότητα και την εγκληματικότητα. Αυτή είναι η πολιτική και αυτή είναι η λογική της δημοκρατίας.


* H κεντροαριστερή τοποθέτηση


Τι ξεχωρίζει λοιπόν μια αριστερή ή κεντροαριστερή τοποθέτηση από άλλες στην εξωτερική πολιτική; Κατά έναν περίεργο τρόπο όταν το θέμα δεν τίθεται ανοιχτά, επιτρέπουμε στην Ελλάδα το εξής σφάλμα. Αφήνουμε την «Αριστερά» να ορίζεται όχι από τον πυρήνα της, αυτό δηλαδή που χαρακτηρίζει τις πιο κεντρικές θέσεις της, αλλά από την περιφέρειά της, τις πιο ακραίες παραφυάδες. Συχνά γίνεται δεκτό χωρίς συζήτηση ότι Αριστερά είναι ό,τι πιστεύει το KKE (ή ο Συνασπισμός ή το M-Λ KKE), ενώ κεντροαριστερές είναι οι πιο μετριοπαθείς απόψεις του ΠαΣοΚ. Οσο πιο κοντά στο Κομμουνιστικό Κόμμα μια άποψη, τόσο πιο αριστερή είναι.


Και όμως, είναι σωστότερο να ξεκινήσουμε από τον πυρήνα και μετά να πάμε στην περιφέρεια. Ο μαξιμαλισμός των άκρων είναι όχι μόνο λογικά προβληματικός αλλά και ιστορικά λανθασμένος, αφού το εργατικό κίνημα από το οποίο πηγάζει η Αριστερά δεν ήταν ποτέ αποκλειστικά κομμουνιστικό. Οι ψυχροπολεμικές μας προκαταλήψεις ξεχνούν ότι ολόκληρο τον εικοστό αιώνα η Αριστερά χαρακτηριζόταν από το ενδιαφέρον για την ελευθερία και την ισότητα, τις ατομικές ελευθερίες και το κοινωνικό κράτος – τα οποία αποτελούν «αστικές» φενάκες για τους μαρξιστές θεωρητικούς. H σημερινή Αριστερά έχει ένα σπουδαίο οπλοστάσιο πολιτικής θεωρίας που αναλύει και εξετάζει με λεπτομερέστατο τρόπο την ελευθερία και την ισότητα, και τις σχέσεις τους από αυτή την οπτική γωνία. Στην Αμερική οι απόψεις αυτές ονομάζονται κατ’ εξοχήν liberal, ενώ στην Ευρώπη καλούνται socialist ή social democratic. Σε σχέση με αυτόν τον πυρήνα, οι απόψεις του KKE είναι ή ασυνάρτητες ή ακραίες. Αντίστοιχα οι απόψεις των συντηρητικών κομμάτων της Δεξιάς, ενώ αναγνωρίζουν την κατ’ αρχήν αξία της ελευθερίας και της ισότητας, δίνουν πολύ μεγαλύτερο βάρος στην κοινωνική ευθύνη και τα καθήκοντα εις βάρος της κοινωνικής ελευθερίας και στην οικονομική ανεξαρτησία εις βάρος της αναδιανεμητικής δικαιοσύνης. Φυσικά, από χώρα σε χώρα η διαχωριστική γραμμή έχει διαφορετική γεωγραφία, ανάλογα με τα δεδομένα και την ιστορία και το εκλογικό σύστημα που επικρατεί.


* Βορράς και Νότος


Στην εξωτερική πολιτική καθένας που ενδιαφέρεται για την ελευθερία και την ισότητα είναι αντιμέτωπος με το εξής ερώτημα, που είναι και το σημαντικότερο πολιτικό ζήτημα σήμερα: τι είδους καθήκοντα έχουμε για την ελευθερία και την ισότητα των άλλων εκτός των ορίων της χώρας μας; Πώς μπορεί ο πλούσιος και δημοκρατικός Βορράς – του οποίου κομμάτι είναι εδώ και πολύ καιρό και η Ελλάδα, παρά τη μεμψιμοιρία ορισμένων – να βοηθήσει τον φτωχό και κατά πλειοψηφία αυταρχικό ή δικτατορικό Νότο να ξεπεράσει τα τεράστια πολιτικά και οικονομικά του προβλήματα; H αριστερή εξωτερική πολιτική βασίζεται στην εξής πολιτική ή κοινωνική προκειμένη: ότι είναι στο μακροπρόθεσμο συμφέρον όλων των κρατών, φτωχών και πλουσίων, να ενταχθούν σε ένα σύστημα κανόνων και διαπραγματεύσεων με βάση τους οποίους αναλαμβάνουν να υιοθετήσουν δημοκρατικούς θεσμούς, να προστατεύουν τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και να επιτρέπουν κατ’ αρχήν το διεθνές εμπόριο υπό τον έλεγχο του κράτους. Γιατί είναι «αριστερή» ή άποψη αυτή; Γιατί δίνει έμφαση στην ισότητα των κρατών και των πολιτών τους. Αντίθετα, η δεξιά άποψη, χωρίς να απορρίπτει εντελώς τις πολυμερείς λύσεις, εμπιστεύεται πολύ περισσότερο τις διμερείς σχέσεις και συμμαχίες και είναι πολύ πιο δύσπιστη προς τους νομικούς θεσμούς. Δεν είναι τυχαίο ότι η ακραία μονομέρεια των ΗΠΑ στην εξωτερική πολιτική τα τελευταία τριάμισι χρόνια της διακυβέρνησης Μπους αντιστοιχεί σε μια εξαιρετικά ακραία δεξιά πολιτική στο εσωτερικό. Αυτή η δήθεν «ρεαλιστική» εξωτερική πολιτική απορρίπτει την προκειμένη των αμοιβαίων συμφερόντων και ασχολείται μόνο με το «εθνικό συμφέρον», με τη πιο στενή του έννοια. Πρόκειται όμως για κοντόφθαλμη στάση.


* Πολυμέρεια και Ευρώπη


Το πρώτο συνεπώς που οφείλει να πει μια αριστερή εξωτερική πολιτική στην Ελλάδα είναι ότι δεν υπάρχουν πια «εθνικά θέματα» με την παραδοσιακή έννοια. H ασφάλεια της χώρας δεν κινδυνεύει από τους γείτονές της. Δεύτερον, οι πολυμερείς θεσμοί στους οποίους μετέχει, και ιδίως η EE, προστατεύουν ήδη τα θεμελιώδη συμφέροντα της χώρας. Τρίτον (αφού η ασφάλειά της είναι πλέον εξασφαλισμένη), η πολιτική της Ελλάδας οφείλει να μην κοιτάει μόνο στενά το «εθνικό συμφέρον» αλλά να λογαριάζει τα αμοιβαία κέρδη από τη συμμετοχή της σε πολυμερή όργανα και να λογαριάζει την ευθύνη της για τις χώρες του Νότου (π.χ. προσφέροντας διεθνή βοήθεια και, ίσως, υποστηρίζοντας σταδιακά την προσαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής προς όφελος των αναπτυσσόμενων χωρών).


Μα, θα πει κανείς, δεν είναι αυτά προφανή; Δεν αποτέλεσαν, λίγο ως πολύ, την πολιτική του Γιώργου Παπανδρέου τα τελευταία χρόνια και δεν τον κατέστησαν δημοφιλέστατο στη χώρα και στο κόμμα του; Ναι, είναι προφανή και είναι η πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη. Γιατί χρειάζεται να επαναληφθούν στην αναδιοργάνωση του ΠαΣοΚ; Πρέπει να επαναληφθούν γιατί το ΠαΣοΚ στέλνει αντιφατικά μηνύματα. Πολλοί στους κόλπους του ελκύονται από την ξενόφοβη και στενά αντιαμερικανική ρητορεία των λεγόμενων «αριστερών» κομμάτων. Επειδή παρά την πρακτική της (και τη συμμετοχή της στις επιχειρήσεις στο Κόσοβο και στο Αφγανιστάν), η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ δεν εξήγησε ανοιχτά στο εκλογικό σώμα τα οφέλη και τις ευθύνες από τη συμμετοχή μας σε πολυμερείς θεσμούς. Γιατί στελέχη του ΠαΣοΚ εκφράζουν συχνά-πυκνά ακραίες και εθνικιστικές απόψεις που παρουσιάζονται ως γνήσια κομματικές.


H συζήτηση για τα ζητήματα αυτά πρέπει επί τέλους να γίνει ανοιχτά και χωρίς όρους. H εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων Σημίτη κατάλαβε πρώτα από οποιονδήποτε άλλον στην Ελλάδα ότι οι πολυμερείς δεσμεύσεις της χώρας μας και των γειτόνων μας στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ενωση δημιούργησαν τελείως νέες συνθήκες που ωφέλησαν τη χώρα. Χρησιμοποιώντας επιδέξια τη θέση της χώρας στην EE, κέρδισε την ένταξη της Κύπρου και προσάρμοσε την πολιτική της στις μακρινές ελπίδες της Τουρκίας. H εξωτερική πολιτική του ΠαΣοΚ πέτυχε στην πράξη. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην πετύχει και στη θεωρία.


Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης είναι λέκτορας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.