H συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του K. Θ. Δημαρά (21 Μαΐου 1904) ορίζει άλλη μία συγγραφική επέτειο, η οποία καλό θα ήταν να μην τιμηθεί μόνο από τον κύκλο των ειδικών και των μαθητών του. Ιστορικός των ιδεών και των συνειδήσεων, της παιδείας και της λογοτεχνίας του νέου Ελληνισμού, με έργο εν πολλοίς αιρετικό για την επίσημη επιστήμη την εποχή που εμφανίζεται, ο Δημαράς σφράγισε με την παρουσία του τις σπουδές των νεοελληνικών γραμμάτων. Πρώτος συστηματικός μελετητής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, φώτισε ένα κρίσιμο πεδίο της νεοελληνικής ιστορίας και καθόρισε τη βάση για κάθε ουσιώδη μελέτη του. Οι σημερινές «Νέες Εποχές» είναι αφιερωμένες σε αυτή την επέτειο.


Ο K.Θ. Δημαράς, ηγετική προσωπικότητα στον χώρο των νεοελληνικών σπουδών, έχει περάσει πλέον στον θρύλο. Το κύρος που απέκτησε οφείλεται οπωσδήποτε και σε αρκετούς άξιους μελετητές που τον έχουν αναγνωρίσει ως δάσκαλό τους. Πρόκειται για νεοελληνιστές που βρέθηκαν κοντά του από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (του οποίου υπήρξε ο πρώτος διευθυντής) και για άλλους που τον πλησίασαν αργότερα στο Παρίσι, όπου ο ίδιος με αβρότητα και χαριτωμένη ειρωνεία επιτελούσε επιτέλους τον ρόλο του πανεπιστημιακού δασκάλου. Δεν είναι λοιπόν παράξενο αν πούμε ότι η φήμη του ανάμεσα στο κοινό, το μη άσχετο με τα πολιτισμικά, εδραιώθηκε κάπως μεταγενέστερα από τη δημοσίευση του μείζονος έργου του, της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, και διευρύνθηκε με τη σταθερή του παρουσία μεταξύ άλλων ως επιφυλλιδογράφου στο «Βήμα», μια συνεργασία που ξεκίνησε από παλιά.


H Ιστορία ωστόσο σημειώνει την κατάληξη ποικίλων εμπειριών και εναγωνίων προσεγγίσεων που ανήκουν στο πρώτο μισό της ζωής του, εκείνο που είναι πολύ λιγότερο γνωστό αλλά που, σε ό,τι αφορά τη συγγραφή του θεμελιώδους έργου αυτού, αποτελεί τις προϋποθέσεις και εξασφαλίζει την υποδομή.


* Βαθιές ρίζες


Εχω το προνόμιο (που προέρχεται από την ηλικία μου) να θυμάμαι την αίσθηση λυτρωτικού ενθουσιασμού που ένιωσα όταν, φοιτητής στη Ρώμη, πήρα στα χέρια τον πρώτο τόμο της Ιστορίας (1948) και μετά με λαχτάρα περίμενα να ακολουθήσει ο δεύτερος (1949), που θα με έφερνε πιο κοντά στα δικά μας χρόνια. Οι υπάρχουσες μέχρι τότε ιστορίες, του Ηλία Βουτιερίδη (δύο τόμοι: 1924-1927) και του Αριστου Καμπάνη (1925), μεμιάς πάλιωναν, έδειχναν γραμμένες με προσωρινότητα, με προχειρότητα, δίχως έναν ουσιαστικό προβληματισμό, κι ας ήταν στηριγμένες σε άφθονα αναγνώσματα, ιδίως εκείνη του Βουτιερίδη.


Πρέπει να ομολογήσω, πάντα αναφερόμενος σε εκείνα τα αμέσως μετά τον πόλεμο χρόνια (οι Ελληνες χτυπιόντουσαν ακόμη στα βουνά), ότι από μακριά, όπου βρισκόμουν, με μόνο περιοδικό για ενημέρωση τη Νέα Εστία και μόνα βιβλία κριτικής όσα βρίσκονταν στην αγορά, του Κλέωνος Παράσχου και του I.M. Παναγιωτόπουλου (έβρισκες ακόμη και τις αλεξανδρινές Δοκιμές του Σεφέρη, αλλά μόνο στο βιβλιοπωλείο του Ικαρου), οι παράμετροι για να συγκρίνεις και να εκτιμήσεις την Ιστορία του Δημαρά καταγράφονται όλες στο ενεργητικό του. Δεν υποψιαζόμουν τότε ότι οι ήρωές μου ανήκαν σε ένα απώτερο παρελθόν. Αν αφήσουμε τους Βουτιερίδη και Καμπάνη, που ήταν ακόμη αρχαιότεροι, ο Παράσχος και ο Παναγιωτόπουλος ήταν συνομήλικοι του Καρυωτάκη. Αλλά και ο ίδιος ο Δημαράς, παρά τη φρεσκάδα του, ήταν βιολογικά και πολιτισμικά περισσότερο ριζωμένος σε εκείνων τις εμπειρίες παρά στης λεγόμενης γενιάς του Τριάντα – να μη μας διαφεύγει εξάλλου ο δεσμός του με τον Παπατσώνη στα χρόνια εκείνα, που κι εκείνος ανήκε στη γενιά του Καρυωτάκη.


Το να ανάγει σήμερα κανείς τον Δημαρά στα χρόνια εκείνα τα τόσο μακρινά βοηθά να κατανοήσουμε πληρέστερα πόση ανανεωτική βούληση και πόση αυτοπειθαρχία απαιτήθηκαν για να γραφεί μια Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας τόσο διαφορετική από τις προηγούμενες, οι οποίες εξάλλου είχαν ωριμάσει σε ένα κλίμα εντελώς διαφορετικό, με κυρίαρχο αντίλαλο τις μάχες του δημοτικισμού.


Από τα νεανικά του χρόνια και από τις γαλλικές θεωρίες που είχε πλησιάσει ο Δημαράς, επινόησε τον γενικό σχεδιασμό του βιβλίου του, εκείνον που προσδιόρισε το δομικό σχήμα κατανομής και νοηματοδότησης της ύλης, το οποίο ο ίδιος αποκάλεσε, μεταφέροντας από τα γαλλικά μια ελληνική λέξη, σύνθεση. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Henri Berr διατύπωνε τη θεωρία του για τις διαδοχικές συνθέσεις που σφραγίζουν την κάθε περίοδο, και ίδρυσε μάλιστα ένα μακρόζωο περιοδικό, όπου δημοσίευε όσες μελέτες μπορούσαν να ενισχύσουν τη θεωρία του. Αν ο Δημαράς έδειξε ευαισθησία και για τη μεταθανάτια ιστορία του Albert Thibaudet, τον οποίο θαύμαζε και του οποίου είχε επισκεφτεί με ευλάβεια το σπίτι, τότε αυτή δεν ξέρω ποια ουσιαστικά σημάδια άφησε επάνω του.


Αν υπαινίσσομαι εδώ συνομιλία με γαλλικές μεθόδους γραφής μιας ιστορίας της λογοτεχνίας, και παρά την επισήμανση της έννοιας σύνθεση, είναι για να υποστηρίξω ότι η ιστορική μέθοδος του Δημαρά είναι τελικά προσωπική του επινόηση, και μάλιστα στο ακέραιο.


* H μεγάλη προσπάθεια


Ο κάθε μελετητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας έχει μέσα στο νου του ένα σχήμα ιστορίας ήδη κατασκευασμένο, το σχήμα μιας ιστορίας που αγκαλιάζει το σύνολο (έστω και αν καταγίνεται με μια περιορισμένη εποχή ή με ένα συγκεκριμένο επεισόδιο) και που δυνάμει κυοφορεί μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αν πάρει, ωστόσο, την απόφαση να προχωρήσει από τη νοερή αυτή ιστορία στην πράξη της συγγραφής ενός έργου που φέρει επισήμως τον τίτλο Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πρέπει να βάλει σε τάξη έναν φοβερά μεγάλο αριθμό ζητημάτων και προβλημάτων, πέρα φυσικά από την εξασφάλιση του υλικού, που αφορά τόσο τα ίδια τα έργα όσο και τη βιβλιογραφία γύρω από αυτά, και που θεωρείται ως δεδομένη και όρος εκ των ων ουκ άνευ.


Ο συγγραφέας μιας ιστορίας όπως αυτή του Δημαρά καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια για να ξεπεράσει τον εαυτό του, να παρακάμψει τις αδυναμίες του, να αξιοποιήσει χωρίς υπεροψία την προσωπική του γνώμη. Υποστηρίζοντας τις πεποιθήσεις του έχει ταυτόχρονα το νου στραμμένο σε ό,τι θα συναντήσει τη συναίνεση του ιδεατού και ικανού αναγνώστη προς τον οποίο απευθύνεται. H δουλειά του δεν σηκώνει ιδιοτροπίες, μικροπρέπειες, κολακείες, καυχήσεις. Πρέπει να ξέρει από τι οφείλει να απαλλαγεί. Λόγου χάρη, ο Δημαράς (που από νέος προβληματιζόταν για την ουσία της λογοτεχνίας και είχε καταπιαστεί επανειλημμένα με την ποίηση) γράφοντας τα Επτά δοκίμια για την ποίηση (1935), που τα συμπλήρωσε το 1943 υπό τον τίτλο Δοκίμιο για την ποίηση, φαίνεται να έχει κρατήσει από τις θέσεις τους μόνο όσες μπορούν να γίνουν αποδεκτές από τον επαρκή αναγνώστη του 1948.


* Αίτιο και αιτιατό


Ο κάθε ιστορικός αποφασίζει και μια δική του αλληλουχία των έργων που αναφέρει, αλλιώς μπορούμε να υποθέσουμε ότι δεν κάνει άλλο παρά να ακολουθεί τυφλά τους προγενέστερους. Στη συνδυαστική αυτή πράξη δεν ισχύει φυσικά η αφελής σχέση αίτιο – αιτιατό, αλλά ούτε και μπορεί ο συγγραφέας να προτείνει μια διαδοχή των επεισοδίων στην πλοκή της εξιστόρησης του που να μην είναι πειστική, όπως ακριβώς ο διηγηματογράφος δεν μπορεί να παραβεί τους σχετικούς με την τέχνη του κανόνες της αληθοφάνειας. H Ιστορία που έστησε ο Δημαράς τα χρόνια εκείνα είναι πέρα για πέρα πειστική. Εχει τη λογική της, ακολουθεί ένα δικό της ειρμό, αυτόν που και σήμερα μπορούμε να παρακολουθήσουμε με ενδιαφέρον, έχοντας υπόψη τα χρόνια μέσα στα οποία γονιμοποιήθηκε.


Δεν θα ήθελα να εκληφθεί ως περιαυτολογία, αλλά ας ομολογήσω ότι δίχως την κατάταξη που ο Δημαράς έδωσε σε κομβικά γραμματειακά επεισόδια του 19ου αιώνα δεν θα μπορούσα εγώ με τη σειρά μου να προβώ σε μια αναθεώρηση της ελληνικής πεζογραφίας του αιώνα αυτού. Εξάλλου και από τη δική του πλευρά ο ίδιος ο Δημαράς, σκάβοντας στην εποχή που πάει από τον Διαφωτισμό και φτάνει στον Παλαμά, μας έδωσε τις κεφαλαιώδους σημασίας μελέτες που συγκέντρωσε στα βιβλία του Νεοελληνικός Διαφωτισμός (1977), Ελληνικός Ρωμαντισμός (1982) και Νατουραλισμός (υπό εκδοτική προετοιμασία), όλες, ή σχεδόν όλες, γραμμένες μετά την Ιστορία του.


Ο κ. Μάριο Βίτι είναι ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ομότιμος καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Βιτέρμπο.