H συζήτηση που διεξάγεται τις τελευταίες εβδομάδες στον κυβερνητικό Τύπο για το πόσες παροχές πρέπει να χορηγηθούν και σε ποιες κοινωνικές τάξεις, προκειμένου να βελτιωθούν οι πιθανότητες επανεκλογής του κόμματος που κυβερνάει στις προσεχείς εκλογές, είναι ηθικά ανερμάτιστη και ευτελίζει τη δημοκρατία ως σύστημα διακυβερνήσεως ελεύθερων και κυρίαρχων πολιτών. Με την άποψή μου αυτή θα ανέμενα να συμφωνούν όλοι όσοι συστηματικά διακηρύσσουν την απέχθειά τους σε κάθε μορφής συναλλαγή στην πολιτική. Αλλά βεβαίως, άλλο το τι θα ήταν επιθυμητό και άλλο το τι συμβαίνει στον ατελή κόσμο που ζούμε. Γι’ αυτό, σήμερα θα αναφερθώ σε μία από τις πτυχές του αποκαλούμενου «κοινωνικού πακέτου», η οποία είναι πιθανόν να έχει κρίσιμες παρενέργειες για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας.


Από τις μελέτες που έχουν γίνει επί των οικονομικών του εκλογικού κύκλου έχουν προκύψει τρεις διαπιστώσεις. H πρώτη είναι ότι μερικούς μήνες πριν από τις εκλογές αρχίζει να χαλαρώνει η δημοσιονομική πειθαρχία και να διευρύνεται το έλλειμμα του δημόσιου προϋπολογισμού, με βάση την εκτίμηση ότι υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ των παροχών και των πιθανοτήτων να επανεκλεγεί το κυβερνών κόμμα. Προφανώς αυτή εξηγεί γιατί, εν όψει των αρνητικών δημοσκοπήσεων που αντιμετωπίζουν, στη μεγάλη πλειοψηφία τους οι βουλευτές του ΠαΣοΚ πιέζουν για διευρυμένο πακέτο παροχών.


H δεύτερη διαπίστωση είναι ότι, όταν το κυβερνών κόμμα καταφέρνει και επανεκλέγεται, κατά κανόνα ως κυβέρνηση αυξάνει τη φορολογία, κυρίως εις βάρος των κοινωνικών στρωμάτων που στήριξαν την αντιπολίτευση. Με τον τρόπο αυτό το κόμμα υλοποιεί τις δεσμεύσεις του προς την εκλογική πελατεία του και κλείνει η συναλλαγή στην πολιτική αγορά. Από την ανάλυση αυτή εξηγείται το γεγονός γιατί με την εξαγγελία των παροχών παρατηρείται συνήθως βελτίωση του πολιτικού κλίματος υπέρ της κυβερνήσεως.


Τέλος, η τρίτη διαπίστωση είναι ότι η διαδικασία του εκλογικού κύκλου σχετίζεται αρνητικά με τον ρυθμό της οικονομικής αναπτύξεως τουλάχιστον για τρεις λόγους. Ο πρώτος εξ αυτών είναι ότι οι υποσχέσεις για παροχές εκ μέρους της κυβερνήσεως, η οποία βρίσκεται σε σχετικά ισχυρότερη θέση, αφού χειρίζεται τον κρατικό μηχανισμό, συμπαρασύρουν την αντιπολίτευση σε μεγαλύτερες υποσχέσεις. Με τη σειρά του, αυτός ο κομματικός ανταγωνισμός δημιουργεί αβεβαιότητα στον επιχειρηματικό, με αποτέλεσμα να αναβάλλονται κρίσιμες για την οικονομία αποφάσεις των επιχειρήσεων. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι στον βαθμό που υλοποιούνται οι παροχές και καλύπτονται μετέπειτα τα δημοσιονομικά ελλείμματα, κατά κανόνα οι παροχές μεταφράζονται σε επιπλέον φορολογία επί του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να επιβραδύνονται οι επενδύσεις και να χαλαρώνει η αναπτυξιακή προσπάθεια. Και, τέλος, ο τρίτος λόγος είναι ότι με τις διοικητικά αποφασιζόμενες παροχές στρεβλώνονται οι λόγοι των τιμών των παραγωγικών συντελεστών εις βάρος του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.


Κατόπιν των ανωτέρω, δεν χρειάζεται κανείς να αμφιβάλλει για το πόσο εύλογες και δικαιολογημένες είναι οι αντιδράσεις του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών για το ύψος του αποκαλούμενου κοινωνικού πακέτου παροχών, που σκόπιμα διαρρέει η κυβέρνηση στον Τύπο. Είτε επανεκλεγεί η παρούσα κυβέρνηση είτε όχι η ζημιά με τις προτεινόμενες παροχές θα έχει συντελεστεί.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.