«Διαπλοκή», «διαπλεκόμενα», «διαπλεκόμενοι». Η ορολογία μπήκε και πάλι στη ζωή μας, μετά τα συντονισμένα πυρά κομμάτων της αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης και τις εκατέρωθεν βολές για ύποπτες συναλλαγές με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες. Τα παιχνίδια εξουσίας άλλωστε από αρχαιοτάτων χρόνων είχαν στο επίκεντρό τους τις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των πολιτικών και των οικονομικών συμφερόντων.



Αν ο όρος «διαπλοκή» είναι σχετικά καινοφανής, το φαινόμενο είναι πανάρχαιο. Υποδηλώνει απλώς το αυτονόητο «πρόβλημα» που τίθεται σε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες ως προς τις σχέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στις οικονομικές και στις πολιτικές εξουσίες. Οι εξουσίες αυτές «διαπλέκονται» πάντοτε και μάλιστα εξ αντικειμένου. Από τη στιγμή που το πολιτικό υποσύστημα καλείται να αναπαραγάγει ένα δεδομένο σύμπλεγμα κοινωνικών σχέσεων, η πολιτική εξουσία συμπλέει εξ ορισμού με τα μακροπρόθεσμα δομικά συμφέροντα των ισχυρών οικονομικών παραγόντων. Τα όρια της «αυτονομίας» του Κράτους σε σχέση με το κεφάλαιο, όπως έλεγε ο Νίκος Πουλαντζάς, είναι πάντα «σχετικά».


Ενα «σχετικά αυτόνομο» καπιταλιστικό Κράτος συναρθρώνεται λοιπόν εξ ορισμού με όλους εκείνους που έχουν συμφέρον στη συντήρηση του συστήματος. Και η συνάρθρωση αυτή γίνεται κατ’ ανάγκην στενότερη όταν ένα μεγάλο μέρος των ιδιωτικών συμφερόντων αντλεί αμέσως ή εμμέσως τα κέρδη του μέσα από κρατικές προμήθειες, παραγγελίες ή άδειες. Στην περίπτωση αυτή είναι φυσικό, και ίσως και αναπότρεπτο, τα ιδιωτικά αυτά συμφέροντα, οργανωμένα συνήθως σε επώνυμους ολιγοπωλιακούς ομίλους, να απλώνουν τα πλοκάμια τους προς τους νόμιμους φορείς της κρατικής εξουσίας με στόχο να εκμαιεύσουν ευνοϊκές αποφάσεις, ρυθμίσεις ή και παραλείψεις. Σε όλα τα μέρη του κόσμου οι πρακτικές αυτές είναι αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής καθημερινότητας. Από τη στιγμή που ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομικής πίτας μοιράζεται μέσα από το Κράτος, ο ανταγωνισμός των επίδοξων «πελατών» για την επινομή του μάννα δεν είναι δυνατόν να αποφευχθεί. Στο πλαίσιο αυτό οι επιχειρηματίες θα μετέλθουν κάθε μέσο. Θα ρίξουν τις τιμές τους, θα προσφέρουν αντισταθμιστικά οφέλη, θα ενισχύσουν τη δημόσια εικόνα τους, θα προβούν σε θεαματικές αγαθοεργίες και κυρίως θα ασκούν συνεχή «πίεση» με όλους τους τρόπους που είναι δυνατόν να επινοήσουν.


Επαγγελματίες «πιεσολόγοι»


Η «πίεση» είναι λοιπόν διαρθρωτικό στοιχείο της σημερινής πραγματικότητας. Εδώ και πολλές δεκαετίες στην Ουάσιγκτον και στις Βρυξέλλες οι συγκροτημένες και ονοματισμένες πλέον «ομάδες πίεσης» κυριαρχούν στην κοινωνικοοικονομική ζωή. Πλουσιοπάροχα αμειβόμενοι, οι επαγγελματίες «πιεσολόγοι» ασχολούνται με το να πληροφορούν, να κολακεύουν και να «πείθουν» εκείνους που μετέχουν στο πολιτικό σύστημα για την αξιοπιστία και την αρετή των πελατών τους. Και αν σκεφθούμε πως το επάγγελμα ανθεί όλο και περισσότερο παγκοσμίως, είναι λογικό να συμπεράνουμε πως οι «lobbyists» (προθαλαμιστές) είναι συνήθως αποτελεσματικοί.


Ετσι, βαθμιαία, ο αναγνωρισμένος κόσμος των δημοσίων μεσιτών και μεσιτευομένων παγιώνεται συγκεντρώνοντας επάνω του τους φακούς μιας δημοσιότητας που ζει με τον φετιχισμό της επωνυμίας. Εκ των πραγμάτων λοιπόν θαλαμάρχες, θαλαμηπόλοι, προθαλαμιστές, δημοσιοσχεσίτες, δημοσιολάγνοι και «πελάτες» συνεμφανίζονται, συνευρίσκονται, συντρώγουν, συγχαριεντίζονται και συναλλάσσονται σε κάθε δυνατή ευκαιρία. Οι σχέσεις, κατά μαχητό κατά τεκμήριον αθώες, είναι δημόσιες και φανερές. Πολλώ μάλλον που ο καθημερινός πλειστηριασμός των προνομίων και των ευκαιριών δεν διεξάγεται βέβαια ευθέως στους δημόσιους χώρους των δεξιώσεων και των πολιτιστικών εκδηλώσεων. Στους χώρους αυτούς επικυρώνεται απλώς το θεμιτό της επαφής των επίδοξων συμπαικτών και συμμετόχων. Αντίθετα με την κοινή αγορά, που είναι εξ υποθέσεως ανώνυμη, η αγορά της διαπλοκής δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει ως απολύτως και απροκαλύπτως επώνυμη.


Τα «ύποπτα» και τα παράδοξα


Με αυτή την έννοια η διαπλοκή καθεαυτήν δεν είναι ούτε παράνομη ούτε επονείδιστη. Και αν ακόμη ορισμένοι πουριστές ηθικολόγοι ή καντιανοί φιλόσοφοι επιμένουν να τον θεωρούν αντιαισθητικό, ο διαπεπλεγμένος συγχρωτισμός των εξουσιών είναι λειτουργικά και συμβολικά αναπόφευκτος. Ούτως ή άλλως οι φορείς των ολιγοπωλίων και των ολιγοψωνίων πρέπει να μπορεί να αλληλοαναγνωρίζονται και να αλληλοσυμπληρώνονται. Το αναπάντητο ερώτημα που παραμένει λοιπόν ανοικτό είναι αν οι συνεχείς «πιέσεις» των μεν προς τους δε ασκούνται με αθέμιτες μεθόδους και αν προσφέρονται και γίνονται δεκτά οικονομικά ή άλλα ανταλλάγματα.


Πράγματι η διαφανής διαπλοκή ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για την υλοποίηση όλων των αδιαφανών, υπόγειων και ανομολόγητων στόχων. Γι’ αυτό δε ακριβώς προκαλεί ευλόγως «υποψίες». Και εδώ ακριβώς εμφιλοχωρεί το παράδοξο: ίσως οι διάχυτες αυτές, αλλά αναπόδεικτες υποψίες να είναι ακριβώς ο παράγοντας εκείνος που διευκολύνει και τελικώς αποκρύπτει τις αθέμιτες συναλλαγές. Για να είναι δυνατόν όλες οι κατ’ αρχήν και εκ πεποιθήσεως έντιμες σύζυγοι των Καισάρων να μπορεί, αν λάχει, να μετατρέπονται ευκαιριακά σε ανέντιμες δίχως να προδίδονται, θα πρέπει όλες οι γυναίκες να εμφανίζονται ως εάν η προς τα έξω εκ πρώτης όψεως «ύποπτη» συμπεριφορά δεν είναι συνήθως παρά ένα παιχνίδι, το οποίο, σαν το αθώο φλερτ, ούτε προδικάζει ούτε αποδεικνύει το παραμικρό. Ο γενικευμένος «προθαλαμισμός» είναι λοιπόν κατά τούτο πρόσφορος για την αναπαραγωγή ενός συστήματος που εξωθείται να κρύβει την αδιαφάνεια πίσω από τον πέπλο της διαφάνειας: υψώνει αδιαπέραστα προπετάσματα καπνού πίσω από τα οποία συγχέονται οι διαπεπλεγμένες σκιές του κατά κυριολεξίαν κόσμου, του αδίστακτου υποκόσμου και του αμφίθυμου, αλλά ευεπηρέαστου ημικόσμου.


Ετσι ακριβώς δημιουργούνται οι οργανωτικές και επικοινωνιακές προϋποθέσεις για να μετουσιώνεται, όταν έλθει η ώρα, η «διαπλοκή» σε «διαφθορά». Η μετάβαση από την ανώδυνη ­ και νόμιμη ­ κυκλοφορία συμβολικών αγαθών, δώρων και φιλοφρονήσεων σε συστηματική κυκλοφορία πραγματικού «πολιτικού χρήματος» συνοψίζει το σημείο καμπής πέρα από το οποίο υπονομεύεται το πολίτευμα και η δημοκρατία. Και εδώ ακριβώς εμφανίζεται το πολιτικό αδιέξοδο. Υπό τις σημερινές συνθήκες, η «μετάβαση» είναι πάντα αδιόρατη και ανεξέλεγκτη. Είναι ύψιστη αφέλεια να νομίζει κανείς ότι είναι δυνατόν να αποκαλυφθούν ποτέ με βεβαιότητα οι έντεχνες υπόγειες συναλλαγές ανάμεσα στους ενεχομένους. Σπανιότατα οι καθ’ ύλην αρμόδιοι εισαγγελείς έχουν στα χέρια τους τα αδιάσειστα εκείνα στοιχεία που θα τους επέτρεπαν να κινήσουν τις έννομες διαδικασίες. Αν δεν υπάρξουν καρφωτές από μέσα, οι διεφθαρμένοι διαπλεκόμενοι θα αποκαλυφθούν μόνο από ανοησία ή από ατυχία.


Το «κλεμμένο γράμμα»


Καμία δημοκρατία δεν μπορεί ποτέ λοιπόν να θωρακισθεί θεσμικά ενάντια στη διαβλητή εύνοια, στην υπόγεια αντιπαροχή ή στην κρυφή συμφωνία. Η περίφημη θεσμική «διαφάνεια», για την οποία μιλούν οι κήνσορες της πολιτικής ηθικής, δεν είναι παρά μια αφηρημένη φόρμουλα που συνοψίζει ευσεβείς και φρούδες ελπίδες. Οπως και οι χρηματιστηριακές κινήσεις, έτσι και οι κινήσεις του πολιτικού χρήματος διεξάγονται πάντοτε στην αχλύ του off shore. Στις ηλιόλουστες ακτές οργανώνονται απλώς τα προεόρτια.


Η αναπόφευκτη και φυσιολογική κοσμική «διαπλοκή» είναι λοιπόν απλώς το αποτελεσματικότερο μέσο για να αποκρύπτεται ο εκφυλισμός της σε «διαφθορά». Οπως συμβαίνει και στο διήγημα του Εντγκαρ Πόε, το «κλεμμένο γράμμα» βρίσκεται τόσο κοντά στα μάτια μας ώστε να το βλέπουμε όλοι δίχως να αναγνωρίζουμε τη συγκεκριμένη σημασία του. Αλλά και αν ακόμη ο επινοητικός ντετέκτιβ βρει τον φάκελο ή το φακελάκι, δεν θα περιέχει τίποτε άλλο από μια κόλλα λευκό χαρτί. Και αυτό ακριβώς είναι και το δράμα των σύγχρονων μιμητών του επιθεωρητή Dupin. Από τότε που ο πρωτοπόρος, αλλά και αφελής βασιλικός σύζυγος της Ολλανδίας συνελήφθη επ’ αυτοφώρω κλέπτων οπώρας μέσω της Lockheed, η διεθνής αμφικτυονία του «αμφι-κόσμου» έχει μάθει να συγκαλύπτει αποτελεσματικά τα ίχνη της.


Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής της Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.