Η νέα χιλιετία μάς προκαλεί με τις αντιφάσεις της. Την ίδια στιγμή που οι επαναστάσεις στη βιοτεχνολογία και στην πληροφορική αναγγέλλουν τις κατακλυσμικότερες αλλαγές από καταβολής ενός κόσμου που φαίνεται πια να κυβερνάται πλήρως από την εγχειρηματική λογική της ατομοκρατικής κατανάλωσης, κατακλυζόμαστε επίσης από νέες κοινωνικές συμπεριφορές που εκ πρώτης όψεως εμφανίζονται εντελώς ασύμβατες με τον φιλελεύθερο ατομοκρατικό ορθολογισμό. Σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, οι αιρέσεις, οι αποκρυφισμοί, η μαγεία, οι σατανισμοί, τα κάθε λογής cults, οι δεισιδαιμονίες και οι εξορκισμοί ανθούν. Οι έμποροι του ανορθολογισμού εκπλήσσονται μάλιστα και οι ίδιοι για την αναπάντεχα μαζική διεύρυνση της ζήτησης των προϊόντων και υπηρεσιών τους, μια ζήτηση που επεκτείνεται σε όλα τα οικονομικά και εκπαιδευτικά στρώματα. Παρ’ ότι διαφοροποιημένος, ο ανορθολογισμός φαίνεται ολοένα και περισσότερο «δια-ταξικός».


Οι παρενέργειες της επιτυχίας


Στην Ελλάδα βέβαια τα πράγματα εμφανίζονται ίσως διαφορετικά από ό,τι σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Ως ιστορικά συνδεμένη με την εθνική παράδοση, η επικρατούσα Ορθοδοξία δεν εκφράζει μόνο ατομικές ανησυχίες, αλλά αντιστοιχεί επιπλέον και σε έντονες συλλογικές και εθνικές αγωνίες. Θα ήταν όμως νομίζω σφάλμα να αναγάγει κανείς την ακάθεκτη επάνοδο των μεταφυσικών μελημάτων στη συνειδητοποίηση των απειλούμενων εθνικών μας ριζών και του ιδιαίτερου εθνικού μας «πολιτισμού» ο οποίος, μαζί με όλους τους άλλους, χάνεται και αυτός στους λαβύρινθους του οικουμενικού χωριού. Αλλωστε οι τάσεις είναι παγκόσμιες. Οπως και ο ιός του Aids, έτσι και η πρόκληση του επέκεινα είναι πάνδημη: αγγίζει αδιακρίτως πλούσιους και φτωχούς, πολιτισμένους και «βάρβαρους», ανεπτυγμένους και υπανάπτυκτους, εγγράμματους και αγράμματους. Από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι το Ιράν, από τη Βραζιλία μέχρι τη Μαύρη Αφρική και από τις χώρες της τέως Σοβιετικής Ενωσης μέχρι τη Δυτική Ευρώπη, η αναζήτηση θρησκευτικών και υπερβατικών καταφυγίων επανακάμπτει με απρόσμενη ένταση. Σε όλον τον κόσμο οι παραδοσιακές αναγωγές σε χρυσά παρελθόντα συντίθενται με νέες πρωτόγνωρες αγωνίες, εμπειρίες και νοσταλγίες. Και έτσι, ακόμα και εάν εκ πρώτης όψεως οι εξελίξεις αυτές φαίνεται να υπονομεύουν τους ήδη γνωστούς και κατεστημένους Θεούς, οι νέες «άγνωστες Θεότητες» επιβεβαιώνουν τις διάχυτες θεολογικές απορίες. Το ασίγαστο αίτημα της υπέρβασης είναι αδιαίρετο.


Οι εξηγήσεις είναι πολλαπλές. Πολλά έχουν γραφεί και γράφονται καθημερινά για την αύξηση της αβεβαιότητας, για την κρίση της πίστης στην πρόοδο, για την απώλεια νοήματος και για τα όρια του εγχειρηματικού ορθολογισμού. Και έχουν επίσης πολλές φορές επισημανθεί οι καταλυτικές ψυχοκοινωνικές προεκτάσεις της οικουμενικής αποδυνάμωσης των πολιτικών ουτοπιών και οραμάτων, της άμβλυνσης της συλλογικής δράσης και της ευρύτερης αποπολιτικοποίησης και εξατομίκευσης. Αυτό ακριβώς εξηγεί και την πάνδημη ακροαματικότητα των νεομυστικιστικών μηνυμάτων. Ακόμα και για εκείνους που δεν έχουν εντελώς εξωθηθεί εκτός του συστήματος, η ιδιοτελής κοινωνία της κατανάλωσης, του θεάματος και των παιχνιδιών δεν μπορεί να παρέχει άσυλα στον άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά στον θάνατο, στο γήρας, στη μοναξιά και στο παράλογο. Η γενική άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η επιμήκυνση ενός «άχρηστου» ελεύθερου χρόνου υπήρξαν μάλιστα ίσως και πρόσφορες ιστορικές προϋποθέσεις προκειμένου να καταστούν ακόμα προφανέστερα τα όρια των ατομικών ικανοποιήσεων, προταγμάτων και ηδονών. Η ξέφρενη επιδίωξη της ατομικής απόλαυσης, ανόδου και «επιτυχίας» δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμη διέξοδο παρά μόνον για τους ολίγους εκείνους που γνωρίζουν να συμβιβάζονται με τις παρενέργειές τους, αλλά και με το ενδεχόμενο της απώλειάς τους. Για όλους τους άλλους οι συμβολικοί πίθοι των Δαναΐδων είναι πηγές έμμονης αγωνίας και όχι ασφάλειας. Οπως μας διδάσκει το παιδικό παραμύθι, ο πλούτος δεν φέρνει την ευτυχία, εκτός βέβαια αν η ευτυχία αυτή νοηθεί σε αντιδιαστολή με μιαν ήδη ξεχασμένη αλλά πάντα φαντασιούμενη στέρηση και φτώχεια.


Η κουλτούρα του ναρκισσισμού


Με αυτήν την έννοια λοιπόν, η διαφαινόμενη επιστροφή στις υπερβατικές αναζητήσεις είναι παραδόξως «δημοκρατική». Αν οι περιθωριακοί και εξαθλιωμένοι εξακολουθούν να ψάχνουν τη σωτηρία τους σε έναν κόσμο που τους απορρίπτει, οι λιγότερο εξαθλιωμένοι επιχειρούν να βρουν τρόπους να κατασιγάσουν τις ανασφάλειές τους σε έναν κόσμο που τους αποξενώνει, τους τρομάζει, τους εκπλήττει ή ακόμα και τους πλήττει. Παρ’ όλ’ αυτά όμως ο διάχυτος φετιχισμός της ατομικής καταναλωτικής ευζωίας ούτε κλονίζεται ούτε σχετικοποιείται. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που προσανατολίζονται στα ασκητικά εκείνα ιδανικά που σύμφωνα με τον Adorno «περικλείουν μεγαλύτερη αντίσταση κατά της παραφροσύνης της οικονομίας του κέρδους από ό,τι πριν από εξήντα χρόνια η έκλυτη ζωή κατά της φιλελεύθερης καταπίεσης». Αναζητούνται απλώς οι αδύνατοι όροι για ένα μη ασκητικό μυστικισμό ο οποίος καλείται να συμβιβάσει τα μέχρι τούδε ασυμβίβαστα: απολαμβάνοντας τον ανταγωνιστικό κόσμο και τα μύρια αγαθά του, ας σώσουμε και την ευαίσθητη ψυχή μας.


Το παράδειγμα της υπερανεπτυγμένης Καλιφόρνιας είναι εύγλωττο. Πουθενά αλλού δεν εμφανίζονται τέτοια μαζικά φαινόμενα αναζήτησης «ευτυχίας» ή εσωτερικής «ισορροπίας» με οποιοδήποτε μέσο και τίμημα. Ο φετιχισμός της ομορφιάς, της νεότητας, της υγείας, της αλκής και του σώματος ως ιδεωδών αλλά φθαρτών αξιών οδηγεί στην ξέφρενη ιχνηλάτηση «άλλων» διαύλων προς την αιώνια και άφθαρτη αλήθεια. Και στο πλαίσιο αυτό, αν τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και οι διάφορες «ψυχοθεραπείες» αποτελούν ατομικές απαντήσεις στο περιρρέον χάος της υπερπροσφοράς ανεπαρκών, αυτοαναιρούμενων και εύθραυστων καταφυγίων, η φυγή προς τις σέκτες και τις ενοραματικές θρησκείες εκφράζει τη νοσταλγία για τους χαμένους συλλογικούς παραδείσους. Η κουλτούρα του ναρκισσισμού προσκρούει λοιπόν παραδόξως στην εγγενή αστάθεια των πανταχού παρόντων παραμορφωτικών καθρεπτών που φυτρώνουν σε κάθε γωνία. Και έτσι, η ακαθήλωτη ελπίδα για μιαν ατομική ή ακόμα και αυτιστική υπέρβαση τείνει ολοένα και συχνότερα να επικεντρώνεται σε ένα έξωθεν ερχόμενο, συχνά δε και ευκαιριακό επικοινωνιακό «προϊόν» που εμφανίζεται είτε ως μοίρα είτε ως ζώδιο είτε ως σοφία είτε ως συμμετοχή στο Θείο ή στο διαβολικό. Περιβαλλόμενος από συνεχείς προκλήσεις που αμφισβητούν την αυτόνομη επάρκειά του, ακόμα και ο Νάρκισσος δεν αντέχει την υπαρξιακή μοναξιά του. Η έλξη του θανάτου, της βίας και του κενού και η αναζήτηση της ατομικής σωτηρίας στις περιφερόμενες ευτυχιολογικές συνταγές είναι λοιπόν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μετά από αναρίθμητους αιώνες, οι ως εμπορεύματα προβαλλόμενες εκ-στατικές, ευδαιμονιστικές, υστερικές, αυτοκτονικές και (αυτο)καταστροφικές σέκτες ακολουθούν την πορεία των γνωστικών φιλοσόφων του τέλους της αρχαιότητας, των Καθαρών ή ακόμα και των Ασσασίνων. Πουλώντας τα πολυσχιδή σωτηριολογικά προϊόντα του, ο κόσμος μας εμφανίζεται ταυτοχρόνως ως ο «καλύτερος» και ο «χειρότερος» όλων των δυνατών κόσμων. Και ο καθένας καλείται να αντλήσει τα εξ ορισμού προσωρινά, μάταια και αναστρέψιμα ανακουφιστικά συμπεράσματά του.


Αποκρυφισμός και καπιταλισμός


Η σύγκριση όμως με το παρελθόν σταματάει εδώ. Οι νέες ασυλιακές δομές που παρέχονται αφειδώς από τους αυτοσχέδιους ψυχοπομπούς και ψυχεμπόρους δεν είναι απλά ατομικά καταφύγια. Ταυτοχρόνως αναδεικνύονται κατ’ ανάγκην όχι μόνο σε ανθούσα big business, αλλά και σε αναπόσπαστο μέρος των τρεχουσών μορφών εξουσίας που φροντίζουν να διοχετεύουν τη ροή των ψυχικών κλυδωνισμών σε ασφαλείς και τιθασεύσιμες κοίτες. Η σύμπλευση αποκρυφισμού και καπιταλισμού αποτελεί λοιπόν ίσως, με αυτήν την έννοια, μιαν από τις έσχατες αναδιπλώσεις του δοκιμαζόμενου αλλά πάντα πανίσχυρου ατομοκρατικού προτύπου. Οικειοποιούμενο και εγκολπούμενο την αγωνία όλων εκείνων που δεν είναι πεπεισμένοι για την ορθότητα του αυτάρεσκα υλιστικού κόσμου που μας περιβάλλει, το σύστημα κατορθώνει να καταστήσει ακόμα πιο ανενεργά τα μαζικά κινήματα που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την πολιτική, κοινωνική και ηθική λυσιτέλεια των τρεχουσών επιλογών. Οι αποκρυφισμοί δεν μπορούν λοιπόν πια να παραπέμπουν, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν, σε νέες μορφές κοινωνικών σχέσεων αλλά αντίθετα ενισχύουν τις κατεστημένες μορφές εξουσίας. Από τη στιγμή που τα πολιτικά εγκόσμια μπορεί να χωρίζονται με σινικά τείχη από τους απορριπτικούς ηθικούς και «υπαρξιακούς» προβληματισμούς, η αναζήτηση της «εσωτερικής» αλήθειας μπορεί να αποσπάται από το αίτημα αλλαγής της «εξωτερικής» πραγματικότητας. Οι ακεραιοφροσύνες κάθε λογής παραδίδουν λοιπόν τους ανθρώπους σε μια συλλογική μυσταγωγία που παραιτείται από το αίτημα όχι μόνο να αλλάξει έναν κόσμο που δεν «μπορεί» να αλλάξει, αλλά και να κατανοήσει έναν κόσμο που δεν «χρειάζεται» να κατανοηθεί αλλιώς παρά μέσα από τις αιώνιες και αναλλοίωτες προδιαγραφές του. Από τη στιγμή που οι φανατισμοί και οι μισαλλοδοξίες επικεντρώνονται στα υπερκόσμια σύμβολα της διιστορικής υπέρβασης αποσπώνται από τα εγκόσμια σύμβολα της ιστορικής συλλογικής και πολιτικής δράσης. Και έτσι λειτουργούν πάντοτε ως «όπιο».


Και ακριβώς στο σημείο αυτό επικεντρώνεται μια από τις μείζονες άλυτες αντιφάσεις της εποχής μας. Η αύξουσα ιδεολογική και ηθική σχάση ανάμεσα στις επιστημονικές, τεχνολογικές και κεφαλαιακές δυνάμεις που μετασχηματίζουν καθημερινά τον κόσμο και στις τάσεις να αναζητούνται εσωτερικές και υπερβατικές λύσεις στα ατομικά αδιέξοδα είναι πρωτοφανής. Και το ζήτημα έχει σημασία κυρίως ως προς τις άμεσες επιπτώσεις της σχάσης αυτής στον «ενδιάμεσο» χώρο της έλλογης συλλογικής δράσης. Πράγματι, συνθλιβόμενη ανάμεσα στην «αναρμοδιότητά» της να ελέγξει αποφασιστικά το μέλλον και στην αδυναμία της να αναγάγει τη λειτουργία της σε αμετάθετες ηθικές κινητήριες «αρχές», η πολιτικοκοινωνική συνείδηση εξωθείται στο να διαχειρίζεται όχι μόνον «τα πράγματα» αλλά και τον εγγενή πλέον βουλησιακό ευνουχισμό της. Η συλλογική πολιτική φαντασίωση για θεσπίζουσες ρυθμίσεις δεν μπορεί πια ούτε καν να επικαλείται την πρωτογενή της ακεραιότητα. Οι πύρινες ρομφαίες που απειλούσαν ή υπόσχονταν να αλλάξουν τον κόσμο βρίσκονται πλέον στα δοκιμασμένα χέρια των επιστημόνων και των θεραπευτών, οι οποίοι από κοινού συναποδέχονται την κοινωνική εξέλιξη «όπως είναι». Παραδόξως οι μάγοι της ύλης και οι μάγοι των ψυχών μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά μέσα στο κοινωνικοπολιτικό καθαρτήριο από το οποίο η πολιτική έχει εκβληθεί. Ολα λοιπόν συμβαίνουν ως εάν, μετά από δύο αιώνες, το επαναστατικά απρόβλεπτο numen tremendum του ριζικού, δημιουργικού και αδέσμευτου κοινωνικού ορθολογισμού έχει κατακερματισθεί στα εξ ων συνετέθη: οι αποπολιτικοποιημένοι και ανεξέλεγκτοι ταγοί της επιστήμης και της τεχνικής παίζουν πλέον κατ’ αποκλειστικότητα το υποστασιοποιημένο παιχνίδι της μετά λόγου «γνώσεως», την ίδια στιγμή που οι εξίσου αποπολιτικοποιημένοι και ανεξέλεγκτοι ποιμένες των απανταχού δύσ-τυχων προβάτων και εριφίων ομιλούν και δείχνουν το δρόμο του «καλού και του κακού». Και έτσι, τα συστήματα των συμφερόντων μπορούν να επαναπαύονται: εγκαταλείποντας τη «θεραπεία» τόσο της γνώσης όσο και των ψυχών στην ελευθερία της αγοράς, ο καπιταλισμός εξασφαλίζει το απυρόβλητο.


Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.