Ο τίτλος που έδωσε ο Bernard-Henri Levy στο ογκώδες έργο που έγραψε για τον Σαρτρ είναι «ο αιώνας του Σαρτρ». Από πολλές πλευρές ο τίτλος αυτός αρμόζει στον αιώνα, αν όχι στον φιλόσοφο: όχι διότι η σκέψη του τελευταίου κυριάρχησε τον 20ό αιώνα, αλλά διότι αυτόν τον αιώνα κυριάρχησαν γεγονότα που συνδέθηκαν με το όνομα του Σαρτρ. Το πλήθος πενήντα χιλιάδων που παρευρέθηκε στην κηδεία του πριν από είκοσι χρόνια δεν ήταν αναγνώστες των φιλοσοφικών έργων του ή των φιλολογικών μελετών του. Ηταν θαυμαστές ενός διάσημου, στρατευμένου συγγραφέα.


Σημασία εδώ έχει κυρίως η στράτευσή του, διότι η φήμη του βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη θεωρητικοποίηση της ανάγκης πολιτικής και ιδεολογικής στράτευσης. Αυτή του η θέση οδήγησε τον ίδιο, καθώς και τους θαυμαστές του, στη λανθασμένη ιδέα ότι η πολιτική του ήταν το λογικό παράγωγο της φιλοσοφίας του.


Οι πολιτικοί αγώνες του όμως εναντίον της αποικιοκρατίας στην Αλγερία τη δεκαετία του ’50 ή υπέρ του μαοϊσμού τη δεκαετία του ’70 δεν έχουν καμία λογική σχέση με τις ιδέες που ανέπτυξε ο δημιουργός του γαλλικού υπαρξισμού στο «Είναι και το μηδέν» ή στην «Κριτική της διαλεκτικής σκέψης». Το πρόσωπο του Σαρτρ τα συνενώνει ή για να είμαστε ακριβέστεροι, ο μύθος που δημιουργήθηκε για αυτό το πρόσωπο. Αν η φιλοσοφία του Σαρτρ έχει κάποια ενότητα, αυτή βρίσκεται στην ιδέα της ελευθερίας η οποία είναι καθαρά οντολογική: είναι η ελευθερία της συνείδησης που εισχωρεί παντού, που μπορεί να την έχει ακόμη και ένας φυλακισμένος ή, όπως έγραψε ο Σαρτρ, οι Γάλλοι επί γερμανικής κατοχής.


Αυτή η άσαρκη ιδέα της ελευθερίας μετεξελίσσεται σε πραξιακή αργότερα. Η ελευθερία πραγματώνεται και ολοκληρώνεται μέσα από την κυριαρχία του ατόμου, την οποία πετυχαίνει όταν ταυτίζεται με ένα κοινωνικό σύνολο που δεν είναι συμπαγές ­ όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα ­ αλλά σε διαρκή «σύντηξη». Οι «ομάδες σύντηξης» που είχε κατά νου ο Σαρτρ ήταν οι μικρές αριστερίστικες ομάδες που πολλαπλασιάστηκαν μετά το 1968 στη Γαλλία και γενικότερα στη Δυτική Ευρώπη.


Αυτές οι δύο έννοιες της ελευθερίας αντιστοιχούν όχι μόνο σε δύο διαφορετικές φάσεις στην εξέλιξη της σκέψης του Σαρτρ αλλά και δύο ανταγωνιστικά στοιχεία στη διανοητική του προσωπικότητα.


Από τη μια μεριά τονίζεται η σημασία της συνειδησιακής δράσης: ο άνθρωπος δεν είναι ουσία αλλά συνείδηση. «Υπάρχει» στον βαθμό που παίζει ένα ρόλο, που δίνει συνειδητά στον εαυτό του ένα ρόλο και ο ρόλος του αυτός τον καθορίζει. Ο σύγχρονος άνθρωπος αναρωτιέται αν αυτή η παντομίμα της ύπαρξης ισχύει για όλους, ας πούμε στο Αουσβιτς ή στο Νταχάου. Οσο για τη δεύτερη έννοια της ελευθερίας, που νοείται ως σύμφυτη με την κυριαρχία και τη «σύντηξη», σήμερα πολύ λίγοι θα την υιοθετούσαν. Η έμφαση που δίνεται σήμερα στην πολιτική είναι στον πλουραλισμό, ακόμη και στον κοινοτισμό που συνδέεται με την πολιτιστική πολυμέρεια, όχι στη «σύντηξη» και την αναγκαστική, αδελφοποιητική ενότητα των ομάδων δράσης.


Οσο για την ταύτιση της ελευθερίας με την κυριαρχία, μπορεί να πει κανείς ότι αυτή η ιδέα οδήγησε την πολιτική σκέψη του Σαρτρ στο χειρότερό της ολίσθημα ­ αν ο όρος αυτός δεν είναι υπερβολικά μετριοπαθής.


Αυτό συνέβη το 1961, στην Εισαγωγή που έγραψε στο έργο του Φραντς Φανόν «Οι κολασμένοι της γης» όταν ένας μαύρος δολοφονεί έναν λευκό, λέει ο συγγραφέας της «Ναυτίας», το όφελος είναι διπλό, διότι ξεπαστρεύει έναν καταπιεστή και απελευθερώνει τον εαυτό του εφόσον με τον φόνο αυτό γίνεται κυρίαρχος.


Δεν νομίζω ότι η ιδέα αυτή διαφέρει σε τίποτε από τα συναισθήματα που διακατείχαν ένα ναζί για οποιονδήποτε που το δόγμα του ανήγαγε σε εχθρό της ανθρωπότητας, μόνο και μόνο επειδή ανήκε σε κάποια καθορισμένη φυλή. Και πιστεύω ότι πολλά είναι δυνατό να συγχωρεθούν στον μεγάλο συγγραφέα, που δεν έπαυσε να παρασύρεται σε πλανερές πολιτικές διαγνώσεις, όχι όμως αυτή του η δήλωση ούτε εκείνη ­ της ίδιας εποχής ­ που έλεγε ότι κάθε αντικομουνιστής είναι σκυλί.


Το πάθος του για την υπεράσπιση των αδυνάτων και των κατατρεγμένων τον τύφλωνε και δεν δίστασε ορισμένες φορές όχι μόνο να αποκρύψει την αλήθεια, αλλά να δικαιολογήσει την απόκρυψη αυτή στο όνομα του «αγώνα κατά του καπιταλισμού». Η ιδέα αυτή, όπως έγραφε πρόσφατα ο Ζαν Ντανιέλ, στηριζόταν στην «παραληρηματική πλάνη» ότι όλα τα δεινά της ανθρωπότητας οφείλονται στον καπιταλισμό. Τουλάχιστον σε αυτό δεν πλανήθηκε μόνος του ο Σαρτρ.


Από πολλές πλευρές η μοίρα του Σαρτρ ήταν τραγική. Δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τη φιλοδοξία του και να γίνει Σταντάλ και Σπινόζα του 20ού αιώνα, παρά το γεγονός ότι έδειξε μεγάλο λογοτεχνικό και φιλοσοφικό ταλέντο. Και δεν κατόρθωσε να πετύχει στο έργο του την ενότητα ανάμεσα στις δύο αυτές κατευθύνσεις.


Αυτή του η αποτυχία συνδέεται και με μια άλλη, σημαντικότερη, που έχει να κάνει με τη φιλοσοφία του. Δεν μπόρεσε να ενοποιήσει την πολιτική του πρακτική με τη φιλοσοφία του. Αλλοι φιλόσοφοι, όπως ο Ράσελ, λόγω της αναλυτικής τους κατεύθυνσης αντιλήφθηκαν γρήγορα ότι αυτό ήταν αδύνατο.


Ο Σαρτρ παγιδεύτηκε σε μια πρωτότυπη και ευφάνταστη και από πρώτη άποψη ελκυστική ιδέα: ότι η εισχώρηση της συνείδησης στον κόσμο αρκεί για να εγκαθιδρύσει μια ηθική και μια πολιτική. Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτό είναι λάθος. Και απορρίπτουμε και την πρόσθετη ολέθρια ιδέα ότι η πρώτη πρέπει να εδράζεται στη δεύτερη. Η συνέχιση της παμπολιτικοποίησης σε ορισμένους κύκλους αναπαράγει αυτή την πλάνη και τις ολοκληρωτικές της συγγένειες.


Εξακολουθεί όμως ο Σαρτρ να είναι ο μεγάλος αναλυτής της εβραϊκότητας ως ταυτότητας που στο σύγχρονο σχήμα της είναι παράγωγο του αντισημιτισμού. Και εξακολουθεί να είναι το σύμβολο μιας ακάματης πάλης για το δίκιο, όπως το αντιλαμβανόταν, συνεχίζοντας την παράδοση του Βολταίρου και του Ζολά. Σύμβολο, και ασφαλώς μύθος, ως ένα βαθμό. Ακόμη όμως και στη φιλοσοφία, όπως και στην πολιτική, οι μύθοι είναι αναγκαίοι.


Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.