Ο πολιτισμός είναι προορισμένος να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην κοινωνία του μέλλοντος. Οι πολίτες του μέλλοντος θα διαθέτουν πολύ περισσότερο ελεύθερο χρόνο, βασική προϋπόθεση όχι μόνο για τη δημιουργία αλλά και για την ανάλωση πολιτιστικών αγαθών. Βλέπετε, παρασύρθηκα ήδη από το καταναλωτικό λεξιλόγιο, όχι χωρίς σκοπιμότητα και υστεροβουλία. Η σημερινή, και ασφαλώς η αυριανή, κοινωνία είναι και θα εξακολουθήσει να είναι με αυξανόμενο, μέχρι φρενίτιδος, ρυθμό καταναλωτικές. Οποιο αγαθό δεν μπορεί να ενταχθεί μέσα στα όρια της λογικής και της λειτουργίας τους είναι καταδικασμένο σε μαρασμό και απόρριψη. Ευτυχώς ο πολιτισμός έχει αποδειχθεί ότι διαθέτει ανεξάντλητα αποθέματα καταναλωτικής ανάπτυξης.


Ας χωρίσουμε τα πολιτιστικά αγαθά σε δύο ομάδες για λόγους μεθοδολογίας: στις αξίες και στα έργα τέχνης που μας έχει κληροδοτήσει η παράδοση σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο και στις αξίες και στα έργα τέχνης που δημιουργούνται σήμερα. Η παράδοση, η διαχρονική παράδοση της ανθρώπινης δημιουργίας, διαθέτει ανεξάντλητα αποθέματα πολιτιστικών θησαυρών. Η καταναλωτική βιομηχανία έχει από καιρό εκτιμήσει το χρυσοφόρο κοίτασμα της παράδοσης και έχει οργανώσει ήδη την εκμετάλλευσή του. Ο πολιτισμός και ιδιαίτερα το κεφάλαιο τέχνη έχουν το προνόμιο να τροφοδοτούν με ανεξάντλητο υλικό τον αδηφάγο Μινώταυρο των μέσων μαζικής επικοινωνίας και την εικονολατρική πελατεία τους.


Οι απεριόριστες δυνατότητες αναπαραγωγής, με ολοένα και πιστότερο τρόπο, της εικόνας προβλημάτισαν εμπνευσμένα τον γερμανό θεωρητικό Walter Benjamin πριν από μερικές δεκαετίες. Η αναπαραγωγή δεν διαθέτει ασφαλώς το φωτοστέφανο και τη μυθική αύρα του πρωτοτύπου, αυξάνει όμως απεριόριστα την υλική του αξία και την αίγλη του κατόχου του πρωτοτύπου, είτε πρόκειται για μουσείο είτε για συλλέκτη. Ετσι εξηγούνται οι υπέρογκες τιμές στις οποίες έφτασαν τα έργα τέχνης τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Το αυθεντικό έργο, του οποίου οι εικόνες κυκλοφορούν και λατρεύονται από τη μάζα, αποκτά τη δύναμη της θαυματουργής εικόνας. Ο κάτοχός της, αν είναι μουσείο, μεταβάλλεται σε προσκύνημα και αν είναι πρόσωπο περιβάλλεται από την αίγλη και τον σεβασμό που δεν μπορεί να του εξασφαλίσει μόνο το χρήμα.


Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι πολιτισμένες χώρες χτίζουν μεγαλοπρεπείς ναούς-μουσεία για να στεγάσουν τους θησαυρούς τους και να αυξήσουν τα κέρδη από τα προσκυνήματα της τουριστικής βιομηχανίας. Καμιά φορά, όταν λείπουν οι θαυματουργές εικόνες, αρκεί ο ίδιος ο ναός με την προκλητική του μεγαλοπρέπεια και επιδεικτικότητα για να προσελκύσει την προσοχή των πιστών. Παράδειγμα το μουσείο σύγχρονης τέχνης Guggenheim του Μιλμπάο, που δέχεται ήδη 1.200.000 επισκέπτες τον χρόνο, οι οποίοι προσέρχονται όχι τόσο για να θαυμάσουν το περιεχόμενο αλλά το περιέχον, το εκθαμβωτικό γιγάντιο γλυπτό του Frank Gherry, αστραφτερό, καθώς έχει ολόκληρο επενδυθεί από πολύτιμες πλάκες τιτανίου. Από την άλλη μεριά παραδοσιακά μουσεία-θησαυροφυλάκια ανεκτίμητων έργων της παγκόσμιας παράδοσης, όπως το Λούβρο, η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου ή της Ουάσιγκτον, επεκτείνονται, ανακαινίζονται, παραδίνονται στην έμπνευση διάσημων αρχιτεκτόνων για να κάνουν θελκτικότερο, ελκυστικότερο το δέλεαρ της προσφοράς τους.


Ο πολλαχόθεν διεκδικούμενος ελεύθερος χρόνος των πολιτών και οι ολοένα και πιο σοφιστεμένοι μηχανισμοί προβολής και διαφήμισης των καταναλωτικών αγαθών καθοδηγούν πλέον τη φυσιογνωμία όχι μόνο των ναών της τέχνης, αλλά και των πόλεων. Οι μεν ναοί της τέχνης μεταθέτουν το κέντρο βάρους από το περιεχόμενο στο περιέχον, η δε πόλη μεταβάλλεται σε σκηνικό της κατανάλωσης: η μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική, εκλεκτική, εξωστρεφής, διακοσμητική και αμοράλ, είναι το εύγλωττο σήμα αυτής της στροφής. Η πόλη γίνεται το χαρούμενο σκηνικό της κατανάλωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κλειστές αγορές στον Βορρά, οι εμπορικοί πεζόδρομοι στον Νότο, τα εμπορικά κέντρα διεκδικούν τα πρωτεία στη ραγδαία μεταμόρφωση της φυσιογνωμίας των πόλεων.


Τα μουσεία, αν θέλουν να επιβιώσουν, είναι αναγκασμένα να ενταχθούν στους νόμους αυτής της νέας λειτουργίας της νεοφιλελεύθερης καταναλωτικής κοινωνίας. Ο πολιτισμός, ως εξιδανικευμένο καταναλωτικό αγαθό, προσφέρει την αίγλη του στα γειτνιάζοντα καταναλωτικά αγαθά. Αγορές, εστιατόρια, ακριβές μπουτίκ περιβάλλουν το νέο Λούβρο, στην υπόγεια πόλη που διαμόρφωσε ο αρχιτέκτονας Pei κάτω από την πλατεία του Carousel. Οι έμποροι έβρισκαν πάντοτε στα προσκυνήματα και στους ναούς πρόσφορο και φιλόξενο χώρο για να πουλήσουν την πραμάτεια τους. Να θυμηθούμε και να μιμηθούμε τον ευαγγελικό διωγμό των εμπόρων από τον ναό από τον Ιησού; Σήμερα θα ήταν ανεδαφικό και ατελέσφορο. Αντίθετα, να εκμεταλλευθούμε καλύτερα τη μαγνητική δύναμη που παράγει η ανοίκεια σύζευξη για να προσελκύσουμε περισσότερο κόσμο στον πολιτισμό. Να φέρουμε κοντά στον πολιτισμό τον απλό λαό, που τον διεκδικεί η βία των γηπέδων και τα σκυλάδικα. Να χτίσουμε υπέροχους, σαγηνευτικούς ναούς τέχνης και να τους περιβάλουμε με αγορές, περιπάτους και κέντρα αναψυχής. Η τροπή της οικονομίας, της κατανάλωσης δεν είναι αναστρέψιμη. Ας κατευθύνουμε την κοίτη του ορμητικού ποταμού στα άγονα και διψασμένα πεδία της λαϊκής, μαζικής παίδευσης (κουλτούρας).


Η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα είναι καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στην ΑΣΚΤ και διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης.