Ενας παραμελημένος στοχαστής του Μεσοπολέμου



Το καλοκαίρι του 1921 παίρνουν το πτυχίο από το ΕΜ Πολυτεχνείο οι πρώτοι 12 απόφοιτοι της νεοσύστατης Σχολής Αρχιτεκτόνων της Αθήνας. Οι πιο γνωστοί από το σύνολο αυτών των μάλλον ανώνυμων επαγγελματιών του χώρου με ντόπια εκπαίδευση είναι ο Ιωάννης Βασιλείου, ο οποίος ανέπτυξε και αξιοσημείωτη συγγραφική δραστηριότητα και, κυρίως, ο Κώστας Μπίρης, ο ιστορικός και αθηναιογράφος με το ογκώδες σχετικό έργο. Η σχολή της Αθήνας θα αποδεικνυόταν ιδιαίτερα φειδωλή στην παραγωγή αξιόλογων προσωπικοτήτων: το 1923 ξεχωρίζει μεταξύ των αποφοίτων ο Κυριάκος Παναγιωτάκος ενώ το 1924 ο Πάτροκλος Καραντινός. Ο τελευταίος θα εξελιχθεί σε μια από τις πιο ισχυρές μορφές της αρχιτεκτονικής του ελληνικού Μεσοπολέμου με μέτρο σύγκρισης μιαν άλλη φυσιογνωμία, ακόμη πιο σύνθετη και προικισμένη, αυτή του Νίκου Μητσάκη ο οποίος ανήκει στην ομάδα των 12 πρώτων αποφοίτων του 1921.


Το βιογραφικό του σημείωμα


Ο Μητσάκης γεννιέται στον Πύργο της Ηλείας στις 20 Αυγούστου 1899 και από το 1904 ζει στην Αθήνα. Το βιογραφικό του σημείωμα είναι λιτό: ο Μητσάκης δεν συμπληρώνει τις σπουδές ούτε έχει άλλη εμπειρία στο εξωτερικό, πράγμα πολύ συνηθισμένο για την πλειονότητα των συναδέλφων του. Το 1926 προσλαμβάνεται ως αρχιτέκτων στην υπηρεσία Τεχνικών Εργων του υπουργείου Παιδείας και από το 1930 είναι προϊστάμενος του γραφείου μελετών νέων σχολικών κτιρίων του ίδιου υπουργείου, ως το τέλος της δεκαετίας. Παράλληλα διδάσκει ως επιμελητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜ Πολυτεχνείου (1931-33). Χάνεται πρώιμα σε ατύχημα στον Σκαραμαγκά, επιστρέφοντας από τον πόλεμο, στις 25 Απριλίου 1941.


Στην αθόρυβη αυτή βιογραφία περιέχεται εντούτοις ένα στοιχείο που αμέσως κινεί την προσοχή: ο Μητσάκης εργάζεται στο υπουργείο Παιδείας σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και κρίσιμη φάση της ανάπτυξής του, στην πρώτη περίοδο της οποίας (1930-32) υπουργός είναι ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ο Μητσάκης διευθύνει εκείνο ακριβώς το γραφείο μελετών νέων σχολείων το οποίο οικοδόμησε στην κυριολεξία το πιο λαμπρό κεφάλαιο της ιστορίας της ελληνικής αρχιτεκτονικής μεταξύ των δύο πολέμων. Τα γεγονότα είναι γνωστά: ο Παπανδρέου, με στόχο την ανέγερση μερικών χιλιάδων νέων διδακτηρίων, έχει την πνευματική διαύγεια και την τόλμη να επανδρώσει την τεχνική υπηρεσία του υπουργείου με μερικούς από τους πιο ανήσυχους και προοδευτικούς νέους αρχιτέκτονες της περιόδου, τοποθετώντας ταυτόχρονα επικεφαλής τον Μητσάκη, έναν πραγματικό ευπατρίδη και σκεπτόμενο αρχιτέκτονα. Ο τελευταίος όχι μόνο συντονίζει και ενθαρρύνει το σχεδιαστικό έργο των σχεδόν συνομήλικων συναδέλφων αλλά υπογράφει επίσης, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30, μερικές από τις πιο σημαντικές μελέτες νέων σχολείων. Με τον τρόπο αυτό συμβάλλει αποφασιστικά στην ανανέωση της συγκεκριμένης αυτής τυπολογίας όχι μόνο για την ελληνική αρχιτεκτονική αλλά και στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής οπτικής.


Το πυκνό έργο του Μητσάκη δεν περιορίζεται ωστόσο στον τομέα της σχολικής αρχιτεκτονικής (γυμνάσιο Νάξου, λύκειο Αμπελοκήπων και σχολείο οδού Κωλέττη στην Αθήνα, συγκρότημα Αγίας Σοφίας και Ανώτερο Παρθεναγωγείο Θεσσαλονίκης). Η εικοσαετής σχεδόν δραστηριότητά του καλύπτει όλα τα κτιριολογικά θέματα, από τα δημόσια κτίρια ως τις κατοικίες (αρκεί η αναφορά στην πρωτοποριακή βίλα Κουτσίνα στον Βόλο, 1934, ένα από τα σημαντικότερα δείγματα κατοικίας του ελληνικού Μεσοπολέμου). Πολλές άλλωστε και διακεκριμένες είναι οι συμμετοχές σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς (π.χ. η μελέτη του 1931 για τον ναό της Παναγίας Τήνου). Μία από τις τελευταίες σχεδιαστικές εργασίες του είναι εκείνη για τον πρώτο πυρήνα της πανεπιστημιούπολης Θεσσαλονίκης (1938), από την οποία εκτελέστηκε μόνο η Γεωπονική Σχολή: πρόκειται για μια μελέτη με σαφώς μοντέρνο χαρακτήρα, ενώ η δικτατορία του Μεταξά υπαγορεύει πλέον άλλους προσανατολισμούς.


Πολυσχιδής προσωπικότητα


Η μορφή του Μητσάκη περιβάλλεται από ιδιαίτερο μυστήριο για τον μελετητή της νεότερης ελληνικής αρχιτεκτονικής. Η προσωπικότητά του δεν είναι γραμμική, δεν είναι δεδομένη, δεν ακολουθεί μια συμβατική πορεία δημιουργίας με περισσότερο ή λιγότερο ευτυχείς στιγμές. Σ’ αυτό ίσως συνέβαλε και ο άδικος χαμός του μέσα στην Κατοχή, ενώ το έργο του παρέμεινε άγνωστο για πολλές δεκαετίες. Ο πιο πιθανός όμως λόγος είναι η απρόοπτη πολυπλοκότητα και η σύνθετη προβληματική η οποία αναδύεται στην επαφή με το σχεδιαστικό του έργο. Ο Μητσάκης μετά την αποφοίτησή του (που συμπίπτει σχεδόν με την καίρια ημερομηνία της μικρασιατικής καταστροφής) αναπτύσσει με εξαιρετική ένταση την αναζήτηση των στοιχείων εκείνων τα οποία μπορούν να οριοθετήσουν την ταυτότητα μιας νέας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Ο ίδιος έχει την ευκαιρία να υπογραμμίσει αργότερα, σε ένα από τα ελάχιστα γραπτά του (περ. 1934) την προσωπική «ενδόμυχον αντίδρασιν προς την μιμικήν και ανεξέλεγκτον επανάληψιν των ­ καλών ή κακών ­ αρχιτεκτονικών μορφών της Δύσεως».


Με βάση αυτή την κριτική αναθεώρηση, ο αθηναίος αρχιτέκτων αναπτύσσει μια σχεδιαστική δραστηριότητα στην οποία εμπλέκεται ταυτόχρονα η λόγια αρχιτεκτονική παράδοση, κλασική και βυζαντινή, το ευρωπαϊκό μοντέρνο κίνημα και η δημώδης αρχιτεκτονική της ελληνικής υπαίθρου. Με την έννοια αυτή η εμπειρία του Μητσάκη συμπυκνώνει με σπάνια διεισδυτικότητα, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όλους τους προσανατολισμούς με τους οποίους ουσιαστικά η ελληνική αρχιτεκτονική αναμετρήθηκε στη διάρκεια του αιώνα.


Η κριτική εντούτοις στάση του Μητσάκη απέναντι στη δυτική παράδοση θα πρέπει να ερμηνευθεί ως καταδίκη των πάσης φύσεως εκλεκτικιστικών ασκήσεων των συγχρόνων του, οι οποίοι ολοκλήρωναν στη δεκαετία του ’20 την αδιέξοδη πορεία της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Ο Μητσάκης αναθεωρεί την παράδοση και την έννοια του κλασικού με τρόπο ανάλογο με εκείνο των γνωστών μανιφέστων (1926-27) της ιταλικής Ομάδας των 7, η οποία αντιπροσώπευσε τον σκληρό πυρήνα του ιταλικού ρασιοναλισμού. Το κλασικό για τον Giuseppe Terragni (1904-1943), τον πιο ιδιοφυή από τους μοντέρνους αρχιτέκτονες της γειτονικής χερσονήσου, είναι διάχυτο ακόμη και στα πιο προωθημένα έργα του, όπως ακριβώς και στον Μητσάκη. Ο παραλληλισμός μεταξύ των δύο μεσογειακών αρχιτεκτόνων είναι κάθε άλλο παρά αυθαίρετος, ως και για τον τρόπο με τον οποίο έκλεισαν τον κύκλο της ζωής τους.


Η παράδοση και το καινούργιο


Η έρευνα του Μητσάκη δεν περιορίζεται μόνο στον προσδιορισμό ενός αυτόχθονου μοντέρνου λεξιλογίου. Επεκτείνεται, κυρίως στη δεκαετία του ’20 και στο τέλος της δεκαετίας του ’30, στην αναζήτηση των «ορθολογικών» αρχετύπων της ελληνικής κτιριολογίας, από την Πριήνη και την ελάσσονα βυζαντινή παράδοση ως τη λαϊκή αρχιτεκτονική της ηπειρωτικής ενδοχώρας και του Αιγαίου. Αντίθετα όμως από τον σχολαστικό φιλολογισμό του Δημήτρη Πικιώνη (κατοικίες Μωραΐτη και Καραμάνου, 1921-25), στις μελέτες του Μητσάκη η αρχιτεκτονική σύνθεση αποκτά διακριτό χαρακτήρα και συγκεκριμένη οντότητα, τόσο στο επίπεδο των ανανεωμένων τυπολογικών λύσεων όσο και σε εκείνο της μορφολόγησης: η «παραδοσιακή» διατύπωση εντάσσεται στο πλαίσιο μιας δυναμικής πλαστικής αφήγησης με νεωτερικά κάθε φορά αποτελέσματα, ενός αέναου διαλόγου μεταξύ παλαιού και σύγχρονου, με στόχο την «βαθυτέραν κατανόησιν του πνεύματος που διέπει την αρχιτεκτονικήν του τόπου». Ο Μητσάκης είναι βέβαια μαθητής τού κατά 12 χρόνια μεγαλυτέρου του Πικιώνη, αλλά η ουσιαστική παιδεία του είναι αναμφίβολα ευρωπαϊκή, αν κρίνουμε από τα γαλλικά περιοδικά αρχιτεκτονικής και τη βιβλιογραφική παραγωγή του Λε Κορμπυζιέ που φυλάσσεται στο αρχείο του. Στην περίπτωση των δύο ανδρών μπορούμε να μιλήσουμε περισσότερο για παράλληλες πορείες παρά για αλληλεπιδράσεις. Οχι μόνο: ο πρόωρος θάνατος του Μητσάκη στέρησε κατά τη γνώμη μου από την ελληνική αρχιτεκτονική το αντίπαλον δέος, μια προσωπικότητα μοναδικού βεληνεκούς η οποία θα είχε συμβάλει ενδεχομένως σε μιαν άλλη διατύπωση των όρων του μεταπολεμικού αρχιτεκτονικού διαλόγου.


Ως σήμερα είχαν δει το φως λίγα μόνο άρθρα στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό1 σχετικά με το έργο του έλληνα αρχιτέκτονα. Η μονήρης και αριστοκρατική προσωπικότητα του Μητσάκη (είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος δεν συμμετείχε στην ελληνική ομάδα των CIAM) αποκαλύπτεται τώρα με αφορμή την ωραία έκθεση του Κέντρου Τεκμηρίωσης Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής, έκθεση που για πρώτη φορά παρουσιάζει μέρος της εντυπωσιακής σχεδιαστικής του παραγωγής. Τούτο έγινε δυνατό χάρη στη Μαρία και τη Μελπομένη Μητσάκη, οι οποίες με ολόψυχη αφοσίωση διέσωσαν στο ακέραιο το αρχείο του αδελφού τους και το παραχώρησαν στο νεοσύστατο Κέντρο Τεκμηρίωσης του Μουσείου Μπενάκη, που αξίζει κάθε έπαινο για το σωστικό έργο που επιτελεί. Την έκθεση επιμελήθηκαν οι Μ. ΣάκκαΘηβαίου και Ν. Α. Μπούρα ενώ το κείμενο του εικονογραφημένου καταλόγου έγραψε ο Χ. Πανουσάκης. Η έκθεση για τον Μητσάκη, για τον οποίο λείπει πλέον μια συνολική μονογραφία, θα είναι ανοιχτή ως τις 18 Ιουνίου.


1. Α. Giacumacatos, «Nikos Mitsakis and the renewal of Greek architecture», Architectural Design, 1986, αρ. 12.


Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι αρχιτέκτων – ιστορικός, διευθυντής του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής.