Είναι ορατό το φάσμα του οικονομικοπολιτικού οστρακισμού για τις χώρες όπως η Ελλάδα που ενώ θα ήθελαν να μπουν, τελικά μπορεί να μείνουν έξω από την Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ). Στην ουσία πρόκειται για αποκλεισμό από τον μηχανισμό λήψης ζωτικών αποφάσεων. Πρόκειται για θεσμοποίηση της Ευρώπης των δύο ή και πιο πολλών ταχυτήτων. Στην ουσία ο αποκλεισμός από την ΟΝΕ δημιουργεί τον κίνδυνο να μεγαλώσει οριστικά το χάσμα που χωρίζει την Ελλάδα από τους βασικούς αναπτυξιακούς άξονες της Ευρώπης, εφόσον το γεωπολιτικό και γεωοικονομικό κέντρο βάρους της ΕΕ μετατοπίζεται νομοτελειακά μέσω της διεύρυνσης στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (ΚΑΕ).


Η τελευταία κίνηση της ένταξης της δραχμής στο ΕΝΣ δίνει το μέτρο της σοβαρότητας αλλά και της ευθύνης.


Η Ελλάδα τώρα καλείται να σταθμίσει τις προκλήσεις της ΟΝΕ και της διεύρυνσης και να δώσει το εθνικό, το υπαρξιακό της στίγμα. Δύο είναι οι στρατηγικές προκλήσεις: η Ευρωπαϊκή Ενωση και τα Βαλκάνια. Τα δύο αυτά συμβαδίζουν με τη μελλοντική μας προοπτική.


Το πρόσφατο εγχείρημα της υποτίμησης και οι αναπόφευκτες θυσίες που επιβάλλει έχει νόημα μόνον αν υλοποιηθούν τρεις βασικές προϋποθέσεις:


(α) Αποκρατικοποίηση και Διαρθρωτικές Μεταβολές. Η ΟΝΕ είναι ο χώρος για να δοθεί η χαριστική βολή στον κρατισμό. Δεν έχει τίποτε να κάνει με την κοινωνική αλληλεγγύη. Ο κρατισμός είναι το φρένο της προόδου και πλήττει στην ωρίμανσή του κυρίως τις ασθενέστερες τάξεις. Εννέα χρόνια έπειτα από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και ενώ οι χώρες ΚΑΕ έχουν αποκρατικοποιήσει χιλιάδες επιχειρήσεις, στην Ελλάδα συζητείται ακόμη η αποκρατικοποίηση και γίνεται πρόφαση για να καθυστερήσουν ακόμη περισσότερο οι διαρθρωτικές εκείνες αλλαγές στη δημόσια διοίκηση που εδώ και δεκαετίες θα έπρεπε να έχουν γίνει.


Με την ένταξη της δραχμής στον Μηχανισμό των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, η Ελλάδα προσπαθεί να κάνει με μεγάλη καθυστέρηση αυτό που άλλοι έκαναν πριν από καιρό. Η ΟΝΕ και ο καιρός μας απαιτούν τη ριζική αλλαγή του παραδοσιακού ρόλου των πολιτικών, αποστασιοποίησή τους από την παρεμβατική διαχείριση της οικονομίας. Απαιτεί έναν διευρυμένο ιδιωτικό τομέα με αίσθηση ευθύνης, όχι συνώνυμο της συναλλαγής με τη γραφειοκρατία. Ζητεί μια ενεργό κοινωνία πολιτών, ανάχωμα στις υπερβάσεις και αυθαιρεσίες του κράτους και των οικονομικών παραγόντων.


(β) Οι χρηματοδοτήσεις, τα Διαρθρωτικά Ταμεία, το Πακέτο Σαντέρ. Η προσπάθεια της ΟΝΕ συνοδεύεται και από τις υπάρχουσες αλλά και από τις επερχόμενες χρηματοδοτήσεις του Πακέτου Σαντέρ που προτείνει η ΕΕ. Η ροή αυτών των χρηματοδοτήσεων θα πρέπει, τουλάχιστον αυτή την περίοδο, να ερμηνευθεί και να εξηγηθεί σωστά. Το μεγάλο, το ουσιαστικό μήνυμα της ένταξης της δραχμής στην ΟΝΕ βρίσκεται ακριβώς εδώ. Το Πακέτο Σαντέρ είναι οι τελευταίοι πόροι που μπορεί αντικειμενικά να δώσει η ΕΕ στις χώρες της που έχουν ακολουθήσει μιαν αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Το κύριο πρόβλημα της ΕΕ για τις επόμενες δύο δεκαετίες είναι η διεύρυνσή της στις χώρες ΚΑΕ. Είναι πια σαφές ότι οι υποχρεώσεις που χαράζει ο νέος γεωπολιτικός χάρτης της ΕΕ θα συμπιέσουν τις διαρθρωτικές χρηματοδοτήσεις κυρίως των σημερινών κρατών – μελών που παλιότερα αντλούσαν με ευχέρεια κοινοτικούς πόρους. Το αίτημα της συνοχής μπορεί να προβάλλεται έγκυρα μόνο όταν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις ότι νοικοκυρεύουμε το σπίτι μας. Με άλλα λόγια, όταν οι πόροι τοποθετούνται σε παραγωγικές επενδύσεις. Οι νέες χώρες που θα ενταχθούν θα λάβουν σημαντικό μερίδιο πόρων και θα έχουν πολύ μικρή συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό. Οι αναγκαίες οικονομίες θα γίνουν σαφώς από την περικοπή των διαρθρωτικών χρηματοδοτήσεων προς τα νυν κράτη – μέλη.


(γ) Διεύρυνση και Βαλκάνια. Η ΕΕ με το επερχόμενο Πακέτο Σαντέρ θα δώσει για τελευταία φορά τουλάχιστον σε τέτοιο μέγεθος πόρους για να δημιουργήσουμε την αναγκαία υποδομή και να επιτύχουμε εκείνες τις επιδόσεις για ένταξη στην ΟΝΕ. Ωστόσο, η δυναμική ώθηση που χρειάζεται η ελληνική οικονομία στα επόμενα χρόνια γίνεται υπολογίσιμη μόνο αν επεκταθεί στη βαλκανική ενδοχώρα.


Η υπόθεση της ΟΝΕ και της διεύρυνσης είναι σημαντική, γιατί αφορά αφενός μεν την οικονομική μας ανάπτυξη και αφετέρου τη σταθερότητα στην περιοχή μας. Κυρίως όμως ανανεώνει το στρατηγικό ερώτημα για την Ελλάδα: ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος μιας μικρής χώρας σε μια νομοτελειακά διευρυνόμενη ΕΕ; Θα είναι άραγε ρόλος μιας περιθωριοποίησης, του ασθμαίνοντος ουραγού που διεδραμάτισε η χώρα μας τα τελευταία 17 χρόνια στην ΕΕ ή θα είναι ο ρόλος μιας περιφερειακής οικονομικής δύναμης που αντιλαμβάνεται τους καινούργιους κανόνες του παιχνιδιού και θέλει να επιτύχει τη σταθερότητα και ταχεία ανάπτυξη στην ταραγμένη περιοχή της; Τα επόμενα δύο χρόνια με στόχο το 2001 είναι κρίσιμα γιατί θέτουν αμείλικτα και επειγόντως το δίλημμα: οικονομική ανάπτυξη ή τελεσίδικη περιθωριοποίηση.


Ο κ. Γιώργος Σ. Ζαββός είναι πολιτικός σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Γενική Διεύθυνση Εξωτερικών Σχέσεων, Βρυξέλλες.