Αν και οι «αποφάσεις» του πρόσφατου Eurogroup αποτελούν ένα «ένα βήμα προς τα εμπρός», εν τούτοις αναλυτές, οικονομολόγοι και διαχειριστές κεφαλαίων θεωρούν πως όσο η αξιολόγηση καθυστερεί τόσο αυξάνεται το ρίσκο για τη χώρα.
Ωστόσο, καθώς η αναζωπύρωση του ελληνικού δράματος, εν μέσω κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων, δεν είναι επιθυμητή από τους Ευρωπαίους, ενώ και η ελληνική κυβέρνηση έχει κίνητρο να προχωρήσει στο μονοπάτι της οικονομικής κανονικότητας, τόσο για εθνικούς όσο και για κομματικούς συσχετισμούς, οι αναλυτές θεωρούν πως συντρέχουν οι λόγοι για να «κλείσει» η β’ αξιολόγηση.

Η κυβέρνηση συμφώνησε εξάλλου με τους δανειστές τη Δευτέρα ένα νέο πακέτο μέτρων-αντιμέτρων που θα προνομοθετηθούν και θα ισχύσουν μετά το 2019, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την επιστροφή των τεχνικών κλιμακίων στην Αθήνα ώστε να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος.
Πάλι με τον Σόιμπλε;
Αν και στο πρόσφατο Eurogroup θεωρείται πως έγινε ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αρκετοί αναλυτές φοβούνται ότι οι ελληνικές αρχές θα «παίξουν και πάλι καθυστερήσεις» με τους πιστωτές την ώρα που τον Ιούλιο η χώρα θα πρέπει να πληρώσει κύρια 2,3 δισ. ευρώ σε ομολογιούχους του ιδιωτικού τομέα και 3,9 δισ. ευρώ στην ΕΚΤ, κάτι που δεν μπορεί να κάνει χωρίς εκταμίευση πόρων.
Κάτι τέτοιο όμως, όπως λέγεται, ενέχει τον κίνδυνο να βρεθεί τελικά η χώρα να διαπραγματεύεται π.χ. και πάλι με τον Σόιμπλε (και όχι με τον Σουλτς) ακόμη και μετά τις γερμανικές εκλογές, φυσικά από μία νέα, πολύ χειρότερη βάση.
Αν και στο πρόσφατο Eurogroup σημειώθηκε για τη Citigroup ένα «ένα βήμα προς τα εμπρός», εν τούτοις όπως εκτιμά η επόμενη εκταμίευση της δόσης, άρα και το κλείσιμο της αξιολόγησης, δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί πριν από τον Ιούνιο, δηλαδή μία ανάσα πριν από τις μεγάλες υποχρεώσεις της χώρας τον προσεχή Ιούλιο.
Από τη συνάντηση Μέρκελ – Λαγκάρντ στο Βερολίνο φαίνεται ότι το ΔΝΤ θα συνεχίσει να συνεργάζεται στο ελληνικό πρόγραμμα, ακόμη και αν δεν προχωρήσει το ίδιο στην εκταμίευση νέων χρημάτων, μέχρι το τέλος του προγράμματος στα μέσα του 2018. Αυτό όμως θεωρείται αρκετό για τους Ευρωπαίους και κυρίως τη Γερμανία για να συνεχίσουν την εκταμίευση των δόσεων του προγράμματος διάσωσης.

Οι μεταρρυθμίσεις
Το θέμα του ελληνικού χρέους μπορεί να τεθεί στο τέλος του τρέχοντος προγράμματος και το Ταμείο δεν απαιτεί «κούρεμα» αλλά την αναδιάρθρωσή του, κάτι που συνεπάγεται σημαντική παράταση των λήξεων και σημαντική μείωση των επιτοκίων, προσεγγίζοντας έτσι τις θέσεις των Ευρωπαίων. Από την άλλη πλευρά η Ελλάδα θα πρέπει να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις στο Συνταξιοδοτικό και στη φορολογία εισοδήματος που απαιτεί το ΔΝΤ, ως προϋπόθεση για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα. Το ΔΝΤ θα εξετάσει πάντως τη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος διάσωσης μόνο αφού υπάρξει μια πλήρης συζήτηση για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και την ελάφρυνση του χρέους.
Για ορισμένους αναλυτές το πρόσφατο Εurogroup μείωσε την αβεβαιότητα αλλά δεν την εξάλειψε, ενώ δεν διασφάλισε ούτε τη συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ούτε τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Η Citigroup π.χ. δεν βλέπει στο εγγύς μέλλον την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αλλά αποκλείει ότι το σημερινό αδιέξοδο θα οδηγήσει σε μια ελληνική χρεοκοπία.
Παράλληλα, δεν «βλέπει» να οδηγείται η χώρα σε πρόωρες εκλογές, αλλά ακόμη και αν η χώρα «βρεθεί» μπροστά στις κάλπες δεν πρόκειται να δούμε ακραία αποτελέσματα που να οδηγούν π.χ. σε Grexit. Για την Goldman Sachs πάντως οι πολιτικές εξελίξεις στην ίδια τη χώρα αλλά και μεταξύ των δανειστών θα είναι αυτές που θα καθορίσουν τα επόμενα βήματα.
Καθώς κανείς πάντως δεν θέλει μια επιστροφή στην κρίση, κάποιος συμβιβασμός θα επιδιωχθεί, αλλά όσο «σέρνονται» τα πράγματα είναι δύσκολο να μπουν τα θεμέλια για μια βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Citi η ελληνική οικονομία αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμό 1,1% εφέτος έναντι πρόβλεψης 1,4% της Deutsche Bank και 2% της UBS, έναντι επίσημου στόχου για ανάπτυξη 2,7%.
Η προοπτική
Παρά την επιστροφή των δανειστών στην Αθήνα δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα επιτευχθεί τελικά μια συμφωνία που θα διασφαλίζει το μέλλον της Ελλάδας στην ευρωζώνη, εκτίμησε η Capital Economics, την ώρα που όσο καθυστερεί η αξιολόγηση τόσο η ανάπτυξη θα απομακρύνεται από τον στόχο του 2,7%, ενώ όσο περισσότερο διαρκεί το τρέχον αδιέξοδο, τόσο πιο μακριά φαίνεται η προοπτική της Ελλάδας να επιστρέψει στις χρηματοπιστωτικές αγορές το επόμενο έτος. Οι διαπραγματεύσεις, ανέφερε ο ΣΕΒ, πρέπει να καταλήξουν γρήγορα και σίγουρα εντός του Μαρτίου αν θέλουμε να μη χαθεί οικονομικά άλλος ένας χρόνος, και να παραγάγουν άμεσο αποτέλεσμα, ικανό να οδηγήσει τη χώρα στην ανάκαμψη και στις αγορές.

Τι δεικνύουνοι «αποφάσεις»

Για τη Citi τα δεδομένα μετά το Eurogroup δεικνύουν τα εξής:


1oν
. To ΔΝΤ θα παραμείνει προς το παρόν στο πρόγραμμα (σύμφωνα και με το αίτημα της Γερμανίας), και αυτό αποτελεί ένα θετικό βήμα, αν και το κατά πόσο θα βάλει και λεφτά παραμένει κάτι εξαιρετικά αβέβαιο.
2oν. To πρωτογενές πλεόνασμα θα παραμείνει στο υψηλό 3,5% του ΑΕΠ (έναντι 1,5% της θέσεις του ΔΝΤ), αλλά μόνο για κάποιον «ρεαλιστικό» αριθμό ετών.
3oν. Τα δεδομένα δεικνύουν πως οι Ευρωπαίοι θέλουν να αποφύγουν η ελληνική κρίση να επηρεάσει τις επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις σε μια σειρά ισχυρών χωρών.

Για τη Natixis, το Eurogroup αποκάλυψε ότι όλα είναι ακόμη ανοιχτά, τόσο στο θέμα του χρέους όσο και στο επίπεδο λιτότητας, αλλά και στο ύψος των μέτρων που απαιτούνται. Συμφωνήθηκε πάντως πως χρειάζονται περισσότερο μεταρρυθμίσεις και λιγότερο λιτότητα, με αποτέλεσμα ο επαναπροσανατολισμός του μείγματος πολιτικής ίσως βοηθήσει να ξεπεραστούν τα εμπόδια ώστε να κλείσει η αξιολόγηση. Ιδανικά κάτι τέτοιο θα πρέπει να λάβει χώρα πριν από τα μέσα Ιουλίου, ώστε η Ελλάδα να τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις της προς την ΕΚΤ. Δεδομένης της έλλειψης άμεσης ανάγκης ρευστότητας από την Ελλάδα, αλλά και του γεγονότος ότι θα χρειαστεί ένα διάστημα διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμφωνίας, η Citi αναμένει εκταμίευση δόσης πριν από τον Ιούνιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ