Οδεύει η Ευρώπη προς νέα οικονομική αναταραχή; Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας το θεωρεί πιθανό. Κάθε περαιτέρω καθυστέρηση σε ό,τι αφορά την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, υποστηρίζει, απειλεί με νέα ύφεση και νέα κρίση εμπιστοσύνης την Ευρωζώνη.
Ίσως να είναι κάπως υπερβολικός. Αλλά σε ένα πράγμα έχει δίκιο: το γελοίο αυτό σίριαλ έχει τραβήξει πολύ σε μάκρος.
Το τρέχον πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας (το τρίτο) αποδείχθηκε ότι ήταν αποτυχημένο εξαρχής. Απέτυχε να αναγνωρίσει ότι τα χρέη της Ελλάδας δεν ήταν βιώσιμα. Και επέβαλε στη χώρα μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές προϋποθέσεις πολύ αυστηρές ώστε να επιτρέψουν την ανάκτηση ισχυρών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης.
Προσέφερε κάποια επιπλέον ανακούφιση των βαρών, αλλά ο σκοπός του δεν ήταν να λυθεί το πρόβλημα άπαξ και δια παντός. Ήταν να καθυστερήσει το αναπόφευκτο. Και γι’ άλλη μια φορά το αναπόφευκτο επιστρέφει για να καταβάλει την Ελλάδα και τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η νέα προθεσμία αφορά τον Ιούλιο, όταν η χώρα θα πρέπει να καταβάλει πληρωμές άνω των 7 δισ. ευρώ για να εξυπηρετήσει τα χρέη της. Δίχως περαιτέρω υποστήριξη από τους πιστωτές οι πληρωμές αυτές είναι αδύνατον να καταβληθούν. Πρόσφατα η απόδοση ενός ελληνικού ομολόγου ξεπέρασε το 13% λόγω των φόβων ότι νέα βοήθεια δεν θα δοθεί. Το πιθανότερο είναι οι δύο πλευρές να καταλήξουν πάλι σε μια συμφωνία. Αλλά είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τίνος τα συμφέροντα εξυπηρετεί αυτός ο φαύλος κύκλος της κρίσης, της σύγχυσης και των βραχυπρόθεσμων λύσεων.
Η τελευταία διαφωνία είναι ακόμα πιο περίπλοκη διότι δεν αφορά μόνο την Ελλάδα και τους πιστωτές της. Τη φορά αυτή οι πιστωτές –οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις από τη μια πλευρά και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από την άλλη –διαφωνούν και μεταξύ τους.
Το ΔΝΤ επιμένει ότι ο μελλοντικός δημοσιονομικός στόχος για την Ελλάδα πρέπει να αλλάξει και το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, που απαιτείται, να μειωθεί στο 1,5%. Επιμένει επίσης ότι μέρος του χρέους πρέπει να διαγραφεί, ώστε οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας να πέσουν σε ένα βιώσιμο επίπεδο.
Οι κυβερνήσεις της ΕΕ απορρίπτουν κάθε περαιτέρω διαγραφή χρέους επειδή θεωρούν ότι οι ψηφοφόροι τους δεν θα το δεχθούν. Επίσης εξακολουθούν να επιμένουν στις αυστηρότερες (αν και ανεδαφικές) δημοσιονομικές απαιτήσεις τους. Την ίδια ώρα η Ελλάδα αντιδρά στην επιμονή του ΔΝΤ για μεταρρυθμίσεις των συντάξεων, οι οποίες έχουν ιδιαίτερα υψηλό πολιτικό κόστος. Και ολοκληρώνοντας το αδιέξοδο, η γερμανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι κάθε συμφωνία με την Ελλάδα προϋποθέτει τη συμμετοχή του ΔΝΤ.
Τα πράγματα θα ήταν καλύτερα και ασφαλώς πιο απλά αν δεν είχε εμπλακεί το ΔΝΤ. Σε τελευταία ανάλυση, η ΕΕ δεν είναι μια φτωχή αναπτυσσόμενη χώρα. Διαθέτει και με το παραπάνω τους πόρους για να διαχειριστεί το πρόβλημα. Αλλά αφού έχουν επιμείνει εξαρχής στη συμμετοχή του ΔΝΤ για να περιορίσουν τις δικές τους ευθύνες, οι κυβερνήσεις της ΕΕ είναι υποχρεωμένες να δεχθούν τις αναλύσεις του Ταμείου.
Είναι αλήθεια ότι ένα ηπιότερο φορολογικό καθεστώς σε συνδυασμό με μια επαρκή ανακούφιση του χρέους ώστε να γίνουν τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας βιώσιμα, θα δημιουργούσαν πολιτικά προβλήματα σε κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αλλά αν δεν καταφέρουν να αντέξουν στην πρόκληση αυτή, η Ελλάδα θα συνεχίσει να υποφέρει άσκοπα και η απειλή της χρηματοοικονομικής κρίσης θα επανέρχεται διαρκώς και θα παραμένει ως απόδειξη της ανικανότητας της ΕΕ να χειριστεί τις δικές της υποθέσεις. Πρόκειται για μια κατάσταση που μακροπρόθεσμα ουδόλως ευνοεί τις προοπτικές της Ευρώπης.