Σε ρεκόρ δεκαετίας κινήθηκαν οι ελληνικές εξαγωγές στο πρώτο τρίμηνο του 2010. Ανήλθαν στα 4,567 δισ.ευρώ, έναντι 3,473 δισ.ευρώ στο αντίστοιχο διάστημα του 2010, σημειώνοντας αύξηση κατά 31,5%, σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ) του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ). Η άνοδος οφείλεται στις εξαγωγές των πετρελαιοειδών, των βιομηχανικών προϊόντων και των αγροτικών προϊόντων.
Σε δήλωση της η πρόεδρος του ΠΣΕ κυρία Χριστίνα Σακελλαρίδη σημειώνει πως «σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του συνδέσμου για την εξέλιξη των εξαγωγών σε ετήσια βάση, προβλέπεται αύξηση της τάξης του 8-10%, τουλάχιστον. Σε πρόσφατες εκτιμήσεις του ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), προβλέπει αύξηση των ελληνικών εξαγωγών κατά 9,4% για το 2011. Πρόκειται για σημαντική προς τα πάνω αναθεώρηση, καθώς σε προηγούμενες εκτιμήσεις του ο διεθνής οργανισμός ανέμενε αύξηση της τάξης του 6%. Αν επαληθευθούν οι συγκεκριμένες προβλέψεις του ΠΣΕ και του ΟΟΣΑ, θα μπορούμε πλέον να μιλάμε για ρεκόρ αξίας εξαγωγών στον 21ο αιώνα».
Παράλληλα, οι εισαγωγές στο ίδιο διάστημα εμφανίζουν νέα υποχώρηση κατά 16,7%, με την αξία τους να διαμορφώνεται στα 10,776 δισ. ευρώ έναντι 12,936 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2010, εξαιτίας της συνεχιζόμενης μείωσης της εγχώριας κατανάλωσης στην Ελλάδα. Επίσης, λόγω της σημαντικής αύξησης των εξαγωγών και της συνεχιζόμενης πτώσης των εισαγωγών, περιορίζεται το εμπορικό έλλειμμα σε 6,210 δισ.ευρώ από 9, 462 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2010, δηλαδή κατά 34,4%.
Εν τω μεταξύ παρατηρούνται μεγάλες διακυμάνσεις στις περιοχές αποστολής των ελληνικών προϊόντων. Ετσι, τον περασμένο Μάρτιο, το ποσοστό συμμετοχής στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών των αγορών της ΕΕ 25, ανήλθε στο 72%, ενώ οι υπόλοιπες χώρες περιοίστηκαν μόλις στο 28%. Αντίθετα, τους πρώτους δύο μήνες του έτους, καταγράφονταν σημαντική αύξηση εξαγωγών – κυρίως πετρελαιοειδών – προς τις τρίτες χώρες.
Αναλυτικότερα σημαντικά αυξημένες είναι οι εξαγωγές προς τις χώρες της νέας διεύρυνσης, κατά 20,8%, τις χώρες της Β. Αμερικής κατά 26,5%, τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ (Ισλανδία, Νορβηγία, Ελβετία, Τουρκία) κατά 40,5%, προς τα Βαλκάνια κατά 23,1%, την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών κατά 46,5%, τη Μ. Ανατολή και Β. Αφρική κατά 66,3%. Αξίζει να σημειωθεί ότι τετραπλασιάστηκαν οι ερξαγωγές προς τις χώρες της Ν.Α. Ασίας (Ταϊβάν, Ινδονησία, Σιγκαπούρη, Φιλιππίνες, Χογκ Κογκ, Ν. Κορέα, Ταϊλάνδη) – αυξήθηκαν κατά 290% – και διπλασιάστηκαν σχεδόν οι εξαγωγές προς τις χώρες της Λατινικής Αμερικής (Αργεντινή, Βραζιλία, Μπαχάμες, Αγ. Βικέντιος, Ονδούρα, Παναμάς, Χιλή) κατά 97,3%.
Ωστόσο μειωμένες εμφανίζονται οι εξαγωγές προς την Ιαπωνία, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία, κατά 28%, τις χώρες της Αφρικής (εκτός Β. Αφρικής) κατά 28,8%, αλλά και προς την Ινδία κατά 36,2% και την Κίνα κατά 7,2%.

Επίδραση στις γεωγραφικές μεταβολές των ελληνικών εξαγωγών, είχαν αφ’ ενός η εξέλιξη της ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου και αφ’ ετέρου οι ιδιαίτερες κοινωνικο – πολιτικές εξελίξεις σε χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, καθώς και στην Ιαπωνία, λόγω των σεισμών και του τσουνάμι, που επηρεάζουν το διεθνές εμπόριο στις ευρύτερες περιοχές.

Σχετικά με τη σύνθεση των εξαγωγών κατά μεγάλες κατηγορίες προϊόντων, η αύξηση, προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την άνοδο των εξαγωγών των καυσίμων κατά 278%, αλλά και τις αυξήσεις των εξαγωγών των βιομηχανικών προϊόντων κατά 11,9% και των αγροτικών προϊόντων κατά 9%. Μεγάλη αύξηση (100,7%) καταγράφεται και για την κατηγορία είδη και συναλλαγές μη ταξινομημένα κατά κατηγορίες, ενώ αντίθετα οι εξαγωγές των πρώτων υλών μειώθηκαν κατά 7,4% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2010. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εξαγωγές πρώτων υλών είχαν εμφανίσει σημαντικές αυξήσεις στο τελευταίο τρίμηνο του 2010.
Ως εκ τούτου οι εξελίξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να περιοριστεί ακόμη περισσότερο η συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα (από 25,1% το 2010 στο 20,8% το 2011), των πρώτων υλών (από 6,7% σε 4,7%) και των βιομηχανικών προϊόντων (από 58,3% σε 49,7% στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών). Αντίθετα, σημειώνεται σημαντική αύξηση της συμμετοχής των καυσίμων (από 7,2% το 2010 σε 20,7% το 2011) και των μη ταξινομημένων ειδών (από 2,7% σε 4,1%).