Πριν από έξι μήνες, ύστερα από σχετική πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος από το υπουργείο Παιδείας, πολλά μέλη ΔΕΠ από διάφορα τμήματα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών ενδιαφερθήκαμε και υποβάλαμε προτάσεις για τρία έργα στον χώρο της ανωτάτης εκπαιδεύσεως. Πριν από τρεις περίπου μήνες ειδοποιηθήκαμε ότι όλες οι προτάσεις είχαν εγκριθεί, αλλά με προϋπολογισμούς οι οποίοι καθιστούσαν την εκτέλεση των έργων προβληματική. Κατόπιν τούτου, η Γενική Συνέλευση του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης απεφάσισε να αρνηθεί την εκτέλεση ενός εκ των έργων γιατί ο προϋπολογισμός που είχε εγκριθεί δεν επέτρεπε την εκτέλεσή του στο ποιοτικό επίπεδο που επέβαλλαν η διατήρηση της αξιοπιστίας των ερευνητών και το status του Τμήματος. Οσον αφορά δε τα άλλα δύο έργα, μετά την αναμόρφωσή τους ώστε να ανταποκρίνονται στους δραστικά μειωμένους προϋπολογισμούς, υποβλήθηκαν εκ νέου στο υπουργείο Παιδείας όπου συνεχίζουν ως σήμερα να εκκρεμούν, χωρίς κανένας να γνωρίζει πότε θα υπογραφούν οι συμβάσεις και πότε θα αρχίσει η εκταμίευση των προκαταβολών και η έναρξη των έργων.


Από τα ανωτέρω προκύπτουν μερικές διαπιστώσεις οι οποίες εξηγούν γιατί χωλαίνει η υλοποίηση του ΚΠΣ και γιατί η αποτελεσματικότητα των έργων που θα χρηματοδοτηθούν θα διαμορφωθεί τελικά σε χαμηλά επίπεδα. Η πρώτη από αυτές τις διαπιστώσεις είναι ότι οι διαδικασίες της αξιολόγησης των προτάσεων και της αναθέσεως των έργων είναι εξαιρετικά χρονοβόρες και γραφειοκρατικές. Τα έντυπα έχουν γίνει πολύπλοκα και απαιτούν μεγάλη ενασχόληση για την υποβολή τους.


Η επιλογή των έργων παίρνει πολύ χρόνο για να περαιωθεί. Και τα κριτήρια με τα οποία γίνεται η αξιολόγηση δεν είναι γνωστά εκ των προτέρων. Ετσι το χρονοβόρο των διαδικασιών μαζί με την αδιαφάνεια των κριτηρίων αξιολογήσεως των προτάσεων αποθαρρύνουν τους καλύτερους από τους ενδιαφερόμενους ερευνητές να λάβουν μέρος και οδηγούν τελικά σε χαμηλής ποιότητος προτάσεις και έργα.


Μια δεύτερη διαπίστωση είναι ότι τα κριτήρια της κατανομής των ερευνητικών προϋπολογισμών είναι είτε λανθασμένα είτε εντελώς αυθαίρετα. Προς επίρρωση αρκεί να αναφερθεί ότι, ενώ οι προτάσεις που υποβάλλονται ανταποκρίνονται στα ύψη των καθοριζόμενων μέγιστων προϋπολογισμών, κατά την έγκριση των κονδυλίων για την εκτέλεση όσων προτάσεων γίνονται αποδεκτές, οι προϋπολογισμοί προσαρμόζονται συστηματικά προς κάτω σε ποσοστά που πολλές φορές φθάνουν και το 70%. Αυτή η πολιτική είναι λανθασμένη γιατί δεν επιτρέπει την εκτέλεση των προτεινόμενων έργων στα ποιοτικά επίπεδα που προτείνουν οι ερευνητές και οδηγούν σε συμβιβασμούς που ζημιώνουν το τελικό αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου πρέπει να αναθεωρηθεί ώστε όσες προτάσεις γίνονται αποδεκτές να χρηματοδοτούνται επαρκώς.


Τέλος, αλλά όχι τελευταία, είναι η διαπίστωση ότι η φύση των έργων που προκηρύσσονται και οι αμοιβές που προσφέρονται στους ερευνητές για τα προτεινόμενα έργα είναι αμοιβές απαξιώσεως του ανθρώπινου κεφαλαίου που διαθέτουν. Γι’ αυτό κατά κανόνα οι έρευνες που επιδοτούνται μέσω των εν λόγω προγραμμάτων δεν οδηγούν στην παραγωγή δημοσιεύσεων, με αποτέλεσμα η χώρα μας να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης με βάση το κριτήριο αυτό.


Συμπερασματικά, η διαδικασία της επιδοτούμενης έρευνας πρέπει να αλλάξει. Τα έντυπα πρέπει να γίνουν απλούστερα. Τα κριτήρια της αξιολογήσεως των προτάσεων να είναι γνωστά εκ των προτέρων. Οι προτάσεις που τελικά χρηματοδοτούνται να καλύπτονται επαρκώς, ώστε οι ερευνητές να μην οδηγούνται σε απαράδεκτους συμβιβασμούς. Και οι αμοιβές των ερευνητών να αυξηθούν σημαντικά ώστε οι καλύτεροι μεταξύ μας να παραμένουν για έρευνα στο πανεπιστήμιο και όχι να αναζητούν ευκαιρίες δεύτερης και τρίτης απασχόλησης σε άλλες δραστηριότητες.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.