Ας υποθέσουμε ότι σε μια παραγωγική διαδικασία διαγωνίζονται δύο ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ας δεχθούμε ότι η μία από τις δύο για να πετύχει τον έλεγχο της αγοράς ακολουθεί μια τιμολογιακή πολιτική που η οικονομική επιστήμη αποκαλεί «ληστρική τιμολόγηση». Είναι η περίπτωση όπου η τιμή αποδεδειγμένα προσδιορίζεται κάτω του κόστους με αντικειμενικό στόχο να οδηγηθεί ο ανταγωνιστής μακροχρόνια σε κλείσιμο. Οταν αυτό επιτευχθεί, ο «κακός» επαναφέρει την τιμή στα επίπεδα που θέλει έτσι ώστε να ανακτήσει τα κέρδη που έχασε όσο διάστημα τιμολογούσε το προϊόν ληστρικά.


Για να προστατεύσουν τους αδυνάτους αλλά και για να μην εξαφανίσουν την ικανότητα κάποιων παραγωγών να εκσυγχρονίζονται μειώνοντας το κόστος και άρα και τις τιμές οι κοινωνίες επιτρέπουν σε όσους θεωρούν ότι έχουν ληστρικούς αντιπάλους να απευθύνονται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού της χώρας τους με στόχο να εκδικάσει συγκεκριμένες ενέργειες και όταν απαιτείται να επαναφέρει τα πράγματα στις συνθήκες χωρίς ληστρική τιμολόγηση. Υπάρχει προστασία και των επιχειρήσεων και του καταναλωτή. Το μόνο που απαιτείται είναι όσοι θίγονται από τη συμπεριφορά του ισχυρού να αποδεικνύουν ότι πράγματι υπάρχει τιμολόγηση κάτω του κόστους.


Ως σήμερα οι οικονομολόγοι δεν μπόρεσαν να πείσουν τα δικαστήρια ότι είναι δυνατόν στην πράξη να παρατηρηθεί μια αντίστοιχη τιμολόγηση. Το επιχείρημα που ανατρέπει τη συγκεκριμένη συλλογιστική στηρίζεται στο ότι, όταν ο ανταγωνισμός των τιμών είναι μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων, οι μεταβολές είναι αξιόπιστες απειλές αφού σηματοδοτούν πόλεμο. Κερδισμένος από τον πόλεμο είναι μόνο ο καταναλωτής. Η λογική λέει ότι δεν δικαιολογείται η οποιαδήποτε διοικητική παρέμβαση. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που η επιχείρηση που συμπεριφέρεται ληστρικά είναι δημοσίων συμφερόντων; Πώς θα χαρακτηρίζαμε μία δημόσια επιχείρηση που υπό την πίεση του ανταγωνισμού τιμολογεί κάτω του κόστους; Θέλει να εξαφανίσει τον ανταγωνισμό που τώρα την επηρεάζει και στην εσωτερική αγορά και μετά να επαναφέρει τις τιμές σε υψηλά επίπεδα ή με δεδομένο το νέο της μάνατζμεντ βρήκε τρόπο να μειώσει τις δαπάνες της και πλέον έγινε ισχυρός και αποτελεσματικός αντίπαλος στην αγορά;


Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, είναι ο δημόσιος χαρακτήρας που τις κάνει να τιμολογούν ληστρικά τα προϊόντα τους. Εκεί που μία ιδιωτική ποτέ δεν θα τολμούσε να αρχίσει να ξοδεύει ακόμη και χρήματα για διαφήμιση σε έναν πόλεμο τιμών κάτω του κόστους, αφού θα γνώριζε ότι μαθηματικά η συμπεριφορά της θα την οδηγούσε σε πτώχευση, μία δημόσια γνωρίζει ότι όσο δεν υπάρχει ο εφιάλτης της πτώχευσης τόσο μπορεί να επιδιώκει με κάθε μέσο την εξαφάνιση των αντιπάλων της ώστε να μην υπάρχει μέτρο σύγκρισης.


Μήπως άλλωστε έχουν να φοβηθούν την Επιτροπή Ανταγωνισμού; Οχι, καθώς γνωρίζουν ότι είναι στο απυρόβλητο των κανόνων της. Καταστρέφουν λοιπόν συστηματικά τον ανταγωνισμό μειώνοντας αντίστοιχα την κοινωνική ευημερία και δεν φοβούνται τις καταγγελίες. Το μόνο που μας λένε είναι ότι δήθεν διαθέτουν φθηνά την παραγωγή νομίζοντας ότι δεν καταλαβαίνουμε πως η ληστρική τιμολόγηση κάτω του ανταγωνιστικού κόστους καταστρέφει πόρους.


Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γιατί όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις προσπαθούν να διευρύνουν την παραγωγική τους βάση. Το κάνουν για να εμποδίσουν τον ανταγωνισμό και το επιτυγχάνουν τιμολογώντας ληστρικά. Οσο άλλωστε λιγότερο ενδιαφέρεται η επιχείρηση για τα κέρδη τόσο ισχυρότερα είναι τα κίνητρα για να ασκήσει ληστρική τιμολόγηση. Εξαφανίζει τους ανταγωνιστές και επιβιώνει πουλώντας άθλιες υπηρεσίες με ζημιές.


Πού μας οδηγούν αυτές οι σκέψεις; Σε κάποια απλά ερωτήματα: Γιατί οι κυβερνήσεις δημιουργούν δημόσιες επιχειρήσεις ανταγωνιστικές των ιδιωτικών; Γιατί η λειτουργία όλων αυτών των επιχειρήσεων πρέπει να είναι μονίμως προστατευμένη και πόσο η προστασία αυτή εξυπηρετεί τον λόγο δημιουργίας τους; Μήπως ήρθε λοιπόν ο καιρός να επανεξετάσουμε τον λόγο ύπαρξής τους σε προνομιακά περιβάλλοντα ή θα περιμένουμε την ΕΕ να μας το ζητήσει ως όρο ένταξης στην ΟΝΕ;


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.