«Πριν από 61 χρόνια έκανε την εμφάνισή του στον κόσμο του ελληνικού σινεμά ένα αστέρι το οποίο, ύστερα από λίγο, επέλεξε να εξαφανιστεί. Μέχρι που επανήλθε, για να μιλήσει για τα ταπεινά όνειρα των ανθρώπων και το πώς αυτοί παλεύουν για να τα μετατρέψουν σε πραγματικότητα. Το αστέρι αυτό παραλίγο να εξαφανιστεί εκ νέου, αλλά ευτυχώς είναι και πάλι μαζί μας».
Το αστέρι, εν προκειμένω, είναι ο σκηνοθέτης Σταύρος Τσιώλης και το συγκινητικό εγκώμιο προς αυτόν στην αρχή αυτού του κειμένου ήταν τα λόγια που επέλεξε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Ορέστης Ανδρεαδάκης για να τον συστήσει στο κοινό, λίγο πριν από την προβολή της τελευταίας ταινίας του «Γυναίκες που περάσατε από εδώ», το περασμένο Σάββατο 11 Νοεμβρίου στο Ολύμπιον.
Στην ταινία «Γυναίκες που περάσατε από εδώ», η οποία σηματοδοτεί την επιστροφή του Τσιώλη στη σκηνοθεσία 13 ολόκληρα χρόνια μετά το «Φτάσαμεε!» (2004), παρακολουθούμε δύο άντρες ενώ φυλούν τσίλιες σε ένα σπίτι στο οποίο χτίζεται παράνομα έ́να δωμάτιο. Θα συναντήσουν πολλούς περαστικούς που προσποιούνται τους αθώους διαβάτες, θέλοντας να πετύχουν τη σύλληψή τους. Κι όμως υπάρχει κάτι που τους ενώνει όλους: η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή.
Μαζί με τις ταινίες «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε» και «Ας περιμένουν οι γυναίκες», το «Γυναίκες που περάσατε από εδώ» συνιστά μια άτυπη «γυναικεία» τριλογία. Το ενδιαφέρον στις δύο πρώτες ταινίες είναι ότι ενώ οι γυναίκες βρίσκονται στους τίτλους, ως φυσικές παρουσίες απουσιάζουν από την οθόνη ή, αν θέλετε, βρίσκονται στο πίσω φόντο. Αυτή τη φορά, στην τρίτη ταινία, περνούν στο προσκήνιο, τοποθετούνται σε πρώτο πλάνο (ας σημειωθεί επίσης ότι οι «Γυναίκες που περάσατε από εδώ» περιέχουν αποσπάσματα παλαιότερων ταινιών του Τσιώλη).
«Αυτό που εκτιμώ στη σκηνοθετική προσέγγιση του Τσιώλη είναι η έλλειψη μανιέρας» είπε ο Κωνσταντίνος Τζούμας, ένας από τους πρωταγωνιστές του «Γυναίκες που περάσατε από εδώ». «Ακόμη και τα υπέροχα σενάρια που γράφει, τη στιγμή του γυρίσματος, επί της ουσίας, βρίσκονται στον αέρα, καθώς πολύ συχνά ζητεί από τους ηθοποιούς να ξεχάσουν όσα έχουν απομνημονεύσει».
Από τους πιο χαρακτηριστικούς σκηνοθέτες του νέου ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1980 («Ακατανίκητοι εραστές», «Σχετικά με τον Βασίλη», «Ερωτας στη χουρμαδιά»), ο Σταύρος Τσιώλης άρχισε την καριέρα του δουλεύοντας ως βοηθός σκηνοθέτη στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, τον οποίο και υπηρέτησε ως σκηνοθέτης με τις εισπρακτικές επιτυχίες «Πανικός», «Η ζούγκλα των πόλεων» και «Κατάχρηση εξουσίας» στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της επόμενης.
Μετά τη «Ζούγκλα των πόλεων» αποσύρθηκε από τη σκηνοθεσία και επανήλθε το 1985 με την ταινία «Μια τόσο μακρινή απουσία», που σηματοδοτεί μια νέα καριέρα στην υπηρεσία του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Από τότε μέχρι το «Φτάσαμεε!» ο Τσιώλης δούλευε σταθερά, αν και τα τελευταία χρόνια πιο αραιά από ό,τι στο παρελθόν. Μετά το «Φτάσαμεε!» εξαφανίστηκε και τώρα επιστρέφει και πάλι στα 80 του.
Ενδιαφέρον έχει επίσης το παρασκήνιο δημιουργίας αυτής της ταινίας. Η χρηματοδότησή της άρχισε με μια crowd funding καμπάνια, η οποία παρά την «αθρόα συμμετοχή νεαρών ανθρώπων που κατέθεταν ένα οβολό των 5 ή των 10 ευρώ» δεν απέφερε τα 60.000 ευρώ που ήταν ο αρχικός στόχος, παρά μόνο 8.000 ευρώ. Εν συνεχεία, όμως, μπήκε στη μέση η Faliro House του Χρήστου Κωνσταντακόπουλου και, εύλογα, η ταινία μπόρεσε να ολοκληρωθεί.
Με τη χαρακτηριστική ταπεινότητα που τον διακρίνει, ο κ. Κωνσταντακόπουλος ανέφερε απλώς πως ήταν «μεγάλη τιμή για τον ίδιο αλλά και για την εταιρεία να αποτελούν κομμάτι της νέας ταινίας του Σταύρου Τσιώλη».

HeliosPlus