Περιμένω να δω τη γνώριμη, εδώ και χρόνια στα φεστιβάλ, φιγούρα: του ψηλόλιγνου ανθρώπου με τα κατάλευκα μαλλιά και τα ομόχρωμα γένια, τα οποία έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το κατάμαυρο κοστούμι πάνω από την κατάμαυρη φανέλα και το κατάμαυρο λουστρίνι.
Αλλά όχι. Αυτή τη φορά ο Μίχαελ Χάνεκε εμφανίζεται στη σουίτα του ξενοδοχείου Miramar των Καννών ντυμένος πολύ πιο σπορτίφ: λινό μπεζ σακάκι, θαλασσί πουκάμισο, τζιν και μοκασίνια· μια έκπληξη στο μάτι και κυριολεκτώ.
Ευγενικός με ένα συγκρατημένο τρόπο, χειραψία σε όλους τους παρευρισκομένους, αλλά το βλέμμα φωτιά, όπως πάντα, να καταγράφει τα πάντα γύρω του. Την προτελευταία φορά που ο Χάνεκε διαγωνίστηκε στις Κάννες ήταν το 2011 με την «Αγάπη» –για μένα, το αριστούργημά του -, μια ταινία που λέει τόσο πολλά για τη ζωή και τον θάνατο και φυσικά την αγάπη. Η πιο ανθρώπινη δημιουργία του ανάμεσα σε πολλές σπουδαίες: τη «Λευκή κορδέλα», το «Κασέ», τη «Δασκάλα του πιάνου», τα «Παράξενα παιχνίδια». Ο λόγος τώρα είναι μια άλλη ταινία με τον τίτλο «Happy Εnd», στην οποία πρωταγωνιστούν και πάλι σε ρόλο κόρης και πατέρα η Ιζαμπέλ Ιπέρ και ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν (που έπαιζαν τους ίδιους ρόλους στην «Αγάπη»).
Στον πυρήνα της ιστορίας του «Happy Εnd» βρίσκεται μια πάμπλουτη οικογένεια του Καλέ, ζωσμένη από διάφορα «προβλήματα», ψυχολογικής κυρίως φύσης. Αν θέλουμε να πούμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, η οικογένεια τα έχει όλα και τρώγεται διαρκώς με τα ρούχα της, ανίκανη να ευχαριστηθεί το παραμικρό. Αδυνατεί επίσης να δει τα πραγματικά προβλήματα που ζουν κάποιοι άλλοι άνθρωποι, λιγότερο προνομιούχοι. Η πιο «παιχνιδιάρικη» ταινία του διακρίνεται από ένα στοιχείο που δεν συνηθίζουμε σε ταινίες του Χάνεκε. Το στοιχείο αυτό είναι το χιούμορ. Συγχρόνως, ο γεννημένος στη Βαυαρία αυστριακός σκηνοθέτης με τη χαρακτηριστική διακριτικότητά του σχολιάζει διάφορα θέματα της σύγχρονης κοινωνίας· από την αλόγιστη χρήση του κινητού ως κάμερας μέχρι το πολύ πιο φλέγον πρόβλημα των μεταναστών, για το οποίο τα μέλη της οικογένειας του «Happy End» δεν έχουν ιδέα, παρότι το ζουν ακόμα και μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.
Πολύς κόσμος αντιμετωπίζει το «Happy End» ως συνέχεια της «Αγάπης». Εσείς βλέπετε με αυτό τον τρόπο την ταινία;
«Οχι, αλλά δεν έχω κανένα πρόβλημα για το πώς τη δέχεται ο κόσμος».
Πώς ξεκίνησε η δημιουργία του «Happy Εnd»;
«Υπήρξαν διαφορετικά σημεία έναρξης για αυτή την ταινία· πάντα υπάρχουν διαφορετικά σημεία έναρξης για τη δημιουργία κάθε ταινίας. Ενα από τα σημεία ήταν η ευκαιρία να εργαστώ και πάλι με τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, ο οποίος είχε δηλώσει πρόθυμος να επανέλθει στο προσκήνιο και να ξαναδουλέψει μαζί μου, αρκεί το «Happy End» να γυριζόταν στη Γαλλία. Γιατί εύκολα θα μπορούσα να γυρίσω αυτή την ταινία στην Αυστρία, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα. Μια κατάσταση σαν αυτή που περιγράφω μπορεί να λάβει χώρα οπουδήποτε».
Εχει ενδιαφέρον αυτό που είπατε για τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, διότι στη συνέντευξη Τύπου για την «Αγάπη», εδώ στις Κάννες, δεν είχε φανεί και τόσο χαρούμενος από την εμπειρία εκείνης της ταινίας.
«Αλήθεια;».
Είχε δείξει ότι η εμπειρία του στην «Αγάπη» ήταν εξαιρετικά στρεσαρισμένη.
«Οταν κάνεις κινηματογράφο, το στρες είναι αναπόφευκτο… Θα ήταν υποκριτικό να πω ότι όταν γυρίζουμε μια ταινία περνάμε κάθε στιγμή καλά και ότι όλα είναι μια διασκέδαση. Οταν ετοιμάζομαι κάθε μέρα για το γύρισμα, προσπαθώ να είμαι όσο το δυνατόν πιο χαλαρός. Και αν συμβεί κάτι με το οποίο δεν συμφωνώ, είμαι υποχρεωμένος να το διορθώσω. Είναι φυσικό. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, ό,τι δουλειά κι αν κάνεις. Τα τελευταία χρόνια του ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν βρισκόταν δίπλα σε μια τουαλέτα όποτε γύριζε ταινίες. Γιατί φοβόταν» (Γέλια).
Επιλέξατε να χειριστείτε με μαύρο χιούμορ καταστάσεις όπως το Μεταναστευτικό και το «κακό» χρήμα των καπιταλιστών, θέματα που συνήθως βλέπουμε να χειρίζονται βαριά και με στόχο κάποιο μήνυμα.
«Ο τίτλος «Happy End» είναι, προφανώς, ειρωνικός και το τέλος είναι τόσο αστείο όσο το τέλος στα «Παράξενα παιχνίδια». Δεν έχουμε δικαίωμα στην τραγωδία. Τα προβλήματα από τα οποία νομίζουμε ότι υποφέρουμε δεν είναι τίποτε μπροστά σ’ εκείνα ανθρώπων στους ώμους των οποίων πατάμε για να επιβιώσουμε. Η ζωή μας εξαρτάται από τα προβλήματα αυτών των φτωχών, άμοιρων ανθρώπων. Αναφέρομαι στις λιγότερο προνομιούχες κοινωνίες φυσικά. Αυτή η γκρίνια ανθρώπων που ζουν μέσα στην πολυτέλεια και με όλα τα προνόμια πραγματικά με εξοργίζει. Eμείς είμαστε τα υποκείμενα μιας φάρσας».
Οταν γυρίζατε το «Happy End», είχατε στο μυαλό σας μια ταινία για το μεταναστευτικό πρόβλημα;
«Οχι per se. Aυτό που κυρίως με ενδιέφερε είναι η αδιαφορία μας για τη ζωή που υπάρχει γύρω μας. Αυτό ήταν ένα άλλο σημείο έναρξης αυτής της ταινίας. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που αυτό το θέμα προκύπτει σε ταινία μου. Αν αυτά τα θέματα επαναλαμβάνονται είναι επειδή το ίδιο μυαλό βρίσκεται πίσω τους, ο ίδιος άνθρωπος γράφει τα σενάρια και αποκρίνεται στην πραγματικότητα, την οποία θεωρεί απογοητευτική».
Πού αποδίδετε τη χημεία σας με την Ιζαμπέλ Ιπέρ; Συνεργάζεστε τόσο καλά μαζί.
«Καταλαβαίνουμε καλά ο ένας τον άλλο, μας ενδιαφέρουν κοινά πράγματα. Απεχθάνομαι να δίνω εξηγήσεις, απεχθάνεται να δέχεται εξηγήσεις. Μια καλή βάση για να δουλέψουμε».
Το κινητό τηλέφωνο παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία. Αναρωτιέμαι, πόσο σημαντικό ρόλο παίζει στη ζωή σας;
«Δεν έχω μεγαλύτερη εξάρτηση από όσο έχει ο περισσότερος κόσμος. Είναι μια συσκευή που δεν υπήρχε πριν από 50 χρόνια, αλλά θα ήταν αδύνατον να φανταστούμε τη ζωή σήμερα χωρίς αυτή. Βασιζόμαστε σε αυτή για τα σχέδιά μας, για τις επαφές μας με τους άλλους και είναι επίσης μια πηγή πληροφοριών στην οποία βασιζόμαστε ολοκληρωτικά. Είναι αδύνατον να κάνεις μια ταινία για τη σύγχρονη κοινωνία χωρίς να δώσεις στο κινητό τηλέφωνο έναν κεντρικό ρόλο –όπως έχει στη ζωή μας. Δεν είναι ένα ερώτημα για το πόσο καλό ή κακό κάνει στις ζωές των ανθρώπων, αλλά στο πόσο παρόν είναι».
Σκεφτήκατε ποτέ να γυρίσετε μια ταινία μεγάλου μήκους με κινητό όπως πολύς κόσμος κάνει σήμερα;
«Οχι! Γνωρίζω ότι έχουν γυριστεί αρκετές ταινίες κατ’ αυτό τον τρόπο, αλλά δεν υποστηρίζω την άποψη ότι οι ταινίες γυρίζονται για να σπάσουν ρεκόρ. Η undertaking είναι μάταια. Για παράδειγμα, η «Ρωσική Κιβωτός» του Αλεξάντερ Σοκούροφ. Είναι μια κατασκευή vain. Λες και κάποιος κόσμος ενδιαφέρεται απλώς για να κάνει κάτι καινούργιο, πράγμα που δεν με ενδιαφέρει καθόλου».
Ως καλλιτέχνης νιώθετε ότι έχετε ευθύνη απέναντι στην κοινωνία;
«Ασφαλώς! Ασφαλώς! Ομως ως κινηματογραφιστής το μόνο που μπορώ να κάνω είναι ταινίες για θέματα που με απασχολούν. Να αλλάξω κάτι δεν μπορώ. Ο Αλμπερτ Σβάιτσερ είπε κάποτε ότι μόνο ένας άνθρωπος από κάθε γενιά μπορεί να φέρει μια κάποια αλλαγή. Ευτυχώς που υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που παίρνουν τον ρόλο τους στα σοβαρά και αφοσιώνονται στο να βελτιώσουν τουλάχιστον, αν όχι να αλλάξουν, έστω και σε μικρό βαθμό, τις ζωές κάποιων ανθρώπων. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι παρά μια πολύ μικρή μειοψηφία, είναι η μειονότητα. Η δουλειά μου ως κινηματογραφιστή είναι να παρουσιάσω την πλειοψηφία, την αποκαλούμενη φυσιολογική ζωή. Τους φυσιολογικούς ανθρώπους».
Ομως τι είναι φυσιολογική ζωή; Πώς ορίζετε τον φυσιολογικό άνθρωπο;
(Πολλά γέλια) «Πολύ καλή ερώτηση. Ο καθηγητής Φιλοσοφίας μου στο πανεπιστήμιο μας έλεγε ότι ο μόνος τρόπος για να φέρεις σε δύσκολη θέση τον απέναντί σου σε έναν διάλογο είναι να του ζητήσεις να ορίσει αυτό που λέει».
Τι σας κάνει να γελάτε;
«Α, είμαι εύκολος στο γέλιο και μου αρέσει να γελώ. Υπάρχει ένα αυστριακό γνωμικό που λέει ότι όσο πιο δυσάρεστα πράγματα προσφέρεις τόσο πιο πολύ γελάς. Δείτε τον Τόμας Μπέρνχαρντ. Ηταν ένας πολύ καταθλιπτικός άνθρωπος αλλά και πολύ αστείος».
Οταν δίνετε μια συνέντευξη, παίρνετε κάτι από αυτήν;
«Πάντα μαθαίνεις κάτι από τις συνεντεύξεις γιατί βλέπεις πώς ο κόσμος έχει αντιδράσει απέναντι στην ταινία σου. Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό: φτιάχνεις μια ταινία για να προκαλέσεις, αλλά ο μόνος τρόπος για να δεις τις αντιδράσεις του κόσμου είναι το να συζητήσεις με τους ανθρώπους που την είδαν».
Από το φινάλε της ταινίας αντιλαμβανόμαστε ότι το σύστημα δεν θα αλλάξει ποτέ.
«Αυτός είναι και ο δικός μου φόβος».
Και όμως, πάντα δεν υπάρχει μια προπαγάνδα πως ο κόσμος μπορεί να σωθεί;
«Πολύ θα ήθελα να το δω».

Το σινεμά, η λογοτεχνία, η τηλεόραση

Τα σενάριά σας είναι πάντα πρωτότυπα και σπανίως βασισμένα σε μυθιστορήματα. Θελήσατε ποτέ να μεταφέρετε κάποιο μεγάλο μυθιστόρημα στη μεγάλη οθόνη;
«Εχω δουλέψει διασκευές έργων μεγάλων λογοτεχνών, του Γιόζεφ Ροτ, του Φραντς Κάφκα, αλλά για την τηλεόραση. Μου έχει γίνει πρόταση για ένα βιβλίο του Τόμας Μπέρνχαρντ αλλά νομίζω ότι ο Μπέρνχαρντ δεν μπορεί να λειτουργήσει στον κινηματογράφο. Οταν κάνω μια ταινία για την τηλεόραση βασισμένη σε μυθιστόρημα, π.χ. το «Die rebellion» του Γιόζεφ Ροτ, νιώθω ότι ο ρόλος μου ως σκηνοθέτη είναι πολύ διαφορετικός. Νιώθω ότι οφείλω να ωθήσω τους θεατές να ανατρέξουν και να διαβάσουν το πρωτότυπο έργο. Ο πραγματικός καλλιτέχνης σε μια τηλεταινία που βασίζεται σε έργο της λογοτεχνίας είναι ο συγγραφέας. Εγώ είμαι ο υπηρέτης. Αυτό δεν ισχύει όταν εργάζομαι στον κινηματογράφο. Ακόμα και στην περίπτωση της «Δασκάλας του πιάνου» που βασίζεται στο μυθιστόρημα της Ελφρίντε Γέλινεκ, ένιωσα ότι έπρεπε να τροποποιήσω το μυθιστόρημα τόσο πολύ ώστε να το κάνω να σταθεί ως ταινία. Κατά τη γνώμη μου οι διασκευές λογοτεχνικών έργων πολύ σπάνια είναι επιτυχημένες».

Πού και πότε

Η ταινία «Happy End» διανέμεται από την Πέμπτη 16 Νοεμβρίου στις αίθουσες από τη Rosebud21, την οποία ευχαριστούμε για αυτή τη συνέντευξη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ