Στη διάρκεια της ζωής της η Μαρία Κάλλας έδωσε αναρίθμητες συνεντεύξεις, πολλές από τις οποίες δεν υπερέβαιναν ένα δημοσιογραφικό – επικαιρικό χαρακτήρα. Αλλωστε, τα μέσα ενημέρωσης επιζητούσαν πάντα να φιλοξενούν «θέματα Κάλλας» αναδεικνύοντας ή ­ συνηθέστερα ­ διογκώνοντας στιγμές και επεισόδια της προσωπικής της ζωής για να ικανοποιήσουν την περιέργεια του κοινού. Υπάρχουν όμως συνεντεύξεις που έχουν την αξία βιβλιογραφικής αναφοράς και αποτελούν σημαντικά τεκμήρια για τη μελέτη της τέχνης και της προσφοράς της μεγάλης τραγουδίστριας. Μία από αυτές είναι η συνέντευξη που έδωσε στον άγγλο μουσικοκριτικό Derek Prouse το 1961 και η οποία δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες στην εφημερίδα «The Sunday Times» (19, 27 Μαρτίου και 2 Απριλίου 1961). Αν διαλέξαμε να παρουσιάσουμε τη συνέντευξη αυτή το κάναμε όχι μόνο γιατί είναι άγνωστη στην Ελλάδα αλλά κυρίως γιατί δόθηκε σε μια αποφασιστική στιγμή της καριέρας της (τα πρώτα σημάδια φωνητικής κόπωσης έχουν ήδη εμφανιστεί) και αντιπροσωπεύει ένα είδος απολογισμού. Το 1961 η Κάλλας έχει ήδη ολοκληρώσει τη μεγάλη δεκαετία της Σκάλας, όπου αναβίωσε ξεχασμένους ρόλους, επέβαλε το στυλ της και το δραματικό σκηνικό ύφος της, ανανέωσε το ρεπερτόριο της όπερας αλλά και το ενδιαφέρον του κοινού για τη λυρική τέχνη.


Η συνέντευξη είναι περισσότερο ένας μονόλογος, με κύρια χαρακτηριστικά από την πλευρά της Κάλλας την κριτική διάθεση, την αγωνία της να αφήσει στους μεταγενέστερους τα μυστικά της τέχνης της, την επιθυμία της να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της προς τους δασκάλους της αλλά και την αυτοπεποίθηση ότι έχει προσφέρει στην όπερα κάτι πολύ σημαντικό. Νομίζουμε πως η εξομολόγηση αυτή, πέρα από τη βιβλιογραφική της αξία, έχει και την αξία ενός master class. Πάνω απ’ όλα είναι μια υποθήκη.


«Προσπαθώ πάντοτε να είμαι αντικειμενική ­ με τον εαυτό μου και με τη δουλειά μου. Μπορώ να σας πω, με κάθε εντιμότητα πιστεύω, ότι είμαι η πιο αυστηρή από τους κριτικούς μου. Αλλωστε, όσο περνούν τα χρόνια, γίνεσαι περισσότερο απαιτητικός. Οταν είσαι νέος και βρίσκεσαι στο κατώφλι μιας καριέρας, εμπιστεύεσαι απόλυτα τον εαυτό σου· νομίζεις ότι είσαι ικανός να αναλάβεις και το δυσκολότερο έργο και να το φέρεις σε πέρας με θαυμαστό τρόπο. Αλλά μέσα στον κόσμο της μουσικής όπου ζω ανακάλυψα ότι όσο περισσότερα μαθαίνεις τόσο συνειδητοποιείς πόσο λίγα ξέρεις. Αν αγαπάς αληθινά τη μουσική, δεν μπορείς παρά να σταθείς ταπεινά απέναντι στις απέραντες δυνατότητές της και να παραδεχθείς ότι οι περιορισμένες δυνάμεις σου θα σε εμποδίζουν πάντα να την υπηρετείς με τον τρόπο που θα ήθελες ­ κι ας σημαίνει αυτό ίσως ότι ποτέ δεν θα γνωρίσεις μια σταθερή και διαρκή ευτυχία.


Δεν είναι εύκολο να μιλάς για τον εαυτό σου και τη δουλειά σου με τρόπο εποικοδομητικό. Οι λέξεις είναι απατηλές και, όπως συχνά και προς μεγάλη μου λύπη διαπίστωσα, μπορούν να παρερμηνευθούν. Η διασημότητα είναι ένα μπούμερανγκ και κάθε καλλιτέχνης που θέλει να μείνει πιστός στον εαυτό του και στην τέχνη του αισθάνεται εξαιρετικά ευάλωτος. Ετσι η ουσιώδης συνθήκη για να προσεγγίσει η καλλιτεχνική δημιουργία την τελειότητα ­ και μιλώ για την ελευθερία του πνεύματος ­ είναι και η πιο δύσκολη να επιτευχθεί.


Δεν θα ήθελα να αρχίσω τη συζήτησή μας σε έναν τόνο απαισιοδοξίας· φαντάζομαι όμως πως θα έχετε διαπιστώσει ότι οι πιο ειλικρινείς καλλιτέχνες είναι εκ φύσεως απαισιόδοξοι. Δεν ξεφεύγω από αυτόν τον κανόνα. Αλλά η τελειότητα είναι ακριβώς αυτό που συνεχώς αμφισβητείται σε μας τους τραγουδιστές, εξαιτίας αυτής καθαυτής της φύσης του οργάνου, δηλαδή της φωνής, που χρησιμοποιούμε για να εκφραστούμε. Μου έχει συμβεί κάποτε να γυρίσω σπίτι μετά από μια παράσταση ­ και ενώ είχα καταχειροκροτηθεί ­ και να αρχίσω να κλαίω πικρά γιατί δεν είχα κατορθώσει, το ήξερα, να υπηρετήσω τις προθέσεις του συνθέτη έτσι όπως τις ένιωθα. Ισως να είχα κάνει μερικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά αυτά τα βήματα με έκαναν να συνειδητοποιήσω πόσο πιο μακριά πρέπει κανείς να πάει.


Ταυτόχρονα όμως η χαρά του τραγουδιού ­ ακόμη και όταν πηγάζει από μία μόνο φράση που κατάφερε να τραγουδήσει κανείς ακριβώς όπως είχε ελπίσει να την τραγουδήσει ­ είναι μια χαρά πολύ έντονη. Θεωρώ τον εαυτό μου, πάνω απ’ όλα, μουσικό. Για μένα η μουσική είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο· κι όταν κατορθώνεις να υπερβείς ορισμένες δυσκολίες με ένα τόσο εύθραυστο όργανο, όπως η φωνή, νιώθεις μια ικανοποίηση τόσο πηγαία που μοιάζει να αναδύεται μέσα από την ίδια την ψυχή σου.


Για να δώσεις σε μια παράσταση τον καλύτερο εαυτό σου, έχεις ανάγκη από ψυχική ηρεμία. Θέλεις επίσης να ξέρεις ότι το κοινό θα είναι πάντοτε μαζί σου και ότι αν κάποιο βράδυ δεν είσαι στις καλύτερες στιγμές σου, θα δείξει κατανόηση και θα σε αγαπάει πάντα. Αν όμως ­ κι αυτό μου έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν ­ γίνεις ένα παιχνίδι στα χέρια ανθρώπων που δεν συμπάσχουν μαζί σου, που δεν μοιράζονται τα ίδια συναισθήματα, τότε τι γίνεται; Η φωνή σου είναι πάντα εκεί ­ ίσως μάλιστα καλύτερη από ποτέ ­ αλλά το πνεύμα και το σώμα σου αρνούνται να τραγουδήσουν. Και αν σε αναγκάσουν να τραγουδήσεις, τότε νιώθεις καταδικασμένη, φυλακισμένη. Τότε κάθε χαρά έχει χαθεί».


­ Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ρόλοι;


«Η Νόρμα. Οποτε την ερμηνεύω είμαι ευτυχισμένη. Είναι ο αγαπημένος μου ρόλος. Νομίζω ότι της μοιάζω. Είναι πολύ υπερήφανη για να δείξει τα πραγματικά της αισθήματα αλλά στο τέλος υποκύπτει. Μια γυναίκα που δεν αισθάνεται κακία ούτε νιώθει αδικημένη από δυσμενείς καταστάσεις, τις οποίες, εν τέλει, έχει προκαλέσει η ίδια. Λατρεύω τον Μπελλίνι, όπως λατρεύω και τον Ντονιτσέττι. Αλλά ο Μπελλίνι είναι η αδυναμία μου. Είναι πιο ισχυρός, πιο δυνατός, πιο αρρενωπός, αν μου επιτρέπεται να εκφραστώ έτσι. Ο κόσμος της Λουτσία είναι άλλος. Μελαγχολικός και συναισθηματικός. Ιδιαίτερα στη σκηνή της τρέλας, καταλαβαίνεις ότι ο κόσμος της υπερβαίνει την καθημερινότητα, είναι ένας κόσμος ονείρου».


­ Είστε πριμαντόνα. Τι σημαίνει αυτό;


«Με γνωρίζουν ως πριμαντόνα· καμιά φορά με κατηγορούν ότι είμαι πριμαντόνα. Αλλά αυτός είναι ένας τίτλος για τον οποίο είμαι υπερήφανη. Πολύ συχνά δίνουν στον όρο πριμαντόνα μια λανθασμένη σημασία. Στην πραγματικότητα, η λέξη προσδιορίζει πολύ απλά την «πρώτη κυρία» του θιάσου, την πρωταγωνίστρια. Τίποτε λοιπόν δεν δικαιολογεί τη χρήση φράσεων που ακούμε σήμερα, όπως «συμπεριφέρεται σαν πριμαντόνα», όπου η ιδιότητα αυτή συνδέεται με τα καπρίτσια.


Οσο υπάρχει η όπερα, θα υπάρχει πάντα θέση για μια αληθινή πριμαντόνα. Πρέπει να παραδεχτούμε, πιστεύω, ότι το κοινό πηγαίνει στην όπερα για να ακούσει, πάνω απ’ όλα, τους τραγουδιστές. Η ορχήστρα πρέπει να είναι εξαιρετική, αυτό είναι ουσιώδες, αλλά δεν παύει να είναι το όργανο που συνοδεύει τους τραγουδιστές ­ αν και προτιμώ να μας θεωρούν, εμάς τους τραγουδιστές, τα πρώτα όργανα της ορχήστρας.


Εχω κάνει πολλούς αγώνες για τη βελτίωση των ορχηστρών κι ορισμένες φορές επέλεξα να τραγουδήσω σε ένα ορισμένα θέατρο γιατί ήξερα ότι η ορχήστρα ήταν καλή. Ετσι κι αλλιώς αλληλοεξαρτώμεθα. Στις παλαιές όπερες, όλες οι μεγάλες άριες άρχιζαν με μια ορχηστρική εισαγωγή, της οποίας το θέμα επαναλάμβαναν οι τραγουδιστές. Είμαστε λοιπόν οι σολίστ της ορχήστρας.


Η θέση της πριμαντόνας σε ένα θίασο δημιουργεί τεράστιες ευθύνες, γιατί απαιτεί, μεταξύ άλλων, μεγάλη πειθαρχία· η πριμαντόνα πρέπει να αποτελεί πρότυπο πειθαρχίας και ακρίβειας. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αργεί στις πρόβες. Μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση θα σε σεβαστεί η χορωδία και θα εργαστεί με περισσότερο κέφι. Αλλά αν αγαπάς τη δουλειά σου, αποδέχεσαι ευχαρίστως την πειθαρχία. Οι αρχές της σε εμποτίζουν και προσδιορίζουν ακόμη και την ιδιωτική σου ζωή. Δεν μου αρέσει να αργώ, και δεν μου αρέσει να αργούν και οι άλλοι. Για μένα, η ασυνέπεια είναι σημάδι κακής ανατροφής.


Μίλησα για ιδιωτική ζωή, για ανατροφή, και όλα αυτά μας οδηγούν να δούμε το πρόσωπο, τη γυναίκα, που υπάρχει πίσω από την καλλιτέχνιδα. Αυτή η γυναίκα δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί. Στην παρούσα φάση της ζωής μου μπορώ μάλιστα να πω ότι προσπαθώ να ανακαλύψω εκ νέου τον εαυτό μου, να απαλλαγώ από την παραμορφωμένη εικόνα που άλλοι επιχείρησαν να επιβάλουν.


Πάντοτε αγωνίστηκα για να ζήσω σαν μια κανονική ανθρώπινη ύπαρξη αλλά είχα την ατυχία να περιτριγυρίζομαι από ανθρώπους που έκαναν τα πάντα για να με εμποδίσουν. Πολλές φορές μου συνέβη να βρεθώ σε καταστάσεις που ήταν τεχνητά διογκωμένες από το περιβάλλον μου και να αναρωτηθώ: «Προς τι όλη αυτή η φασαρία;». Είναι παράδοξο, αλλά σήμερα, στην κορυφή μιας καριέρας που μπορώ να θεωρήσω λαμπρή και που μου έφερε μεγάλη φήμη, κοιτάζω ακόμη γύρω μου και αναρωτιέμαι: «Τι συμβαίνει; Πού είναι είναι η αλήθεια; Ποια είναι η πραγματικότητα;».


Πιστέψτε με, οι στιγμές αυτές δεν είναι ευχάριστες. Αισθάνεσαι τόσο μικρός, τόσο αβέβαιος για τον εαυτό σου, που μοναδική σου επιθυμία είναι να το βάλεις στα πόδια ή να ρωτήσεις: «Τι θέλετε από μένα; Δεν είμαι πάρα μια ανθρώπινη ύπαρξη που επιζητεί απλώς να ακολουθεί το ένστικτό της». Γιατί η εργασία μου είναι κυρίως ένστικτο. Κι αυτό το ένστικτο είναι η πολύτιμη πηγή που κάθε καλλιτέχνης οφείλει να προστατεύσει, με όλες τις δυνάμεις του, και να διατηρήσει αμόλυντη.


Η φωνή, καταρχάς, είναι ένα όργανο που μπορεί να σε προδώσει ανά πάσα στιγμή· αυτό από μόνο του είναι κάτι που μπορεί να σε κάνει δυστυχισμένο. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί το γεγονός ότι ο Τύπος σε στολίζει με το είδος ακριβώς της φήμης την οποία δεν θέλεις, κι αυτό περιπλέκει παράλογα τη ζωή σου. Προσπαθείς, όσο είναι δυνατόν, να αποφύγεις αυτή τη διασημότητα, γιατί όσο πιο γνωστός είσαι, τόσο μεγαλύτερη είναι η ευθύνη σου, και τόσο πιο μικρός και ανυπεράσπιστος νιώθεις.


Ενα παράδειγμα: οι εφημερίδες έγραψαν πρόσφατα ότι έφυγα οργισμένη από ένα καμπαρέ του Μόντε Κάρλο επειδή ανήγγειλαν μια χορεύτρια ως την «Κάλλας του στριπτίζ». Στην πραγματικότητα, έφυγα γιατί το θέαμα ήταν πληκτικό. Αλλά οι εφημερίδες όλου του κόσμου θεώρησαν το γεγονός αυτό πιο σημαντικό από ό,τι η πρεμιέρα, για παράδειγμα, του «Πολύευκτου». Τόσο πολύ έχουμε χάσει την αίσθηση των αξιών.


Μερικές εφημερίδες και μερικά πρόσωπα δημιουργούν την εντύπωση ότι είμαι γυναίκα που επιζητεί τα σκάνδαλα και τις σκηνές για να βρίσκομαι πάντα στην επικαιρότητα. Αυτό πραγματικά δεν ισχύει. Δεν εκτιμώ τίποτε περισσότερο από τις φυσικές αντιδράσεις, σε κάθε περίσταση. Οταν βγαίνω να περπατήσω, δεν θέλω να έχω συνεχώς επίγνωση ότι είμαι η τραγουδίστρια Κάλλας. Η Κάλλας; Μάλιστα, τραγούδησε, έχει ταλέντο, αλλά, για τ’ όνομα του Θεού, αφήστε την να περπατήσει στο δρόμο σαν ένας κανονικός άνθρωπος. Για την ψυχική μας ισορροπία, για την ποιότητα του τραγουδιού μας, έχουμε ανάγκη από μια ατμόσφαιρα χαλάρωσης, χωρίς εντάσεις. Για να μπορέσει ένας καλλιτέχνης να δώσει το μέγιστο των δυνατοτήτων του οφείλει να βρίσκεται σε άμεση σχέση με την καθημερινή πραγματικότητα· πρέπει συνεχώς να γεμίζει τις μπαταρίες του, να ανανεώνεται, να βρίσκει την αίσθηση της προοπτικής».


­ Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί αν σας επηρεάζει αυτή η σχεδόν υστερική ατμόσφαιρα που περιβάλλει τις πρεμιέρες σας…


«Είναι τρομερό. Ειλικρινά το απεχθάνομαι».


­ Μπορείτε να διατηρήσετε την ψυχραιμία σας σε μια τέτοια ατμόσφαιρα;


«Εγώ, ναι· αλλά το υποσυνείδητό μου δεν μπορεί. Κι αυτό είναι το χειρότερο».


­ Ποιες είναι οι επιπτώσεις;


«Μερικές φορές πληρώνουμε ακριβά αυτές τις βραδιές, όπως έγινε με την πρεμιέρα του «Πολύευκτου» στο Μιλάνο. Ηταν τεράστια επιτυχία. Και η δεύτερη παράσταση πήγε πολύ καλά. Αλλά στην τρίτη, νόμιζα ότι θα πεθάνω. Ολα πήγαν θαυμάσια, αλλά ήταν τέτοια η ένταση, που άρχισα να πληρώνω το τίμημα. Και το τίμημα αυτό είναι υπερβολικά βαρύ για έναν καλλιτέχνη. Το μόνο που επιθυμώ είναι να μου δοθεί η ευκαιρία να προσφέρω αυτό που μπορώ. Και ομολογώ ότι μερικές φορές κολακεύομαι από το κλίμα έντονης συγκίνησης που συναντώ. Αλλά γενικά δεν μου αρέσει αυτή η ατμόσφαιρα. Με κάνει να αισθάνομαι παγιδευμένη».


­ Πότε αντιληφθήκατε ότι είχατε μουσική κλίση;


«Η μητέρα μου το κατάλαβε. Και με ώθησε στο τραγούδι. Με θεωρούσαν παιδί θαύμα, και στη Νέα Υόρκη είχα διακριθεί σε πολλούς ραδιοφωνικούς διαγωνισμούς. Το 1937 ήλθαμε στην Ελλάδα και γράφτηκα, στην αρχή, στο Εθνικό Ωδείο, όπου η Μαρία Τριβέλλα μου έκανε μαθήματα τραγουδιού. Δίδασκε με τη γαλλική μέθοδο ­ η φωνή μέσα στη μάσκα. Το 1939, με την παρότρυνση της μητέρας μου, άλλαξα ωδείο και φοίτησα σε αυτό που δίδασκε η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο. Ηταν μια μεγάλη τραγουδίστρια και της οφείλω πολλά.


Σε κάποια στιγμή της συζήτησής μας παρατηρήσατε ότι προλαβαίνω τη σκέψη του συνομιλητή μου. Το ίδιο συνέβαινε και με τους καθηγητές μου. Ηταν ένα είδος παιχνιδιού. Μάντευα αυτό που ήθελαν να μου πουν πριν ανοίξουν το στόμα τους. Μόλις άρχιζαν να μου δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να τραγουδήσω, τους διέκοπτα για να τους δηλώσω, με κάποια υπερηφάνεια: «Ξέρω τι θέλετε να πείτε. Θέλετε να σας δείξω;».


Οταν είναι κανείς πολύ νέος, έχει μια μεγάλη επιθυμία να αφομοιώσει τα πάντα, ένα πάθος να μάθει, που δεν είναι τόσο φιλοδοξία όσο μια ακατανίκητη ανάγκη να εκφράζεται πάρα πολύ γρήγορα.


Ημουν σαν ένα σφουγγάρι. Κι ακόμη είμαι. Αλλά εμείς τα σφουγγάρια έχουμε το μειονέκτημα να απορροφούμε τα πάντα, και τα καλά και τα κακά, κι αυτά τα τελευταία είναι δύσκολο να τα αποβάλεις στη συνέχεια. Κυρίως αν είναι ελαττώματα που ρίζωσαν βαθιά όταν ήταν κανείς νέος.


Επιστρέφω στην Ελβίρα ντε Ιντάλγκο. Παρακολουθούσα τα μαθήματά της από το πρωί ως το βράδυ. Ημουν εκεί από τις δέκα το πρωί, διέκοπτα για ένα σύντομο γεύμα ή για ένα σάντουιτς, και συνέχιζα ως τις οκτώ το βράδυ. Μου φαινόταν αδιανόητο να μείνω σπίτι. Ετσι κι αλλιώς, δεν θα ήξερα τι να κάνω εκεί. Μου άρεσε να ακούω όλες τις φωνές: ελαφρά σοπράνο, λυρική σοπράνο, αλλά και τις ανδρικές φωνές. Ολα αυτά ήταν καινούργια για μένα. Ηταν ένας κόσμος πρωτόγνωρος, γεμάτος πάθος.


Οταν είσαι νέος, θέλεις να σπρώξεις τη φωνή σου στο μάξιμουμ, χαίρεσαι να τραγουδάς. Αυτό δεν έχει καμιά σχέση με φιλοδοξίες ή μεγαλομανίες, ή με όλα αυτά τα αυθαίρετα πράγματα που έχουν γραφεί για μένα. Αγαπάς, πολύ απλά, τη δουλειά σου ­ αυτό το υπέροχο, άπιαστο πράγμα που είναι η μουσική, και που εκφράζεται μέσα από το πιο εύθραυστο όργανο, τη φωνή.


Ναι ­ τόσο εύθραυστο· γρήγορα το ανακαλύπτεις αυτό. Φαινομενικά χωρίς λόγο, ενώ έχεις αφιερώσει μια ολόκληρη ζωή στη μελέτη, μια μέρα ανακαλύπτεις ότι, επειδή σε επηρέασε ένα ασήμαντο περιστατικό, ξαφνικά δεν είσαι σε θέση να κάνεις κάτι που, μόλις την προηγουμένη, το έκανες με ευκολία.


Ακόμη και σήμερα, μερικοί εξακολουθούν να μιλούν για τις φοβερές προσπάθειες που καταβάλλω, για τη σκληρή δουλειά που επιβάλλω στον εαυτό μου για να προετοιμάσω κάθε ρόλο. Στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι ασκούμαι πολύ λιγότερο από ό,τι άλλες τραγουδίστριες. Η προετοιμασία που κάνω είναι κυρίας στο μυαλό μου, και δεν συνίσταται στην ατέρμονη επανάληψη ασκήσεων για να επιτύχω ένα αποτέλεσμα, στο οποίο, για να φτάσεις, αρκούν λίγα λεπτά δουλειάς στην κατάλληλη πνευματική και ψυχική διάθεση».


* Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στο πρόγραμμα «Μαρία Κάλλας» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών τον Μάρτιο του 1993.