Υπό την πίεση δεκάδων προτάσεων από ομάδες μοιάζει να καταστρώθηκε φέτος το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών, όπου το θέατρο έχει τη μερίδα του λέοντος. «Πνιγμένο» κυριολεκτικά σε παραστάσεις, φαινομενικά τουλάχιστον, χαμηλού κόστους παραγωγής, σηκώνουν την αυλαία, σήμερα, Κυριακή, 1η Ιουνίου και ετοιμάζονται να παιχθούν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα στις αίθουσες της Πειραιώς 260.

«Το θέατρο έχει μεγάλο κοινό στη χώρα μας»
επισημαίνει ο Γιώργος Λούκος, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ για όγδοη συνεχή σεζόν, δίνοντας μια πρώτη εξήγηση του φαινομένου. «Αρκεί να σας πω ότι στη Γαλλία των 65 εκατομμυρίων κατοίκων οι προτάσεις για συμμετοχή στην Αβινιόν είναι περίπου 45-50 και στην Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων οι προτάσεις στο φεστιβάλ είναι 300 και από αυτές οι 280 είναι για θεατρικές παραστάσεις».
Ελληνες κυρίως δημιουργοί, νέοι και όχι μόνον καλλιτέχνες, ομάδες και μονάδες του χώρου, συμμετέχουν σε αυτό το θεατρικό παζλ που ξεκινά την πρώτη ημέρα του Ιουνίου και τελειώνει, με την αυλαία των Επιδαυρίων, στα μέσα Αυγούστου. Ούτε λίγο ούτε πολύ, μιλούμε για δυόμισι μήνες. Σίγουρα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι οι Ελληνες είναι θεατρόφιλοι –κάτι που επιβεβαιώνεται και στη διάρκεια της χειμερινής σεζόν.
Παρ’ όλα αυτά, ο φετινός προγραμματισμός έρχεται ως επακόλουθο της κρίσης και διαμορφώνει ένα φεστιβάλ που μοιάζει σαν να μη θέλει να… στενοχωρήσει κανέναν, χωρίς ταυτότητα, χωρίς προδιαγραφές, χωρίς απαιτήσεις. Και ίσως η δυσκολία στην άρνηση να οδηγεί σε επιλογές που αρχικά φάνταζαν πρωτότυπες και τώρα κοντεύουν να μετατραπούν σε «μια από τα ίδια». Οπως συνέβη, σύμφωνα με πληροφορίες, στην περίπτωση της Λένας Κιτσοπούλου, που θεώρησε και τη φετινή της συμμετοχή στο Φεστιβάλ αυτονόητη.
Λίγα σε πολλούς


Με 2 εκατ. ευρώ το Φεστιβάλ και ο Γιώργος Λούκος επέλεξαν να μοιράσουν λίγα σε πολλούς… Κάτι που άλλωστε αιτιολογεί ο ίδιος ο καλλιτεχνικός διευθυντής:

«Είναι γνωστό πως οι ομάδες έχουν οικονομικά προβλήματα. Οπως επίσης όλοι ξέρουμε ότι επιχορηγήσεις δεν δίνονται πια. Θέλουμε λοιπόν να προσφέρουμε σε πολλούς καλλιτέχνες την ευκαιρία να δείξουν τη δουλειά τους. Δεν αρνούμαι όμως ότι είναι παραγωγές χωρίς μεγάλο κόστος»
λέει και προσθέτει ότι οι ελληνικές είναι πολλαπλάσιες των ξένων. «Μην ξεχνάτε ότι τις παραστάσεις στις αίθουσες της Πειραιώς τις αντέχει η τσέπη του θεατή, κάτι που δεν ισχύει για την Επίδαυρο, όπου το συνολικό κόστος δεν εντάσσεται εύκολα στον οικογενειακό προγραμματισμό».
Γνώμονάς του πάντως ήταν να προσκαλέσει και να συνεργαστεί με ηθοποιούς και σκηνοθέτες για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ, «όπως ο Σκουρλέτης, ο Γλυνάτσης, η Γυφτάκη, ο Στέργιογλου με την ιδιότητα του σκηνοθέτη ή ο Μανώλης Μαυρομματάκης, και μάλιστα σε συνεργασία με την Πόρτα και την Ξένια Καλογεροπούλου που θέλουμε να στηρίξουμε για να ανοίξει και πάλι. Ο Μόσχος, επίσης ως σκηνοθέτης, δεν έχει ξανάρθει, η Κατερίνα Ευαγγελάτου αλλά και ο Δημήτρης Τάρλοου ή ο Κωνσταντίνος Χατζής και η Ιώ Βουλγαράκη».
Ανάμεσα στις επιλογές του και ο Δημήτρης Μαυρίκιος με την «Πάπισσα Ιωάννα», «αλλά σε μορφή working progress, γιατί οικονομικά δεν θα ήταν εύκολο να αντεπεξέλθουμε στις απαιτήσεις μιας παραγωγής όπως αυτές που κάνει ο Μαυρίκιος» εξηγεί ο Γιώργος Λούκος.

Είναι όμως αυτός ο στόχος και ο σκοπός ενός φεστιβάλ;
«Ξέρουμε ότι φεστιβάλ σημαίνει κάτι το έκτακτο» επισημαίνει ο σκηνοθέτης Νίκος Μαστοράκης. «Φέτος απλώς συνοψίζει ό,τι συμβαίνει όλη τη χρονιά… Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι θα έπρεπε να δοθούν περισσότερα λεφτά σε λιγότερα σχήματα. Η διασπορά των χρημάτων είναι μεγάλη. Κάθε σχήμα έχει σχεδόν ανύπαρκτα λεφτά. Κι έτσι έχουμε σχήματα μικρών απαιτήσεων. Πράγμα που τελικά υποβιβάζει τη θεατρική τέχνη…». Ενώ την ίδια στιγμή τονίζει ότι «ο Λούκος είναι για μένα σπουδαίος γιατί αναμόρφωσε το Φεστιβάλ», βλέπει τη φετινή κάμψη λόγω κρίσης και προσθέτει: «Θέλω όμως να υπενθυμίσω στον Λούκο ότι όταν είχε έρθει, έλεγε ότι θα το προτιμούσε μικρότερο… Κάτι που τώρα λόγω περιορισμένων οικονομικών θα μπορούσε να πετύχει».

«Ολα ξεκινούν από την παντελή αδιαφορία του κράτους προς τον πολιτισμό»
λέει ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, που κινείται στον αντίποδα, θεωρώντας θετικό ότι «δόθηκαν λίγα σε πολλούς» – με μέσο όσο παραγωγής τις 40.000. «Την έκρηξη στα φεστιβάλ τη δημιουργούν οι καλλιτέχνες, όχι οι ταυτότητες. Και ο Λούκος ξέρει τι κάνει δίνοντας ευκαιρίες. Από την άλλη, όντως θα μπορούσε να προτείνει ένα πιο σφιχτό πρόγραμμα. Επιμένω όμως ότι την ταυτότητα δεν τη δίνει το προσωπείο αλλά η σωματική ρώμη κάθε παράστασης» συμπληρώνει ο Νίκος Καραθάνος, ηθοποιός και σκηνοθέτης. «Οντως φέτος είναι σαν να είπαμε σε πολλά άλογα να τρέξουν κι αυτά να είναι κουρασμένα…».

«Πιστεύω σε ένα φεστιβάλ πολυφωνίας –να έχει καλά πράγματα, καλλιτεχνικής αξίας, να μπαίνουν καινούργιοι άνθρωποι, να δοκιμάζονται, να προκαλούν ενδιαφέρον στο κοινό. Να έχει ένα κομμάτι πειραματικό και ένα main stream»
λέει ο Πέτρος Φιλιππίδης, που το σκέφτεται με μεγαλύτερη διάρκεια, να υποστηρίζεται και να συνεργάζεται με τα υπουργεία Πολιτισμού και Τουρισμού. «Πιστεύω σε ένα φεστιβάλ με λιγότερα μικρά και περισσότερα μεγάλα» καταλήγει.
«Για μένα το ερώτημα είναι απλό. Με 2 εκατ. ευρώ τι κάνεις; Ενα πάρτι με βεγγαλικά ή μια σούπα για να φάμε όλοι; Το θέμα είναι να βάλεις μια βόμβα: να τη δουν λίγοι αλλά να την ακούσουν περισσότεροι…».
Με παραστάσεις διαφορετικού χαρακτήρα από τις αντίστοιχες του χειμώνα, πιο τολμηρές, που θα παίρνουν ρίσκο, θα οδηγούν σε συνεργασίες ατόμων και χώρων που δεν φανταζόμαστε και θα οδηγούν σε συζητήσεις και ζυμώσεις. Κάπως έτσι φαντάζεται το Φεστιβάλ ο Στάθης Λιβαθινός και λέει: «Στο πρόγραμμά του μπορεί να περιλαμβάνει και πολλά και καλά. Αλλά κυρίως για να λειτουργήσει ένας τέτοιος οργανισμός και να έχει προοπτική και μέλλον χρειάζεται έναν έγκαιρο προγραμματισμό. Πέρυσι όλα έγινα μέσα σε δύο μήνες. Ποιος μπορεί να κάνει πολιτική όταν πρέπει να αποφασίζει την τελευταία στιγμή; Δεν υπάρχει καμία κρατική πολιτική».

Η Επίδαυρος της επανάληψης


Οσο για την Επίδαυρο, εύκολα μπορεί να επαναλάβει κανείς ότι η μοναδικότητα του αρχαίου θεάτρου χάνεται σε ένα κοινότοπο ρεπερτόριο… Ο ίδιος διαφωνεί: «Πλάι σε καλλιτέχνες όπως η Λυδία Κονιόρδου και ο Γιάννης Κακλέας, δύο νέα παιδιά κατεβαίνουν στο αρχαίο θέατρο για πρώτη φορά. Ο Δημήτρης Καραnτζάς με την «Ελένη» και ο Εκτορας Λυζίγος με «Προμηθέα Δεσμώτη». Αξίζει τον κόπο να δοκιμάσουμε νέους ανθρώπους, νέα πράγματα». Και συνεχίζει: «Εν αντιθέσει με τους εθνικιστές ή τους λαϊκιστές πιστεύω ότι είναι πολύ ωραία η Επίδαυρος με τις ξένες παραστάσεις. Το είδαμε με τον Κέβιν Σπέισι αλλά και με τη Φιόνα Σο, που φέτος ξανάρχεται με κάτι τελείως διαφορετικό. Και ξέρετε κάτι; Ουσιαστικά τιμούμε τον Αισχύλο όταν παρουσιάζουμε τον Μπέκετ. Γι’ αυτό και θα ήθελα να έρθουν κι άλλα μεγάλα ξένα θέατρα, όπως το θέατρο Νο, για παράδειγμα, και να παίξουν στο αρχαίο θέατρο».
Αντ’ αυτών κάλεσε ξένους, Ευρωπαίους στην Πειραιώς και νιώθει ξεχωριστή υπερηφάνεια για την έλευση του Λικ Μποντί με την Ιζαμπέλ Ιπέρ και φυσικά για την παράσταση με την Ιζαμπέλα Ροσελίνι. Ξεχωριστή αναφορά κάνει στην Αντζέλικα Λίντελ, αυτή την πολυτάλαντη ισπανίδα περφόρμερ, συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιό, που θα παρουσιάσει τη δουλειά της.
Οπότε στο αρχαίο θέατρο της Αργολίδας κατεβαίνουν και φέτος σχήματα και σκηνοθέτες που επιστρέφουν ως συνήθεις ύποπτοι και αυτό το καλοκαίρι, χωρίς κάτι διαφορετικό. «Πρέπει να αποκτήσει χαρακτήρα» λέει ο Νίκος Μαστοράκης, που παρατηρεί τη μείωση του κοινού τα τελευταία χρόνια. Στα μείον του θεσμού και το γεγονός ότι οι παραστάσεις παίζονται πριν και μετά την Επίδαυρο σε περιοδεία ανά την επικράτεια.

«Ας φροντίσουμε πρώτα την παιδεία του αρχαίου δράματος και μετά να σκεφτούμε τις παραστάσεις»
επιμένει ο Στάθης Λιβαθινός. «Ούτε πρέπει οι έμπειροι να πηγαίνουν συνέχεια. Η Επίδαυρος δεν είναι για χόρταση».

Η θεατρική ταυτότητα του Φεστιβάλ

Εχουν καταμετρηθεί περισσότερες από τριάντα παραστάσεις μαζί με εκείνες που θα κατέβουν στην Επίδαυρο ή θα ανέβουν στο Ηρώδειο:

27 εγχώριες παραγωγές, ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου (είκοσι τρεις στην Αθήνα, τρεις στα Επιδαύρια και μία στη Μικρή Επίδαυρο)

5 ξένες «παραστάσεις

1 περσινή (επανάληψη) σε περιοδεία

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ