Ηθοποιός, σκηνοθέτης, παραγωγός, καλλιτεχνικός διευθυντής ενός από τα πιο διάσημα κινηματογραφικά φεστιβάλ του κόσμου και πάνω απ’ όλα σκεπτόμενος πολίτης, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ παραμένει, παρά τα 77 χρόνια του, στις επάλξεις. Και είναι πολύ χαρμόσυνο να τον βλέπεις τόσο δημιουργικό και δραστήριο τα τελευταία χρόνια. Είτε σκηνοθετώντας (είδαμε τον «Κανόνα της σιωπής» το καλοκαίρι) είτε στο τιμόνι του Φεστιβάλ του Σάντανς είτε παίζοντας σε ταινίες άλλων –αν και όσο τα χρόνια περνούν όλο και λιγότερο. Παίζει στα δικά του έργα (τον «Κανόνα της σιωπής» π.χ.) αλλά και σε ταινίες άλλων δημιουργών. Τελευταίο παράδειγμα το «Ολα χάθηκαν» του Τζέι Σ. Τσάντορ, που θα ανοίξει στις αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη.
Το «Ολα χάθηκαν» ήταν μία από τις εκπλήξεις του τελευταίου Φεστιβάλ Καννών όπου είδα, για δεύτερη φορά εφέτος, από κοντά αυτόν τον θαυμάσιο άνθρωπο. Είχε προηγηθεί η συνάντησή μας στη Νέα Υόρκη στην καμπάνια για την προώθηση του «Κανόνα της σιωπής». Τότε που έμαθα ότι ο Ρέντφορντ είχε ζήσει έξι μήνες στην Κρήτη τη δεκαετία του 1960. «Λατρεύω την Ελλάδα και τους Ελληνες» μου είχε πει αναπολώντας τα νεανικά χρόνια του, όταν ως «φρέσκος» οικογενειάρχης αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα από τη δουλειά του και να ζήσει με τους δικούς του σε κάποιες χώρες της Ευρώπης. Ηταν το 1967. Οι Ρέντφορντ έζησαν για έξι μήνες στην Iσπανία, σε μια μικρή πόλη στον Νότο ονόματι Μίχας, και κατόπιν ήρθαν στην Ελλάδα, πρώτα στο Ηράκλειο και μετά στην ενδοχώρα της Κρήτης. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Ρέντφορντ είχε προσπαθήσει να πείσει την οικογένειά του να ζήσουν όλοι μαζί σε μια σπηλιά στα… Μάταλα. Αλλά δεν τα κατάφερε.
Πολλά χρόνια πριν από αυτή την οικογενειακή περιπλάνηση είχε προηγηθεί μια εργένικη στην Ευρώπη. Προορισμός του 20χρονου αποφοίτου του Ινστιτούτου Καλών Τεχνών Πρατ ήταν η Γαλλία, στην οποία μάλιστα πήγε με πλοίο. Εκεί έμεινε αρκετούς μήνες. Μετά ήρθαν η Ισπανία και η Ιταλία. Ο Ρέντφορντ ζούσε σε hostels για νέους γιατί ήταν φθηνά. «Ετσι όμως απέκτησα αυτό που ήθελα: την εκπαίδευσή μου» είπε ο Ρέντφορντ σκιτσάροντας διαρκώς στο μπλοκ που είχε μπροστά του. Εκτός από το ότι γράφτηκε σε σχολές καλών τεχνών στη Γαλλία και στην Ιταλία, αυτό που κέρδισε πηγαίνοντας από το ένα μέρος στο άλλο ήταν ισχυρές γεύσεις διαφορετικών πολιτισμών, «μέσω της ματιάς των οποίων κατάφερα να δω τη δική μου πατρίδα». Ακόμη και σήμερα, παρ’ ότι πλέον δεν ζωγραφίζει («κάτι σκίτσα πού και πού μόνο»), ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ πιστεύει στη δύναμη της ζωγραφικής. «Οταν ζωγραφίζεις» είπε «κάτι σου μένει. Και το κουβαλάς μαζί σου. Και μετά γίνεται σημαντικό».
Ηταν άλλωστε η εμπειρία της Ευρώπης που τον βοήθησε να αντιληφθεί μια ευρύτερη εικόνα της Αμερικής, την οποία αργότερα με τις δικές του ιδέες θα αποκρυστάλλωνε στις ταινίες του. «Οταν ήμουν νέος στη δεκαετία του 1950 η πατρίδα μου ήταν γεμάτη προπαγάνδα» μου είχε πει στη Νέα Υόρκη. «Προπαγάνδα για το πόσο σπουδαίοι ήμασταν εμείς οι Αμερικανοί που είχαμε κερδίσει τον πόλεμο, εμείς που ήμασταν η χώρα με τις πολλές ευκαιρίες, εμείς, εμείς, μπλα μπλα μπλα. Πίσω από καθετί υπήρχε πολύ βαριά προπαγάνδα. Και το αποδεχόσουν. Πηγαίνοντας στην Ευρώπη είδα μια διαφορετική εικόνα της πατρίδας μου, μια πολύ πιο σύνθετη εικόνα. Και όπου πήγαινα είχε μια ιδιαιτερότητα: στη Φλωρεντία, στο Παρίσι, στη Μαγιόρκα, στη Βαρκελώνη. Ολες αυτές οι πόλεις είχαν το δικό τους χρώμα».
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα το 1936, «ανάμεσα στην οικονομική κρίση και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», όπως του αρέσει να λέει. «Επομένως είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι η Αμερική έχει περάσει μέσα από πολλές αλλαγές κατά τη διάρκεια των τελευταίων 70 χρόνων. Εχει αλλάξει τόσο πολλά στάδια που στην πορεία κάτι έχασε». Οταν κοιτάζει πίσω του για να δει την ιστορία της πατρίδας του βλέπει ότι η Αμερική δεν έχει και τόσο μεγάλη ιστορία. Ισως γι’ αυτό να τον ελκύουν θέματα που έχουν να κάνουν με την αμερικανική ιστορία. Η θεματολογία του αντλείται από ζητήματα όπως η δολοφονία του Αβραάμ Λίνκολν («Η πλεκτάνη»), ένα σκάνδαλο στην αμερικανική τηλεόραση («Κουίζ σόου») ή από τους Weather Underground –γνωστοί και ως Weathermen –με τους οποίους ασχολήθηκε στον «Κανόνα της σιωπής». «Ολες οι ταινίες μου είναι για την Αμερική» μου είπε. «Μπορεί να πήγα στην Ελλάδα, μπορεί να πήγα στη Γαλλία, μπορεί να έμαθα τη ζωή μέσα από τα ταξίδια μου, οι ιστορίες όμως που αποφασίζω να πω στον κινηματογράφο είναι πάντα για την «γκρίζα ζώνη» της αμερικανικής ζωής. Δεν με ενδιαφέρουν τα σημεία που είναι μαύρα ή άσπρα. Ούτε με ενδιαφέρουν τα σημεία που είναι μπλε, άσπρα ή κόκκινα (τα χρώματα της αμερικανικής σημαίας). Η γκρίζα ζώνη είναι που με ενδιαφέρει γιατί εκεί βρίσκονται οι συνθέσεις και η πολυπλοκότητα».
Ισως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Ρέντφορντ ανησυχεί που στις ημέρες μας «η πολιτική κυριαρχείται από τη συντηρητική σκέψη επειδή ο κόσμος φοβάται». Ωστόσο πιστεύει ότι «από κάτω υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν κινήματα. Υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν οι άνθρωποι που λένε ότι αυτό ή εκείνο δεν είναι σωστό. Υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα θέλουν να αλλάξει η κατάσταση». Εφερε ως παράδειγμα την κατοχή της Γουόλ Στριτ από τους αμερικανούς πολίτες, «μια ένδειξη ότι οι άνθρωποι μπορούν ακόμη να πράξουν. Μια στο τόσο αυτή η οργή γίνεται αναβρασμός και έτσι ξεσπά κάποιο κίνημα». Βρίσκει ωστόσο πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι «κανένα κίνημα δεν έχει πετύχει να υλοποιήσει πλήρως τον πραγματικό στόχο του. Κανένα κίνημα δεν μπόρεσε να γευτεί την τελική νίκη του, είτε αυτή λέγεται αναρχισμός στις δεκαετίες του 1910-1920 με την Εμα Γκόλντμαν είτε τα κινήματα στην εποχή της οικονομικής κρίσης είτε οι Μαύροι Πάνθηρες».
Στη συνάντησή μας στη Νέα Υόρκη αλλά και στη συνέντευξη Τύπου των Καννών ο Ρέντφορντ μίλησε αρκετά για τη φύση, το μεγαλείο αλλά και την επικινδυνότητά της, θέματα που αγγίζει το «Ολα χάθηκαν». Ο Ρέντφορντ είναι φυσιολάτρης. Του αρέσει π.χ. που ένα μέρος της φύσης παραμένει «άθικτο, αμόλυντο από την εξέλιξη. Σε μια εποχή που η τεχνολογία προχωρεί με ραγδαίους ρυθμούς και όλος ο κόσμος τα κάνει όλα τόσο γρήγορα, τόσο μηχανικά και τόσο απότομα, είδα σε αυτή την ταινία να μην υπάρχει τίποτε άλλο παρά ένας άντρας, η θάλασσα και ο καιρός. Είδα μια επιστροφή στη χαμένη αθωότητα και αυτό σίγουρα έρχεται σε αντίθεση με όλη αυτή τη φασαρία και τον θόρυβο που μου προκαλούν τόσο μεγάλη σύγχυση. Θα τρελαινόμουν αν η ζωή μου ήταν μόνο δεσμεύσεις σε μεγάλες πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Λος Αντζελες». Αυτός άλλωστε ήταν ο λόγος που τον οδήγησε στη Γιούτα. «Δεν πήγα εκεί για την πολιτική της φυσικά» είπε. «Βέβαια το πώς κατάφερα να επιβιώσω στο πολιτικό περιβάλλον της είναι αξιοθαύμαστο».

«Ηταν τολμηρό, αλλά ποτέ δεν πρέπει να τα παρατάμε»
Ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ του Σάντανς ο Ρέντφορντ δίνει βήμα και ευκαιρίες στους νέους σκηνοθέτες αλλά συγχρόνως καρπώνεται ο ίδιος τις ιδέες τους, παρ’ ότι χαριτολογώντας «παραπονιέται» πως δεν του προσφέρονται πλέον πολλοί ρόλοι ακόμη και από σκηνοθέτες που αναδείχθηκαν από το φεστιβάλ του. Ζωτικό βήμα πάντως στη διαδρομή τού «Ολα χάθηκαν», από το σενάριο ως την οθόνη, ήταν η συνάντησή του με τον Τσάντορ, όταν ο τελευταίος παρουσίασε στο Σάντανς την ταινία «Margin call» που αργότερα θα διεκδικούσε το Οσκαρ σεναρίου γραμμένου κατευθείαν για την οθόνη. Ο Ρέντφορντ διάβασε το σενάριο του «Ολα χάθηκαν» που μέσα σε 30 σελίδες περιέγραφε τη μάχη για επιβίωση ενός ανθρώπου απέναντι στα στοιχεία της φύσης μετά την καταστροφή του ιστιοπλοϊκού του στη μέση του ωκεανού, 1.700 μίλια έξω από τη Σουμάτρα. «Μου άρεσε ειλικρινά το σενάριο επειδή ήταν διαφορετικό» λέει ο Ρέντφορντ, ο οποίος στα 77 του έδωσε μία από τις πιο σωματικές ερμηνείες που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο σινεμά, η οποία μακάρι να τον οδηγήσει ως τα Οσκαρ.

«Ηταν τολμηρό»
είπε. «Ηταν εκκεντρικό και χωρίς διαλόγους. Ενιωσα ότι ο Τζέι Σι θα προχωρούσε με αυτό το όραμα, αν και δεν ήταν απόλυτα ξεκάθαρο. Πίστεψα όμως ότι ήξερε τι έκανε και ότι το είχε στο μυαλό του. Ηξερα ότι θα στήριζα το όραμά του ακόμη και χωρίς να το γνωρίζω εξ ολοκλήρου. Αυτό ήταν πολύ όμορφο και ενδιαφέρον».
Μια άλλη παράμετρος της ταινίας «Ολα χάθηκαν» είναι ότι μιλάει για τη δίχως όρια εφευρετικότητα και προσαρμοστικότητα του ανθρώπου κάτω από εξαιρετικά δύσκολες, θανάσιμες ίσως, καταστάσεις. «Αυτός ο ήρωας συνεχίζει εκεί όπου κάποιοι άνθρωποι θα παραδίδονταν και θα έλεγαν «αυτό παραπάει»» είπε ο Ρέντφορντ. «Βρίσκεται στη μέση του πουθενά και σκέφτεται: «Κανείς δεν είναι εδώ για να με βοηθήσει και φαίνεται ότι έχω καταβάλει τεράστια προσπάθεια. Γιατί να μην τα παρατήσω;». Και όμως ποτέ δεν πρέπει να τα παρατάμε».

πότε & πού:
Η ταινία «Ολα χάθηκαν» θα προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 7 Νοεμβρίου, σε διανομή AudioVisual.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ