Το τηλεφωνικό ραντεβού με τη Σάσα Βαλτς είχε οριστεί για την περασμένη Δευτέρα το μεσημέρι. «Θα σας τηλεφωνήσουμε εμείς, όταν η Σάσα είναι έτοιμη για τη συνέντευξη» μου είχαν διαμηνύσει οι συνεργάτες της. Πέντε λεπτά μετά την καθορισμένη ώρα, το τηλέφωνο χτύπησε πράγματι και ύστερα από μια σύντομη διαμεσολάβηση, από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε μια φωνή ευχάριστη, σχεδόν τραγουδιστή. Η διάσημη γερμανίδα χορογράφος από την πρώτη κιόλας στιγμή δίνει την αίσθηση πως παίρνει σοβαρά ό,τι κάνει. Απαντά χωρίς να «πιέζει» χρονικά την κουβέντα, συχνά σκέπτεται την ερώτηση και, γενικώς, προσφέρει μια εμπειρία η οποία, παρά την απόσταση του καλωδίου, έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας επαφής διά ζώσης.
Εξι χρόνια μετά το «Koerper», την τριλογία της για το σώμα με το οποίο συστήθηκε για πρώτη φορά στο κοινό του Φεστιβάλ Αθηνών, η Σάσα Βαλτς επιστρέφει με μια πρόσφατη δημιουργία της με τίτλο «Continu». Λίγο πριν από την παράσταση στο Ηρώδειο η πολυβραβευμένη χορογράφος, χορεύτρια και σκηνοθέτρια όπερας μιλά για τον τρόπο δουλειάς της και την εξέλιξή του στον χρόνο, τον ρόλο της μουσικής στη δημιουργία της αλλά και το πώς η τάση της να εργάζεται όλο και περισσότερο αφηρημένα μπορεί να εκφράσει τους σύγχρονους προβληματισμούς της εποχής μας…

Τι σκέπτεστε, αλήθεια, εν όψει της νέας σας εμφάνισης στην Αθήνα σε μια τόσο δύσκολη στιγμή για τη χώρα;
«Για να είμαι ειλικρινής, ανησυχούσα λίγο. Δεν ήξερα αν θα τα καταφέρναμε τελικά. Φοβόμουν μήπως η παραγωγή ήταν ακριβή, μήπως οι τιμές των εισιτηρίων ήταν τέτοιες ώστε να εμποδίσουν τον κόσμο να έρθει… Κάτι τέτοιο θα με έκανε να νιώσω πολύ άσχημα. Τελικά ερχόμαστε και είναι πολύ σημαντικό για μένα ότι θα έχω την ευκαιρία να πάρω μια γεύση από την πραγματική κατάσταση στην Ελλάδα. Προτιμώ, ξέρετε, να διαμορφώνω δική μου άποψη παρά να αρκούμαι σε όσα γράφουν οι εφημερίδες… Χαίρομαι, μάλιστα, ιδιαίτερα που θα φέρουμε στην Αθήνα ένα έργο που μιλά για τη συλλογικότητα. Πιστεύω πως η τέχνη αυτές τις εποχές είναι πολύ σημαντική. Είναι πραγματική διέξοδος».

Μήπως τελικά αυτό είναι πολύ θεωρητικό;
«Δεν νομίζω. Μπορώ να σας πω μια προσωπική μου εμπειρία: γεννήθηκα στην Καρλσρούη, άρα μπορεί να πει κανείς ότι είμαι γερμανίδα χορογράφος, κι όμως μέσα μου αισθάνομαι βασικά διεθνής. Σπούδασα και δούλεψα πολύ στο εξωτερικό, συνεργάστηκα κι εξακολουθώ να συνεργάζομαι με χορευτές από ολόκληρο τον κόσμο… Κουβαλάμε βεβαίως τη διαφορετικότητά μας, διαφορετικές συμπεριφορές, τρόπο ανατροφής κ.λπ., αλλά καταφέρνουμε να επικοινωνούμε μεταξύ μας φτιάχνοντας ένα δίκτυο το οποίο λειτουργεί. Η τέχνη είναι ένας τρόπος να έρθει ο κόσμος κοντά, να συζητήσει δημιουργικά, να διευρύνει τη φαντασία του αλλά και να αναζητήσει μια προοπτική για το μέλλον».

Είναι ορατά όλα αυτά στο «Continu»;
«Η αλήθεια είναι ότι το πρώτο μέρος είναι κάπως σκοτεινό, όχι ιδιαίτερα ελπιδοφόρο… Το δεύτερο όμως έχει να κάνει με το εσωτερικό συναίσθημα και τον ρόλο της λογικής. Είναι σαν να κάνεις ένα βήμα πίσω και να κοιτάς τα πράγματα από απόσταση και αυτό σου δίνει ώθηση, τελικά, να πας παραπέρα. Το έργο αυτό, ξέρετε, ο τρόπος που φτιάχτηκε, αντανακλά την ίδια τη μέθοδο της δουλειάς μου».

Δηλαδή;
«Κατ’ αρχάς ο ίδιος ο τίτλος του υποδηλώνει τη συνέχεια, τη μεταμόρφωση, την εξέλιξη. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 2010 στη Ζυρίχη, αναθεωρήθηκε αρκετές φορές ώσπου βρήκε την τελική του μορφή στο Σάλτσμπουργκ το περυσινό καλοκαίρι. Ωστόσο, για το Ηρώδειο το έχω διασκευάσει εκ νέου. Είναι η πρώτη φορά που το παρουσιάζουμε σε ανοιχτό χώρο και έχω μεγάλη περιέργεια να δω πώς θα λειτουργήσει. Είναι ακριβώς το επόμενο βήμα…».

Τι εννοείτε;
«Το «Continu» έχει παιχθεί στο Neues Museum του Βερολίνου και αργότερα στο Maxxi της Ζάχα Χαντίντ στη Ρώμη. Επομένως, πέραν όλων των άλλων, είναι και μια εξερεύνηση της αρχιτεκτονικής και της ιστορίας. Δούλεψα με διαφορετικές περιόδους της Ιστορίας έτσι ώστε κάποια στιγμή ο ίδιος ο χώρος να «εξαφανιστεί» και να επικεντρωθούμε μόνο στα σώματα. Τώρα είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζεται σε αρχαιολογικό χώρο, οπότε ο ίδιος ο χώρος ξαναγίνεται σημαντικός. Ετσι αφαιρώ το σκηνικό και επιλέγω να το παρουσιάσω στο φυσικό σκηνικό του αρχαίου θεάτρου».

Η αναθεώρηση των έργων είναι συνηθισμένη στον τρόπο δουλειάς σας;
«Ναι, τα έργα μου εξελίσσονται, αλλά συνήθως παίρνουν μια τελική φόρμα. Ωστόσο το «Continu» το κρατώ ανοιχτό επίτηδες: εξελίσσεται ανάλογα με τον χώρο, την κατάσταση, ακόμη και σε σχέση με το τι συμβαίνει στην πολιτική κατάσταση. Βοηθά βέβαια και το γεγονός ότι στον χορό η ματιά σου είναι πολύ ανοιχτή κι έτσι κάθε νέα ανάγνωση μπορεί να είναι πολύ διαφορετική».

Γιατί επιλέξατε έναν γαλλικό τίτλο;
«Δεν έχει τόσο να κάνει με τη Γαλλία όσο με το γεγονός ότι αναζητούσαμε διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης. Θα έλεγα ότι έχει να κάνει και με τη μουσικότητα της ίδιας της λέξης».

Η μουσική, αλήθεια, τι ρόλο παίζει στη δουλειά σας;
«Από τότε που έφυγα από τη Schaubühne, όπου συμμετείχα στην καλλιτεχνική διεύθυνση, άρχισα να δουλεύω εντατικά με τη μουσική. Ασχολήθηκα αρκετά με την έρευνα επάνω στον τρόπο που συνδυάζονται οι σόλο φωνές, οι χορωδίες, τα όργανα… πειραματίστηκα με διαφορετικά είδη και εποχές από το μπαρόκ ως τη σύγχρονη. Ο πειραματισμός με ενδιαφέρει πολύ».

Θα λέγατε ότι υπάρχουν συγκεκριμένα θέματα που σας εμπνέουν σταθερά;
«Ασχολούμαι αρκετά με το συλλογικό σε αντιδιαστολή με το ατομικό. Υπάρχουν φορές που επιλέγω να προτάξω τη συλλογικότητα, ενώ άλλες φορές παρατηρώ τον τρόπο με τον οποίο το άτομο μπορεί να καταρρεύσει, να διαλυθεί ή να πέσει θύμα μιας κατάστασης. Από την εποχή ακόμη της Schaubühne με ενδιέφερε η κοινωνική παρατήρηση αλλά σε μικρότερη κλίμακα: οι σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε μια οικογένεια, για παράδειγμα… Αργότερα ανοίχτηκα σε μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες. Αυτό το στοιχείο είναι φανερό, πιστεύω, και στη δουλειά μου στην όπερα».

Πιο συγκεκριμένα;
«Και εκεί σχετίστηκα με την Ιστορία, τις αρχετυπικές καταστάσεις της κοινωνίας ή το ίδιο το άτομο. Η Μήδεια, ας πούμε, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Η αλήθεια είναι πάντως πως τα τελευταία χρόνια δουλεύω όλο και περισσότερο αφηρημένα».

Πιστεύετε ότι το κοινό επικοινωνεί με αυτόν τον τρόπο δουλειάς;
«Πιστεύω πως ναι. Το πολύ δυνατό σημείο για μένα όταν δουλεύω αφηρημένα είναι το γεγονός ότι όλο αυτό είναι πολύ «ανοιχτό», δεν έχει στεγανά, ο καθένας μπορεί να το προσεγγίσει με τον τρόπο που θέλει, υπάρχουν πολλές διαστάσεις και επίπεδα. Στον αφηρημένο τρόπο δουλειάς μπορεί κανείς να ανακαλύψει πολύ συγκεκριμένα πράγματα όπως αυτά που μας απασχολούν αυτόν τον καιρό».

Με ποιον τρόπο;
«Ανάλογα με τις εμπειρίες, τις ανησυχίες και τα ενδιαφέροντά του, μπορεί κανείς να ανακαλύψει όλο το συναισθηματικό υπόβαθρο της οικονομικής κρίσης, το πώς μιλάμε για τον φόβο τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο… Η γλώσσα του σώματος είναι πραγματικά ένα καλό εργαλείο για να μιλήσουμε για όλα αυτά…».

Θα λέγατε ότι σήμερα, δεδομένης της γενικότερης κατάστασης, υπάρχει μια τάση στροφής σε μια περισσότερο πολιτική τέχνη;
«Yπάρχει μια τέτοια τάση, ναι. Υπάρχει μια τάση να αντιδρούν οι καλλιτέχνες σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας, να αναζητούν πιθανώς μια άλλη πτυχή από αυτή που τονίζουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και στη δική μου δουλειά υπήρξαν περίοδοι που είχα επιλέξει θέματα τα οποία είχαν να κάνουν με την κρίση και το πώς αντιδρούμε σε αυτήν είτε η κρίση αυτή είναι κοινωνική είτε περιβαλλοντική. Αν και τώρα, όπως είπα, δουλεύω πιο αφηρημένα, αυτό που προσπαθώ πραγματικά να κάνω είναι να λειτουργώ πιο ελεύθερα αναφορικά με τη χρήση της φόρμας. Δεν χρησιμοποιώ τόσο πολύ σκηνικά και ό,τι έχω να πω το λέω περισσότερο με το σώμα…».
«Continu» με Βαρέζε και Ξενάκη
Την αντίθεση ανάμεσα στην πρωτογενή ενστικτώδη συγκίνηση και στην πνευματικότητα μέσω του συσχετισμού ατόμου και ομάδας πραγματεύεται το «Continu», η τελετουργικού χαρακτήρα δημιουργία της Σάσα Βαλτς που θα δούμε στο Ηρώδειο. Εν προκειμένω η 49χρονη χορογράφος χρησιμοποιεί 24 χορευτές που ερμηνεύουν μια εντυπωσιακή «αρχαϊκή» χορογραφία και επιλέγει για «πυρήνα» της μουσικής το συμφωνικό έργο «Arcana» του Βαρέζε. Στο συγκεκριμένο έργο ο συνθέτης, 90 χρόνια νωρίτερα, «πάντρευε» το καλλιτεχνικό με το επιστημονικό περιεχόμενο δημιουργώντας ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα τόσο εντυπωσιακό όσο και καινοτόμο. Το εν λόγω μουσικό έργο στην αθηναϊκή παράσταση πλαισιώνεται από συνθέσεις του Κλοντ Βιβιέρ, του Μότσαρτ, αλλά και του «δικού μας» Ιάννη Ξενάκη, το σόλο κρουστών του οποίου «Rebonds A» θα ερμηνεύσει ζωντανά ο Ρόμπιν Σουλκόφσκι.

πότε & πού:
Το «Continu» θα παρουσιαστεί στις 11 Ιουλίου στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών. Ωρα έναρξης: 21.30.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ