Χρόνια πριν, πριν από τον πόλεμο ακόμη, ο παππούς μου πρότεινε στη γιαγιά μου να αγοράσουν ένα οικόπεδο στη Φωκίωνος Νέγρη ή τέλος πάντων στη γύρω περιοχή. Η απάντηση της γιαγιάς ήταν: «Πού, εδώ στο ρέμα που κατεβαίνουν οι αλεπούδες να μας φάνε;». Το οικόπεδο έπειτα από αυτή την καταλυτική παρέμβαση δεν αγοράστηκε ποτέ. Χρόνια μετά ο εγγονός τους δεν έχει αγοράσει οικόπεδο ούτε καν γκαρσονιέρα στη Φωκίωνος Νέγρη αλλά την έχει κάνει στέκι του. Από τα γυμνασιακά χρόνια, μάλιστα, όταν άρχισαν οι πρώτες… τσαχπινιές.

Η Φωκίωνος Νέγρη είναι άλλος κόσμος και ιδιαιτέρως τον Αύγουστο. Από το πρωί ως το άλλο πρωί. Ησυχη και ταυτοχρόνως τόσο ζωντανή. Μπορεί να μην υπάρχει η «Κουίντα», μπορεί να μην υπάρχει ο Παεζάνο, μπορεί να μην είναι καλλιτεχνικό πλέον στέκι, μπορεί να μην είναι «in», αλλά είναι εκεί. Με τα τραπέζια της κάτω από τα δέντρα, τα παιδιά να παίζουν, τους οικονομικούς πλανόδιους μετανάστες να πωλούν κυρίως CD και DVD, τους «μεγάλους» κυρίους και κυρίες να πίνουν τον καφέ τους και να θυμούνται ιστορίες παλιές.

Η Φωκίωνος Νέγρη είναι εκεί και περιμένει. Δεν έχει αλλάξει ή τουλάχιστον αυτό συμβαίνει στα δικά μου μάτια. Είναι αθώα, αν και το παρελθόν της δεν συνηγορεί τόσο πολύ περί τούτου, και αργά τα βράδια του Αυγούστου, όταν όλοι και όλα έχουν ησυχάσει, την ακούς να αναπνέει. Και μαζί με τις δικές της ανάσες ανασαίνουμε και εμείς καλοκαιριάτικα.