Ο τελευταίος των κλασικών



Μια φορά κι έναν καιρό στην Αγρια Δύση της Τσινετσιτά το δεξί χέρι του Κλιντ Ιστγουντ ήταν το γρηγορότερο στο τράβηγμα του πιστολιού. Εκείνη την εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Ιστγουντ εντός και εκτός οθόνης δεν μιλούσε πολύ. Ακουγε. Ακουγε τις οδηγίες και τις συμβουλές των μαστόρων δασκάλων του: σκηνοθετών όπως ο Σέρτζιο Λεόνε στην Ιταλία και αργότερα, όταν ο Ιστγουντ επέστρεψε στην πραγματική Δύση, ο Ντον Σίγκελ. Τους οφείλει πολλά. Σήμερα και ενώ συνεχίζει να μη μιλάει πολύ (εντός και εκτός οθόνης) ο Κλιντ Ιστγουντ έχει να παρουσιάσει 30(!) δικές του ταινίες αλλά και δύο Οσκαρ σκηνοθεσίας («Οι ασυγχώρητοι» και «Million Dollar Baby»). Στην τελευταία δημιουργία του «Οι σημαίες των προγόνων μας» («Flags of our fathers») ο Ιστγουντ για πρώτη φορά ως σκηνοθέτης στρέφεται προς την πολεμική ταινία· είδος από το οποίο έχει περάσει ως ηθοποιός παίζοντας σε ανάλαφρες περιπέτειες όπως οι «Ηρωες με βρώμικα χέρια», το «Οπου τολμούν οι αετοί» και κάποιες από τις πρώτες της καριέρας του τη δεκαετία του ’50, όταν ήταν ακόμη κομπάρσος. Μόνο που σήμερα, με την ωριμότητα και τη σοφία των 76 χρόνων του, ο τελευταίος των κλασικών του αμερικανικού κινηματογράφου, ένας Ρεπουμπλικανός με μυαλό Δημοκράτη, είναι αρκετά θαρραλέος ώστε να γκρεμίσει μύθους, να αμφισβητήσει την έννοια του ηρωισμού, να μιλήσει για τις δημόσιες σχέσεις του πολέμου και να ειρωνευθεί ακόμη και το σύμβολο της αστερόεσσας.


Η σημαία και το θέατρο


Σύμφωνα με την ταινία «Οι σημαίες των προγόνων μας», στις 19 Φεβρουαρίου 1945, πέντε μόλις ημέρες μετά την απόβαση των Αμερικανών στο ιαπωνικό νησί Ιβο Τζίμα και ενώ ουδείς φανταζόταν ότι η μάχη θα διαρκούσε περίπου έναν ακόμη μήνα, κάποιος αξιωματικός (Ρόμπερτ Πάτρικ) είχε την ιδέα να υψωθεί η αστερόεσσα στην κορυφή του όρους Σουριμπάτσι. Η κίνηση επρόκειτο να αλλάξει την Ιστορία, ο Κλιντ Ιστγουντ όμως παρουσιάζει τη σκηνή με θαυμαστή απλότητα, σαν να μην τρέχει τίποτα, μια στιγμή στρατιωτικής ρουτίνας. Αυτό είναι το γενικότερο ύφος της τελευταίας ταινίας του. Χωρίς αναστολές, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς δεσμεύσεις και χωρίς πονηριές, ο Ιστγουντ εκφράζεται όπως ακριβώς σκέπτεται.


Την αγγαρεία ανέλαβαν έξι φαντάροι οι οποίοι σκαρφάλωσαν το βουνό, άλλοι κάνοντας πλάκα και άλλοι βλαστημώντας. Η σημαία υψώθηκε και η θέα της αναπτέρωσε το ηθικό των Αμερικανών κάνοντας την περιοχή να σείεται από ιαχές επευφημίας. Τόσο που το συγκεκριμένο πανί έγινε το σήμα κατατεθέν της περιοχής, οπότε ένας «γαλονάς» το ζήτησε για σουβενίρ από τον αξιωματικό που είχε διατάξει την ύψωση της σημαίας. Πεισμωμένος ο τελευταίος αποφάσισε να αντικαταστήσει την αρχική σημαία με μιαν άλλη. «Δεν χύσαμε εμείς το αίμα μας για να εμπλουτίσεις εσύ τη συλλογή σου» μουρμούρισε προτού στείλει μιαν άλλη ομάδα για την αλλαγή των πανιών. Και άλλη αγγαρεία.


Μόνο που στην περίπτωση της δεύτερης σημαίας, όπως ο Ιστγουντ επισημαίνει, σαν να χαμογελά ο ίδιος από την ειρωνεία, η τύχη συνέβαλε ώστε ο φακός του φωτογράφου Τζο Ρόζενταλ να είναι εκεί. Ενα «κλικ» άφησε στην αιωνιότητα την ύψωση της δεύτερης σημαίας. Η φωτογραφία που απεικονίζει έξι άντρες (σαν μια ενιαία μάζα) ενώ προσπαθούν να μπήξουν το κοντάρι στο χώμα δίνει την εντύπωση ότι οι στρατιώτες είναι αφοσιωμένοι στην απόλυτη αποστολή· λες και η ύψωση της σημαίας είναι το τελευταίο πράγμα που έχουν αποφασίσει να κάνουν πριν από τον θάνατο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο αυτό μπορεί και να ίσχυε, η στεγνή αλήθεια όμως είναι ότι τη συγκεκριμένη στιγμή οι άντρες αυτοί «εκτελούσαν» μια αγγαρεία.


Η παράσταση αρχίζει…


Η φωτογραφία του Ρόζενταλ στόλισε τα πρωτοσέλιδα του αμερικανικού Τύπου κινώντας το ενδιαφέρον του Λευκού Οίκου. Τα μη ορατά πρόσωπα των φαντάρων της φωτογραφίας τόνισαν την «ανωνυμία» του ηρωισμού, την «απρόσωπη» διαχρονικότητά του (ο Ρόζενταλ αργότερα είπε ότι αν είχε στήσει τη φωτογραφία θα είχε καταστρέψει την αυθεντικότητά της). Ταυτόχρονα βόλεψαν το υπουργείο Πολέμου των Ηνωμένων Πολιτειών για ένα μαγείρεμα με στόχο το «κοινό καλό». Τρεις από τους άντρες που ύψωσαν τη δεύτερη σημαία, δύο λευκοί και ένας Ινδιάνος, κλήθηκαν πίσω στην πατρίδα για να τιμηθούν για τον ηρωισμό τους. Και κάπως έτσι καταλήγουμε στο εμπόριο του ψέματος ή αλλιώς στη show business πτυχή του πολέμου, που είναι το βασικό μοτίβο της ταινίας «Οι σημαίες των προγόνων μας».


Ο Ιστγουντ σημειώνει ότι δεν είχε καμία σημασία το ότι η έπαρση της σημαίας, της πρώτης και της δεύτερης, έγινε κάτω από τις λιγότερο δύσκολες συνθήκες πολέμου. Δεν είχε καμία σημασία το ότι κανένας από τους τιμώμενους φαντάρους δεν ανήκε στην ομάδα αγαρείας που τοποθέτησε την πρώτη σημαία (όλοι άλλωστε είχαν σκοτωθεί). Σημασία είχε μόνο η δύναμη της εικόνας και αυτό που συμβόλιζε.


«Με την κατάλληλη φωτογραφία μπορείς να κερδίσεις ή να χάσεις έναν πόλεμο» λέει στο σήμερα ένας από τους βετεράνους της Ιβο Τζίμα φέρνοντας σε αντιπαράθεση την «ηρωική» φωτογραφία του όρους Σουριμπάτσι με τη φωτογραφία της εν ψυχρώ εκτέλεσης ενός Βιετκόνγκ στον πόλεμο στο Βιετνάμ. Το μήνυμα της φωτογραφίας του Ρόζενταλ ήταν «η Αμερική κερδίζει τον πόλεμο» και εκεί ακριβώς πάτησε ο κρατικός μηχανισμός για να πείσει τον αμερικανό πολίτη να αγοράσει μετοχές πολέμου.


Ξεκάθαρα πράγματα. Το κίνητρο ήταν (και πάλι) οικονομικό.


Στις «Σημαίες των προγόνων μας» βλέπουμε τους τρεις στρατιώτες (Ράιαν Φελίπε, Τζέσι Μπράντφορντ, Ανταμ Μπιτς) να περιφέρονται σαν καρνάβαλος από πολιτεία σε πολιτεία και να τιμούνται για κάτι που δεν καταλαβαίνουν. Ολόκληρα θεατρικά σκηνικά στήνονται σε γήπεδα για την πομπώδη, υπερβολικά δραματική αναπαράσταση του σκαρφαλώματος στο όρος Σουριμπάτσι. Δίδονται δεκάδες συνεντεύξεις Τύπου, λόγοι, πάρτι, πλούσιοι παράγοντες των πόλεων μοιράζουν κάρτες. Ως και παγωτό φτιαγμένο σύμφωνα με την εικόνα της φωτογραφίας του Ρόζενταλ προσφέρεται ως επιδόρπιο. Πάνω του το κόκκινο σιρόπι φαντάζει σαν αίμα.


Ενώ όμως το τεράστιο ψέμα ανακυκλώνεται χωρίς διακοπή στην πατρίδα, η ταινία ελίσσεται ανάμεσα στη βιτρίνα της «επιτυχίας» και στην αλήθεια της φρίκης του πολέμου. Με τη βοήθεια της «βρώμικης» φωτογραφίας του οπερατέρ Τομ Στερν ο Ιστγουντ κινηματογραφεί απέριττα, στεγνά. Η σκηνή της απόβασης στο νησί έχει τη δύναμη της εισαγωγής της «Διάσωσης του στρατιώτη Ράιαν» (ο Στίβεν Σπίλμπεργκ είναι συμπαραγωγός στις «Σημαίες») και τα μεμονωμένα περιστατικά των πληγωμένων και των νεκρών αναδίδουν άγριο λυρισμό.


Η πλευρά του εχθρού


Οδηγός στην ταινία του Κλιντ Ιστγουντ ήταν το μπεστ σέλερ «Οι σημαίες των προγόνων μας» (εκδόσεις Πυρπολητής) το οποίο αναφέρεται μόνο στην πλευρά των Αμερικανών στην Ιβο Τζίμα και είναι γραμμένο από τον Τζέιμς Μπράντλεϊ, τον γιο ενός εκ των τριών «ηρώων» του όρους Σουριμπάτσι (το συνυπογράφει με τον Ρον Πάουερς). Ο Ιστγουντ ωστόσο δεν στάθηκε μόνο στην αμερικανική πλευρά της μάχης της Ιβο Τζίμα. Γύρισε δύο ταινίες πάνω στο ίδιο θέμα και η δεύτερη, το «Red Sun, Black Sand», ασχολείται με την αντιμαχόμενη πλευρά, των Ιαπώνων, και θα είναι έτοιμη για διανομή στις αρχές του ερχόμενου έτους. Για την ιαπωνική εκδοχή ο Ιστγουντ χρησιμοποίησε εξ ολοκλήρου ασιατικό καστ (Κεν Γουατανάμπε, Τσουγιόσι Ιχάρα, Σίντο Νακαμούρα), ενώ το σενάριο υπογράφει ο Ιάπωνας Ιρις Γιαμασίτα. Βασικοί ήρωες είναι ιάπωνες στρατιώτες και η ταινία προφανώς δίνει μια διαφορετική διάσταση στη νίκη των Αμερικανών.