Απολογητής ή θύμα του Στάλιν;




Ποιος ήταν στ’ αλήθεια ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς; Υπήρξε απολογητής του σοβιετικού καθεστώτος και δη στις πιο σκληρές εκφάνσεις του ή αντίθετα τραγικό θύμα του; Εναν αιώνα μετά τη γέννηση του συνθέτη, ο οποίος επηρέασε σημαντικά τη μουσική παραγωγή του 20ού αιώνα συνδυάζοντας τη συγκινησιακή δύναμη με την τεχνική εφευρετικότητα, το ερώτημα εξακολουθεί να απασχολεί πολλούς εξ όσων καταγίνονται με το έργο του. Ισως μάλιστα υπερβολικά, αφού σύμφωνα με τον γιο του Σοστακόβιτς Μαξίμ – διακεκριμένο αρχιμουσικό – το όλο ζήτημα της σχέσης του πατέρα του με το καθεστώς δεν ήταν παρά κάτι ασήμαντο.


Ενδιαφέρον εξάλλου παρουσιάζει η άποψη που εξέφρασε σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του ο βετεράνος βιολοντσελίστας και μαέστρος Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, ένας άνθρωπος στενά συνδεδεμένος με τον Σοστακόβιτς. Θεωρώντας πως το όλο ζήτημα έχει «έχει πλέον καταντήσει μια στείρα αντιπαράθεση μεταξύ μουσικολόγων» πρόσθεσε χαρακτηριστικά: «Ο Σοστακόβιτς ήταν μια εξαιρετικά σύνθετη προσωπικότητα. Δεν δίσταζε ακόμη και να πει ψέματα προκειμένου να μην δυσαρεστήσει τους άλλους. Νομίζω πως μόνο στη μουσική ήταν πραγματικά απολύτως ειλικρινής».


Το παιχνίδι της «γάτας με το ποντίκι»


Ωστόσο η ίδια η μουσική του Σοστακόβιτς είναι αυτή η οποία, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, συντηρεί τον «γρίφο». Ηταν στα 1917, μεσούσης της Οκτωβριανής Επανάστασης, όταν ο 11χρονος Ντμίτρι αντίκρισε με έκπληξη έναν αστυνομικό να δολοφονεί άγρια ένα μικρό αγόρι, για το οποίο είχε την υποψία ότι διέπραξε κλοπή. Δέκα χρόνια αργότερα ο νεαρός συνθέτης έγραψε τη Δεύτερη Συμφωνία του, γνωστή και ως «Οκτώβρης». Πού αποσκοπούσε λοιπόν; Σε μια ωδή στον θρίαμβο των μπολσεβίκων ή σε ένα μνημόσυνο στα θύματά τους όπως, για παράδειγμα, το δολοφονημένο αγόρι;


Αρχικώς η απάντηση φάνταζε εύκολη. Η εικόνα των «συνωστισμένων» μελών του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΣΕ στις 15 Αυγούστου του 1975 γύρω από το φέρετρο του συνθέτη, προκειμένου να αποχαιρετήσουν με όλες τις τιμές έναν από τους διαπρεπέστερους «πρεσβευτές» του σοβιετικού πολιτιστικού πλούτου σε ολόκληρο τον κόσμο, τα πολυάριθμα βραβεία τα οποία είχε λάβει ο εκλιπών στη διάρκεια της ζωής του από το επίσημο σοβιετικό κράτος (του απονεμήθηκε, μεταξύ άλλων, δεκατρείς φορές το βραβείο Στάλιν), οι σημαντικές δημόσιες θέσεις του, δεν άφηναν περιθώρια ως προς την απάντηση.


Το 1979 εν τούτοις ο Σολομόν Βολκόφ, ένας ρώσος φυγάς στη Δύση, στενά συνδεδεμένος με τον Σοστακόβιτς, δημοσίευσε τα απομνημονεύματα του συνθέτη, παρουσιάζοντάς τον με ένα νέο, «αιρετικό» πρόσωπο: δεν επρόκειτο για έναν αφοσιωμένο σταλινιστή, αλλά για έναν βαθιά καταπιεσμένο από το καθεστώς άνθρωπο. Δυόμισι δεκαετίες αργότερα, το 2004 – και ενώ η γνησιότητα των απομνημονευμάτων είχε αμφισβητηθεί έντονα στο παρελθόν – το νέο βιβλίο του Βολκόφ με τίτλο «Σοστακόβιτς και Στάλιν» (το οποίο κυκλοφόρησε προσφάτως και στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Κέδρος», σε μετάφραση Λέανδρου Πολενάκη) επιχειρεί να φωτίσει τη σχέση των δύο ανδρών: το παιχνίδι της «γάτας με το ποντίκι» που έπαιξε ο δικτάτορας με τον συνθέτη, τη μια στιγμή απαγορεύοντας τη μουσική του και την άλλη ενθαρρύνοντάς την, την τιτάνια προσπάθεια του Σοστακόβιτς να παραμείνει πιστός στον εαυτό του και στις δημιουργικές αναζητήσεις του, αλλά και το ψυχολογικό κόστος που είχε στον δημιουργό όλη αυτή η πίεση, οδηγώντας τον στα 69 του χρόνια στον θάνατο.


Σύμβολο προπαγάνδας


Δύο υπήρξαν οι «σταθμοί» στη ζωή του Σοστακόβιτς, στους οποίους μπορεί να επικεντρωθεί η αναζήτηση της σχέσης του με το καθεστώς και οι ευρύτερες προεκτάσεις της στη ζωή και στη δημιουργική του σταδιοδρομία. Πρώτος σταθμός, η αποκήρυξη της περίφημης όπεράς του «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» (η οποία αργότερα έγινε γνωστή και με τον τίτλο «Κατερίνα Ισμαήλοβα»). Το έργο είχε ήδη παιχθεί με επιτυχία τόσο στη Ρωσία όσο και στο εξωτερικό, όταν τον Ιανουάριο του 1936 δέχθηκε σφοδρή επίθεση από την εφημερίδα «Πράβντα», επίσημο όργανο του ΚΚΣΕ. Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο «Χάος αντί για μουσική», ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς κατηγορήθηκε για «αριστερίστικη διαστρέβλωση», «μικροαστική επιδίωξη εντυπωσιασμού» και «φορμαλισμό». Οσο για τον συντάκτη όλων των παραπάνω; Δεν ήταν λίγοι όσοι υποστήριξαν ότι επρόκειτο για τον ίδιο τον Στάλιν, ο οποίος είχε προ ημερών παρακολουθήσει μια παράσταση του έργου. Λίγες ημέρες αργότερα μέσω της ίδιας εφημερίδας δέχτηκε άγρια επίθεση και το μπαλέτο του συνθέτη «Bright Stream» («Διάφανο Ρεύμα»).


Ενα ερώτημα που κατά καιρούς έχει τεθεί είναι το γιατί το σταλινικό καθεστώς άφησε τον Σοστακόβιτς να ζήσει και δεν επεδίωξε τη φυσική του εξόντωση όπως έγινε με άλλους καλλιτέχνες της περιόδου. Ως επικρατέστερη απάντηση προβάλλεται το ότι το καθεστώς χρειαζόταν τον συνθέτη για προπαγανδιστικούς λόγους, ως εκπρόσωπο δηλαδή στο εξωτερικό της πολιτιστικής άνθησης η οποία συντελούνταν στη Σοβιετική Ενωση.


Μετά την αποκήρυξη της «Λαίδης Μάκβεθ του Μτσενσκ» ωστόσο, ο Σοστακόβιτς επανήλθε γρήγορα στο βάθρο του εθνικού ήρωα με την επιτυχία της Πέμπτης Συμφωνίας του, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε το 1937 και προβλήθηκε ως «η πρακτική δημιουργική απάντηση σοβιετικού καλλιτέχνη στη δίκαιη κριτική». Ανάμεσα στο 1938 και στο 1953 συνέχισε το δημιουργικό του έργο, ενώ παράλληλα δίδαξε σύνθεση στο ωδείο του τότε Λένινγκραντ και υπήρξε εθελοντής βοηθητικός πυροσβέστης κατά την πολιορκία της γενέτειράς του από τους Γερμανούς το 1941. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες γεννήθηκε η Εβδόμη Συμφωνία του, η επονομαζομένη «του Λένινγκραντ», η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία τόσο στη Σοβιετική Ενωση όσο και στη Δύση.


Διάβασε δημόσια το βιογραφικό του


Το 1948 ωστόσο ο Σοστακόβιτς έπεσε εκ νέου σε δυσμένεια με το περιβόητο διάταγμα Ζντάνοφ κατά της «αντιλαϊκής τέχνης», γεγονός που αποτέλεσε τον δεύτερο σταθμό. Χαρακτηριστική είναι στο σημείο αυτό η αφήγηση της κόρης του συνθέτη, Γκαλίνας, (έτσι όπως αυτή περιέχεται στο βιβλίο του Μιχαήλ Αρντοφ «Μαξίμ και Γκαλίνα Σοστακόβιτς: ο πατέρας μας DSch», το οποίο κυκλοφόρησε προσφάτως και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μουσαίο, σε μετάφραση Γιώργου Πλουμπίδη), όταν περιγράφει τις συνέπειες της πολυσυζητημένης «ιστορικής απόφασης» της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, που αναφέρεται με υποτιμητικά σχόλια στη μουσική του Σοστακόβιτς και άλλων «φορμαλιστών». Μία από τις συνέπειες της εξέλιξης αυτής ήταν η απώλεια της καθηγητικής του έδρας στη Μόσχα, την οποία επανακατέλαβε μόλις το 1960, χρονιά κατά την οποία έγινε μέλος του ΚΚΣΕ.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει στο πλαίσιο αυτό η αφήγηση του μουσικολόγου Ισαάκ Γκλίκμαν, φίλου του συνθέτη, η οποία περιλαμβάνεται στο ίδιο βιβλίο. Επιχειρώντας να φωτίσει τις συνθήκες που προηγήθηκαν της σύνθεσης του αυτοβιογραφικού Ογδόου Κουαρτέτου, ο Γκλίκμαν αποτυπώνει την ψυχική πίεση την οποία υπέστη ο Σοστακόβιτς προκειμένου να αναγνώσει τη δήλωση εγγραφής του στο Κομμουνιστικό Κόμμα.


«Ακούγοντάς τον σκέφτηκα με θλίψη μήπως έτεινε να υποκύψει στη μοίρα του, συνειδητοποιώντας ότι ήταν αδύνατον να την πολεμήσει και να τη νικήσει. Δυστυχώς έτσι έγινε. Η συνέλευση, που έμοιαζε με φαρσοκωμωδία, οργανώθηκε για δεύτερη φορά και ο Ντμίτρι Ντμίτριεβιτς, καταντροπιασμένος, διάβασε τη δήλωση για την εγγραφή του στο ΚΚΣΕ». Και ο Γκλίκμαν καταλήγει:


«Το δημιουργικό καλλιτεχνικό θάρρος του Σοστακόβιτς συνδυαζόταν με τον τροφοδοτημένο από τη σταλινική τρομοκρατία φόβο. Η πολύχρονη πνευματική αιχμαλωσία τον τύλιξε στα δίχτυα της και δεν είναι τυχαίο ότι στο αυτοβιογραφικό του Ογδοο Κουαρτέτο τόσο σπαρακτικά και δραματικά ακούγεται η μελωδία του τραγουδιού «Βασανισμένος άγρια στην αιχμαλωσία»…».