Σε εκτενές άρθρο του στο «Βήμα» (25.1.98), ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης (Γ.Γ.) επιχειρεί να αντικρούσει τις απόψεις που ανέπτυξα σε μελέτη μου γύρω από τα ιδεολογικά συμφραζόμενα του Εγγονόπουλου, του Ελύτη και του Εμπειρίκου («Μοντερνισμός και πρωτοπορία: Η πολιτική ταυτότητα του «ελληνικού υπερρεαλισμού»», περ. Εντευκτήριο, τχ. 39, 1997, 62-78. Συντομότερη μορφή, στην αγγλική γλώσσα, στον τόμο Greek Modernism and Beyond, επιμ. Δ. Τζιόβας, Lanham, Rowman and Littlefield, 1997, 95-110). Ο αντίλογος ήταν αναμενόμενος (ο Γ.Γ. είναι πρωτεργάτης της ηρωολατρικής προσέγγισης, πρωτίστως του Εμπειρίκου και δευτερευόντως των δύο άλλων ποιητών). Θα αποδεικνυόταν ίσως και ωφέλιμος, αν ο Γ.Γ. έστεργε να ασκήσει κριτική σε υπαρκτές απόψεις και να αντιτάξει τα δικά του επιχειρήματα. Δυστυχώς, ο Γ.Γ. επέλεξε την οδό της δημαγωγίας: η συμβολή του εξαντλείται στη στρέβλωση των επιχειρημάτων και στη δυσφήμιση της ακαδημαϊκής επάρκειας του «αντιπάλου», που τόλμησε να προσβάλει την αγιότητα των λογοτεχνικών ινδαλμάτων. Επειδή πολλοί από τους αναγνώστες του «Βήματος» ασφαλώς δεν έτυχε να διαβάσουν τη μελέτη μου (γιατί αλήθεια ο Γ.Γ. απέφυγε να δημοσιεύσει τον αντίλογό του στο Εντευκτήριο;), η μέθοδος αυτή ενδέχεται να έχει κάποιο αντίκρισμα. Θα επιχειρήσω να αποκαταστήσω την πραγματικότητα· δεν είναι όμως δυνατόν να συνοψίσω εδώ τη συλλογιστική που αναπτύχθηκε, με αναλυτική τεκμηρίωση, στο πλαίσιο μιας εκτενούς μελέτης. Ο αναγνώστης που επιθυμεί να διαμορφώσει ολοκληρωμένη άποψη θα πρέπει να ανατρέξει και στο κείμενό μου.


1 Ο Γ.Γ. καλλιεργεί επίμονα την εντύπωση ότι η μελέτη μου συνιστά επίθεση εναντίον του «ελληνικού υπερρεαλισμού» και ότι αποσκοπεί στη μείωση της αξίας του έργου των τριών ποιητών. Ισχυρίζεται π.χ. ότι ο Τ.Κ. «αναλαμβάνει να ξεσκεπάσει το φασιστικό πρόσωπο των ελλήνων υπερρεαλιστών», ενώ καταλήγει με το ανεπανάληπτο: «το μέλλον θα δείξει. Θα μείνουμε με τα ιδεολογήματα του κ. Τ.Κ. ή με το έργο του Εγγονόπουλου, του Ελύτη και του Εμπειρίκου;». Οπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης της μελέτης μου, τίποτε από αυτά δεν ευσταθεί. Σκοπός της εργασίας μου δεν είναι η καταγγελία των ποιητών, αλλά η διόρθωση της ισχυρότατης ηρωολατρικής προσέγγισης, που επικυρώνει τις «αντισυμβατικές» τους αντιλήψεις ως «απελευθερωτικές», τις εξιδανικεύει ως ομόλογες (αλλά βασιμότερες) των πολιτισμικών οραμάτων της Αριστεράς και τις προβάλλει ως αξιόπιστα ιδεολογικά πρότυπα. Σύμφωνα με την ανάλυση που επιχειρώ, οι κοινωνικές αντιλήψεις και τα πολιτισμικά οράματα που αναδύονται στο έργο των τριών ποιητών είναι συναφή προς εκείνα του αντιδραστικού μοντερνισμού και παραπέμπουν στην ιδεολογική παράδοση της ριζοσπαστικής δεξιάς. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι οι τρεις ποιητές ήσαν, σε βιογραφικό επίπεδο, «φασίστες» (στη μελέτη μου χαρακτηρίζονται «συντηρητικοί αστοί») ούτε ότι θα πρέπει να σταματήσουμε να ασχολούμαστε με το λογοτεχνικό έργο τους. Αντιθέτως, η προσέγγιση που προτείνω αποσκοπεί στη δημιουργία καινούργιου και πράγματι κριτικού ενδιαφέροντος για το έργο. Οι προϋποθέσεις και οι επιδιώξεις αυτής της προσέγγισης εξάλλου έχουν τεκμηριωθεί αναλυτικά σε προηγούμενη μελέτη μου («Ο μοντερνισμός και η λογοτεχνική κριτική: Το πρόβλημα του φασισμού», στον τόμο Μοντερνισμός: Η ώρα της αποτίμησης;, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1996, 117-155).


2 Σύμφωνα με τον Γ.Γ., ο Τ.Κ. αναλαμβάνει «να τοποθετήσει τους 3Ε στον κατώτερο κύκλο της αντιδραστικής και φασιστικής Κόλασης. Λίγο παραδίπλα τοποθετείται και ο Σεφέρης, ο άλλος εκπρόσωπος του αντιδραστικού μοντερνισμού μας». Παραβλέπω τη δαιμονολογία, για να τονίσω ότι ουδέποτε ενέταξα τον Σεφέρη στον αντιδραστικό μοντερνισμό. Αντιθέτως, στο συγκεκριμένο κείμενο υποστήριξα ότι «οι δύο δεσπόζουσες τάσεις του ποιητικού μας μοντερνισμού (που αντιπροσωπεύονται από τον Σεφέρη και τους «υπερρεαλιστές») […] ανακλούν τη διάκριση της φιλελεύθερης από τη ριζοσπαστική δεξιά». Εδώ δεν παρατηρείται στρέβλωση, αλλά πλήρης αντιστροφή του επιχειρήματός μου (εκτός και αν ο Γ.Γ. αντιλαμβάνεται τον όρο «φιλελεύθερος» ως συνώνυμο του «αντιδραστικός»).


3 Ο Γ.Γ. διερωτάται γιατί ο Τ.Κ. «δεν συνυπολογίζει στους εκπροσώπους του Ε.Υ. τον Κάλα» και αποδίδει την «παράλειψη» σε ύποπτες προθέσεις. Ο λόγος που δεν αναφέρθηκα στον Ν. Κάλας (όπως και σε τόσους άλλους ποιητές που σχετίστηκαν με τον υπερρεαλισμό) είναι επειδή το έργο του δεν ανακλά αντιλήψεις συναφείς προς εκείνες των ποιητών με τους οποίους ασχολήθηκα. Δεν εκπόνησα ιστορία του «ελληνικού υπερρεαλισμού», αλλά συγκριτολογική μελέτη των ιδεολογικών συμφραζομένων τριών ποιητών (σημείωσα εξάλλου ότι χρησιμοποιώ τον όρο «ελληνικός υπερρεαλισμός» «για πρακτικούς και μόνο λόγους, ως κατηγορία που έχει καθιερωθεί στην ελληνική κριτική»). Το ερώτημα που θα άξιζε όντως να διερευνηθεί είναι πώς αντιμετώπιζε, στη μεταπολεμική περίοδο, ο πράγματι υπερρεαλιστής και αριστερός Κάλας τις επιλογές των παλιών του «φίλων». Σημειώνω πάντως ότι σε επιστολή του, χρονολογημένη 30.1.1967, ο Κάλας γράφει, αναφερόμενος στον πρόσφατα χαμένο Γ. Θεοτοκά: «Από τους φίλους μου των φοιτητικών μου χρόνων είναι και ο μόνος που δεν έγινε αντιδραστικός» (βλ. Ν. Βαλαωρίτης, Μοντερνισμός, πρωτοπορία και «Πάλι», Καστανιώτης 1997, 127).


4 Ο Γ.Γ. αμφισβητεί, ανάμεσα στα άλλα, και τους όρους βάσει των οποίων αναφέρομαι τόσο στο ιδεολογικό υπόστρωμα του φασισμού όσο και στην αριστερή πολιτισμική παράδοση. Σχετικά με το πρώτο σκέλος, υποστηρίζει ότι «δεν είναι δυνατόν να μαζεύουμε τι είπε ο ένας και ο άλλος (sic) για τον φασισμό, να καταρτίζουμε ένα μακρύ κατάλογο των τυπολογικών στοιχείων του και ύστερα, με ελαφρά καρδία (sic), να εξισώνουμε τα στοιχεία αυτά με τις αντιλήψεις των Ε.Υ.». Ομολογώ ότι δεν αντιλαμβάνομαι πώς μπορεί κανείς να διερευνήσει με επιστημονική αξιοπιστία την ταυτότητα ιδεολογικών θέσεων χωρίς να παραπέμψει σε έγκυρες μελέτες ιστορικών και πολιτικών επιστημόνων. Φαίνεται ότι ο Γ.Γ. εμπιστεύεται περισσότερο το ένστικτό του παρά τη διεθνή βιβλιογραφία. Αυτό επιβεβαιώνεται και όταν παρατηρεί: «Εκεί όμως όπου πραγματικά δεν καταλαβαίνω καθόλου τον Τ.Κ. είναι όταν αναφέρεται στα «ιδεώδη της σοσιαλιστικής πολιτισμικής παράδοσης», με τα οποία (όπως αποφαίνεται) δεν έχουν τίποτε κοινό οι 3Ε. Τα ιδεώδη της σοσιαλ-ρεαλιστικής παράδοσης τα ξέρουμε, όπως ξέρουμε και πολλούς συγγραφείς και κριτικούς που τα ασπάζονται. Τα ιδεώδη της «σοσιαλιστικής πολιτισμικής παράδοσης» τουλάχιστον εγώ τα αγνοώ». Ας ληφθεί υπόψη ότι ο Γ.Γ., παρά την ομολογημένη τώρα άγνοια, δεν δίστασε, σχολιάζοντας την «πολιτική διάσταση» του Μεγάλου Ανατολικού (ΜΑ), να διακηρύξει ότι «στην εποχή μας όπου τα ποικίλα «απελευθερωτικά» και «επαναστατικά» κηρύγματα έχουν εκ των πραγμάτων αποδειχθεί έωλα ή και παραπλανητικά, ο απελευθερωμένος και απελευθερωτικός λόγος του Ανδρέα Εμπειρίκου αποδεικνύεται όλο και περισσότερο ουσιαστικός» («Επίμετρο», ΜΑ, τ. 1, 321).


5 Ο Γ.Γ. ερωτά: «ένα στοιχείο της φασιστικής ιδεολογίας ­ που αποδίδει ο Τ.Κ. στους 3Ε ­ είναι ότι ο φιλελευθερισμός, η δημοκρατία και ο μαρξισμός αντιμετωπίζονται ως «διαφορετικές όψεις του ίδιου υλιστικού κακού». Ποιος όμως από τους τρεις ποιητές διατύπωσε ποτέ κάτι τέτοιο;». Και λίγο παρακάτω: «αν ο Πάουντ ομιλεί για «λιγδιάρικο λαό» ή ο αντιδραστικός μοντερνισμός υποβαθμίζει «το μέσο άτομο», γιατί οι 3Ε πρέπει να φορτωθούν και με αυτά; Ποιος από αυτούς έχει εκφρασθεί ή ενεργήσει ανάλογα;». Ας δούμε λοιπόν ένα παράδειγμα, από έργο που ο Γ.Γ. γνωρίζει καλά, αφού επιμελήθηκε την έκδοσή του.


Ο κεντρικός ήρωας του ΜΑ συνταγματάρχης Αλτζερνον Κλίφφορντ έρχεται σε αντιπαράθεση με δύο χαρακτήρες, που εκπροσωπούν αντιστοίχως τον αστικό φιλελευθερισμό και τον σοσιαλισμό: τον «αγαθώτατον και άψογον, μα και τόσον υπολειπόμενον εις πραγματικόν ανδρισμόν Αλφρέντο Κάρμι, τον ευγενή γερουσιαστήν, τον τέλειον κύριον, αλλά χλιαρόν, παρά τας προσπαθείας του, εις την ουσίαν, εραστήν» (ΜΑ, τ. 2, 230) και τον ρώσο επαναστάτη Σ.Ι. Μπλαγκοράντοβ. Στην πορεία του μυθιστορήματος, ο μεν γερουσιαστής αποκαλύπτεται ζηλότυπος, βλαξ, κλαψιάρης, δειλός και άνανδρος, ο δε Ρώσος που, όπως τονίζει ο Εμπειρίκος, αρθρογραφεί «αυτός ο γνήσιος Σλαύος […] με το ιουδαΐζον ψευδώνυμον Ερζενίν», παρουσιάζεται βυθισμένος στην πνευματική σύγχυση, μαζί με όλους εκείνους που αγωνίζονται «διά την απελευθέρωσιν δήθεν της οικουμένης από φανταστικούς τυράννους. […] Και έτσι, αντί να συμβάλουν και αυτοί εις την θετικήν, την άνευ μεταφυσικών ή ιστορικοϋλιστικών ποικιλμάτων ή φληναφημάτων επίλυσιν των ουσιαστικών ανθρωπίνων προβλημάτων […] οι άνδρες αυτοί, κατεκρημνίζοντο εις τον αβυσσαλέον κόσμον της αρνήσεως και της αυταπάτης, επιζητούντες την δημιουργίαν ενός αντιβιολογικού και παρά φύσιν κόσμου άνευ τάξεων, με ισότητα και ισοπέδωσιν απόλυτον, παρασύροντες εις την ακάθεκτον προς την καταστροφήν φοράν των τους ουραγούς και τας τυφλάς αγέλας» (ΜΑ, τ. 4, 49-50). Απέναντι στους δύο χαρακτήρες, που αντιπροσωπεύουν αντιστοίχως «τους εις εξώστας ή βουλάς λαλούντας σοφιστάς και λαοπλάνους» («Τα Ρήματα», Οκτάνα) και «τας απατηλάς και καταστρεπτικάς των πάντων, ταπεινότατα υλιστικάς δημοκοπίας» (ΜΑ, τ. 6, 207), ο Εμπειρίκος οικοδομεί το πρότυπο του ιδανικού ηγέτη: «Και ενώ εκοίταζε τον Αλτζερνον, με θαυμασμόν ηνόησε ακόμη κάτι. Οτι, όποιοι και αν είναι οι θεσμοί και οι νόμοι των ανθρώπων, υπάρχει εις την ζωήν και εις τον κόσμον όλον μία ιεραρχία αξιών που δεν την ορίζει ούτε την καταργεί ποτέ μια οιαδήποτε εμπαθής ή πειθηνία μάζα, αλλά οι νόμοι οι φυσικοί που διέπουν τη μοίρα των εθνών και των ατόμων, ασχέτως αξιώματος, ασχέτως πολιτείας. […] ότι υπάρχουν φύσεις ισχυραί, που λέγονται συνήθως «μεγαλοφυίαι», και των οποίων η θέλησις η εξαιρετική είναι εις το βάθος η θέλησις της Μοίρας. Μόνον αυταί αι φύσεις, που αποτελούν την συνισταμένην, εντός μιας εκστατικής ψυχής, των πόθων και των κραδασμών πλήθους λαών και ανθρώπων, αποτελούν εις τον κόσμον αυτόν τα σκήπτρα, τας κορωνίδας και τους δεσπόζοντας φαλλούς επάνω απ’ όλα τ’ άλλα. […] Ο άνδρας αυτός δεν ήτο πλέον άνθρωπος απλούς. Ητο στοιχείον εκ στοιχείων και δύναμις κοσμική του Σύμπαντος, εκ του ατέρμονος διαστήματος προερχομένη» (ΜΑ, τ. 6, 212).


Ας αναρωτηθεί ο Γ.Γ. σε ποιαν ιδεολογική παράδοση ανήκουν αυτές οι αντιλήψεις. Αφού εξάλλου αμφισβητεί και τις περί σοβινισμού εκτιμήσεις μου, ας αναρωτηθεί επίσης ποιος πολιτικός χώρος προώθησε, στη μεταπολεμική Ελλάδα, το μεγαλοϊδεατικό όραμα που ενοφθαλμίζει ο Εμπειρίκος στον ΜΑ: «Η Ελλάς, εις την οποίαν επιτέλους επεστράφησαν τα εδάφη τα εκτεινόμενα από την Βόρειον Ηπειρον μέχρι των ευρωπαϊκών ακτών του Βοσπόρου, συμπεριλαμβανομένης της Κωνσταντινουπόλεως και ολοκλήρου της Ανατολικής Θράκης, τα σαντζάκια της Σμύρνης, του Ικονίου και της Προύσης, και η οποία εξετείνετο από το Μοναστήρι μέχρι της ενωθείσης επιτέλους με αυτήν Κύπρου» ήταν «η πληρεστέρα από της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως αυτή εθνική ολότης» (τ. 5, 182).


6 Δεν θα ασχοληθώ με τα άσφαιρα πυρά που εκτοξεύει ο Γ.Γ. εναντίον της φιλολογικής μου επάρκειας. Υπάρχει όμως κάτι που δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο. Προς το τέλος του κειμένου του, ο Γ.Γ. ξαφνικά θυμάται ότι ο Τ.Κ. «διδάσκει λογοτεχνία (sic) στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου» για να υποβάλει λίγο παρακάτω το αφοπλιστικό ερώτημα: «αν ένας κύπριος φοιτητής, ένας Κούρδος ή ένας Τούρκος υποστηρίζει την ιθαγένειά του, θα εισπράξει τη ρετσινιά του σοβινιστικού γουρουνιού;». Ο στόχος του χυδαίου ερωτήματος είναι σαφής και αποκαλύπτει τη θλιβερή νοοτροπία του Γ.Γ. Οφείλω όμως να ενημερώσω τον κ. Γιατρομανωλάκη ότι οι φοιτητές του Πανεπιστημίου της Κύπρου είναι σε θέση και να εκτιμήσουν το ήθος των δασκάλων τους και να αναγνωρίσουν τους επιτήδειους που επιχειρούν κάθε φορά να εκμεταλλευθούν (προς ίδιον πάντα όφελος) τον πατριωτισμό τους.


Ο κ. Τάκης Καγιαλής είναι επίκουρος καθηγητής Συγκριτικής Φιλολογίας και Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.